Ρωμιός δεν αγάπησε Ρωμιά

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Οσο καιρό θυμόμαστε τον εαυτό μας, ο Ελληνας αυτοκατηγορείται από τον ίδιο τον Ελληνα. Ως «ρωμιός». Για τις ιδιότητες που αποδίδονται στον βαλκανικό, μεσογειακό και καραγκιοζέικο εαυτό του. Κάποιοι αναζητούν τις ρίζες αυτών των χαρακτηριστικών στην ελληνική αρχαιότητα, κάποιοι τα εξηγούν ως επίκτητα γνωρίσματα που καλλιεργήθηκαν κατά τους πάμπολλους αιώνες της καταδυνάστευσης του λαού από αυτοκράτορες λατίνους, ομόδοξους και μουσουλμάνους και άλλοι επισημαίνουν αντιγραφές από ήθη και δομές που εισήχθησαν στο ελληνικό κοινωνικό σώμα από την επαφή με άλλες βαλκανικές εθνότητες.

Μπορεί και να έχουν όλοι δίκιο. Με τη διαφορά ότι «ο Ελληνας» αποτινάσσει με μεγάλη ευκολία κάποια από τα ελαττώματα που του αποδίδονται όταν ενσωματωθεί σε άλλες κοινωνίες, τις λεγόμενες προηγμένες, με χαρακτηριστική προσαρμοστικότητα, διατηρώντας βέβαια ορισμένα στοιχεία της κουλτούρας του, καθώς είναι γνωστό πως η ταυτότητα είναι ένα από τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, ως εργαλείο αναγνώρισης ομοιογενών πυρήνων, όπερ και αποδίδεται μέσα από την περίφημη παροιμία «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του». Ετσι γίνεται με όλους τους λαούς.

Το φιλοκατήγορο στοιχείο- που λέγεται πως είναι πιο διαδεδομένο στους πελοποννήσιους, και δη τους παραδοσιακούς μωραϊτες, αλλά μάλλον έχει διαχυθεί ολούθε στην επικράτεια- είναι σχετικά γραφικό, αλλά η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η μικρονοϊκότητα και η αυτοαπαλλαγή. Εντοπίζοντας αρνητικές πλευρές και συμπεριφορές στους άλλους, σε πρόσωπα ή και σε όλους τους άλλους, μετακινούμε τον εαυτό μας στην περιοχή του αθώου και του θύματος, και ταυτόχρονα κονταίνουμε τον περίγυρο. Δικαιολογούμε τις υστερήσεις και τις αποτυχίες μας, την ατολμία και τη δειλία μας επικαλούμενοι το άλλοθι εμπόδια και τοιχώματα που εγείρουν οι «Αλλοι», πραγματώνοντας κατά τρόπο σχεδόν γελοίο τη γνωστή παρεξηγημένη απόφανση του φιλοσόφου.

Αναγκαίος πρόλογος για μια μικρή συνέχεια. Αφορμή μας έδωσε το μπαράζ της παρωδίας αν όχι και κατακραυγής αλλά και των σφαλερών εκτιμήσεων που προκάλεσε η μαζική έξοδος του πληθυσμού από τα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο και τα νησιά τις μέρες του Πάσχα. Εξέδραμαν; Πώς τόλμησαν; Δεν τους πτόησε το κόστος των καυσίμων, των διοδίων και των ναύλων; Διέμειναν και σε ξενοδοχεία. Αρα παριστάνουν πώς κλαίγονται. Εχουν κρυμμένες καβάντζες και μαύρα εισοδήματα. Εψησαν και αρνί, μολονότι έβγαλε φτερά. Και γιόρτασαν όπως τον παλιό καιρό. Αψήφησαν την πανδημία, πέταξαν τη μάσκα, συνωστίστηκαν για Αγιο Φως και ευχές. Αναψαν και κροτίδες. Τραγούδησαν κιόλας, αντί να τρώνε σιωπηλοί, πενθώντας για την Ουκρανία και τα μαύρα μελλούμενα στον πλανήτη.

Δεν έπρεπε τίποτα από όλα αυτά να γίνει. Επρεπε οι κάτοικοι της Αθήνας να μείνουν αιχμάλωτοι στα διαμερίσματά τους, αυτοκαραντινιαζόμενοι και τρώγοντας μπιφτέκια μπροστά στην τηλεόραση, αποφεύγοντας τα προγράμματα της μαζικής τηλεθέασης, μόνοι εκείνοι σε όλον τον παγκόσμιο πληθυσμό που υποκύπτει ασμένως στις μονοθεματικές κοινωνικές τάσεις στην ψυχαγωγία ή τη διάθεση του ελεύθερου χρόνου. Λες και ο όρος γουίκ εντ δεν υποδηλώνει μια ξενόφερτη μαζική καθιερωμένη και αυτονόητη πρακτική, όπως και ο όρος χολιντέι.

Επικεντρώνουμε, με ειρωνεία, χλεύη και αποστροφή, στα νεόδμητα έθιμα σαν τεκμήρια νεοπλουτισμό και φτωχαντίγραφα των συμπεριφορών των πλουσίων, παραβλέποντας- γιατί αυτό δεν ταιριάζει στη θεωρία- ότι τα φαινόμενα αυτά αποτελούν σημείο χρεοκοπίας των μεταπολεμικών- μεταπολιτευτικών πολεοδομικών κέντρων που συγκροτήθηκαν μέσα από τον μονόδρομο της αστυφιλίας υπό την ευλογία ή την κοντόφθαλμη διαχείριση της νεότερης πολιτικής που αποδέχθηκε τον απορφανισμό της υπαίθρου προοδευτικό οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.

Σήμερα υμνούμε τα μοντέλα επιστροφής στον χωριό και νέο-αγροτισμού όχι σαν λύσεις που έπρεπε έγκαιρα να είχαν ενθαρρυνθεί και υποβοηθεί, αλλά σαν εξιδανίκευση του ματαιωμένου φολκλόρ με άγαρμπα δάνεια από τους ποιητές του φωτός, της πέτρας και του χώματος.

Με το καλό να τελειώνουμε με τους σνομπισμούς και να θυμηθούμε ότι το καθήκον της πολιτικής είναι να κάνει τη ζωή των Ελλήνων καλύτερη αλλά σε μια επικράτεια όπου κάθε πιθαμή της θα είναι βιώσιμη, αλλά και βάση στήριξης για το νέο υγιές ελληνικό παραγωγικό, οικονομικό, πολιτισμικό μοντέλο, όπου ναι μεν θα είναι θαυμάσιο να καλλιεργούμε σαλιγκάρια και μέλισσες στο χωριό αλλά δεν θα χρειάζεσαι πλοίο της γραμμής για να βρεις δευτεροβάθμια ιατρική και οδοντίατρο.