Ψηλά τα χέρια, Μαρτίνες

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Τον έπιασαν με το γάντι στο χέρι αλλά όχι φορεμένο στο χέρι. Τι είναι αυτά που κάνεις ρε Μαρτίνες; Ρωτάει ο πολιτισμένος γλόμπος της υφηλίου (γκλόμπαλ) τον τερματοφύλακα της Εθνικής Αργεντινής, όστις απαθανατίστηκε με το γάντι που έλαβε ως βραβείο για την επίδοσή του στον τελικό του Κατάρ σαν αξεσουάρ γενετήσιας χειρονομίας. Αν τυχόν δεν είδατε τη σκηνή- που αποκλείεται να μην την είδατε, διότι στον διαδικτυωμένο κόσμο, όλα τα βάιραλ είναι σαν τα τραγούδια του Ρέμου και του Αργυρού: κάποια στιγμή θα τα ακούσεις υποχρεωτικά- ο Μαρτίνες φέρνει το γάντι στη γεννητική χώρα και παίρνει πόζα σαν σάτυρος, και μάλιστα με κοροϊδευτικό ύφος, λες και πρωταγωνιστεί σε παράσταση του Αριστοφάνη, τον καιρό του Αριστοφάνη: Οι αρχαίοι πολιτισμικοί κώδικες διατηρούνται αναλλοίωτοι ανά τους αιώνες. Η ιδέα της επίδειξης του φαλλού, πολλώ δε μάλλον της
διείσδυσης, υποδηλώνει κατάκτηση, καθυπόταξη, αναίρεση της αξιοπρέπειας του άλλου, είτε γυναίκα είναι, είτε άνδρας, κυρίως το δεύτερο. Εξ ου και η καταφρονητική προτροπή «στα τέσσερα»: Η στάση αυτή, κατά τον σεξιστικό πολιτισμό των συμβόλων, δεν εκλαμβάνεται σαν διευκόλυνση της σεξουαλικής πράξης όπως αυτή επιβάλλεται εκ της ανατομίας, αλλά σαν ατιμωτικό προσκύνημα, από την ανάποδη. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο πολιτισμό, η συνεύρεση δεν γίνεται με όρους ισοτιμίας, αλλά έχει χαρακτήρα υποταγής προς τον φέροντα το διεισδυτικό όργανο, ο οποίος, σε μια πιο ακραία αλλά όχι ασυνήθη εκδοχή του σεξουαλικού πολιτισμού, ευεργετείται από το σεξ ακόμα και αν βιάζεται. Τι σου κάνω μάνα μου; Χάρη σου κάνω.

Τι είναι αυτά που κάνεις ρε Μαρτίνεζ; Τι εννοείτε, απαντά ο Μαρτίνεζ; Απλά απάντησα στην κερκίδα των αντιπάλων στον κώδικα που είναι κοινός, στον πολιτισμικό τύπο με τον οποίο οι ίδιοι με μεταχειρίζονται καθώς περνάω από μπροστά τους. Αφού το ποδόσφαιρο δεν είναι παρά ένας συναγωνισμός με θέμα τη διείσδυση, βάζω κι εγώ το γάντι μπροστά μου σε οριζόντια θέση και μορφάζω κατάλληλα: Φωνάζετε παραπονιάρικα γιατί σας την έκανα την παλιοδουλειά, χραπ! Χράπ, ο ήχος της εισβολής του οργάνου σύμφωνα με την παραστατική
ανεκδοτολογία. Χραπ! Ο ήχος που κάνει η μπάλα όταν καρφώνεται στο δίχτυ, κάτω από τους έξαλλους πανηγυρισμούς των ημετέρων. Τους το βάλαμε. Τους το καρφώσαμε. Τους ταπεινώσαμε. Κι εκείνοι αποδέχονται τον ρόλο του εξευτελισμένου, κατεβάζουν το κεφάλι και θέλουν να κρυφτούν από προσώπου γης, ενώ οι πιο μαχητικοί και εγωιστές από αυτούς στήνουν τη μπάλα στη σέντρα και παροτρύνουν τους συμπαίκτες: Πάμε να ξεπλύνουμε τη ντροπή, ανταποδίδοντας στα ίσια.

Τι είναι αυτά που κάνεις ρε Μαρτίνεζ; Τίποτα παραπάνω από τον παίκτη που όταν σκοράρει κουνάει παλινδρομικά το χέρι του σκίζοντας τον αέρα, αναπαριστώντας τις κινήσεις της πράξης, ή από τον οπαδό που στα γκολ της ομάδας κουνάει και τα δύο χέρια μπρος και πίσω, με τους αγκώνες λυγισμένους, σαν να λικνίζει ένα καρπούζι, αλλά χωρίς το καρπούζι. Το καρπούζι είναι νοερό, είναι το σώμα του άλλου, και εμείς κάνουμε τον εαυτό μας προβολή στον παίκτη μας που σκόραρε, εμείς είμαστε αυτός, και μοιραζόμαστε την ηδονή της υποθετικής του διείσδυσης στον κορμό του γονατισμένου εχθρού.

Όχι, Μαρτίνεζ. Η παράσταση βάζει όρια. Κινείται στο πλαίσιο του ευσχήμου. Επιτρέπουμε τις χειρονομίες που δεν μπορούν να αποτραπούν, και απαγορεύουμε όσες μπορεί να αποτρέψει ο αυτοπεριορισμός. Ασε τον παλιόκοσμο να λέει, επομένως, πάρε το γάντι από εκεί, κράτα το τρυφερά σαν χέρι αγαπημένης, και πήγαινε στην κάμερα να πεις ότι χάρηκες τη νίκη γιατί έγινε επί ενός άξιου αντιπάλου και λοιπά, και λοιπά, ξέρετε εσείς οι ποδοσφαιριστές από μούφες. Ναι, ο γκολκίπερ παίζει με τα χέρια, αλλά δεν παίζει τα πάντα.