Σατανικοί στίχοι

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για τον πρώην Μητροπολίτη Αμβρόσιο και τους αφορισμούς του

Αφόρισε και τους Ηλία Μόσιαλο και Χρήστο Χωμενίδη ο Αμβρόσιος, τέως Μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων (ή Αμβρόσιος, Μητροπολίτης τέως Αιγιαλείας και Καλαβρύτων; Ή τέως Αμβρόσιος;- στα εκκλησιαστικά παραμένουμε σκράπες), ο οποίος αφορίζει αρκετό κόσμο από τον καιρό της πανδημίας και εντεύθεν. Παλιότερα περιοριζόταν σε πιο επιεικείς ποινές: Να σαπίσει το χέρι του Φίλη, κλπ. Αν συνεχίσει να αφορίζει με τέτοιους ρυθμούς, ίσως θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα αυτόματο  σύστημα. Ένα  αφοριστήρι, σα να λέμε. Αν του βάλεις και αλγόριθμο, θα βρίσκει τον αμαρτωλό μέσω της γκουγκλ. Ούτως ή άλλως, αυτό ήδη γίνεται, χωρίς να χρειάζονται τσιπάκια εμβολίων.

Αμφότεροι οι αφορεσμένοι εκτέθηκαν για βλάσφημη προσέγγιση επί του θαύματος της άμωμης σύλληψης του Ιησού.

Ο καθηγητής ανάρτησε με σατιρικές προθέσεις ένα σκίτσο,  στο οποίο η σύλληψη αυτή εμφανιζόταν ως ασύλληπτη, αν μας επιτρέπεται το οξύμωρο: Να κάνουμε κι εμείς ένα, όχι μόνο οι ψαλμωδοί του Βυζαντίου.

Ο συγγραφέας έγραψε ένα διήγημα με αφροδισιακές προδιαγραφές, σύμφωνα με το οποίο η Μαρία, ανεξαρτήτως τι διαμείφθηκε μεταξύ εκείνης και του Γαβριήλ, δεν ήταν παρθένος πριν μείνει έγκυος. Περισσότερα δεν λέμε, εν μέρει για να μη μας πάρουν τα σκάγια του αφορεσμού, εν μέρει για να μη σαν χαλάσουμε το ενδιαφέρον για το διήγημα.   Βέβαια, διαβάζοντάς το κανείς δεν μένει με την αίσθηση ότι ο Χωμενίδης επιχειρεί να αναθεωρήσει τα ευαγγέλια με ρυπαρή, σατανική προαίρεση, αλλά μιλά για την αγιότητα της ερωτικής φύσης του ανθρώπου. Μόνο που τυπικά  εξετάζοντας το θέμα, το στόρι του κλωτσάει το περίφημο θρησκευτικό συναίσθημα του καλόπιστου πιστού (υπάρχει και κακοπιστία στην πίστη, διότι η πίστη δεν είναι εξ ορισμού αγνή, ακόμα και αν είναι αγνές οι προθέσεις του πιστού: Η αγνότητα όχι απλά δεν μας προστατεύει απαραίτητα από την εμπάθεια, αλλά μπορεί να αποτελέσει και προσάναμμά της).

Καθένας μπορεί να αντιληφθεί πόση αξία και σοβαρότητα έχουν αυτοί οι αφορισμοί, αν και δεν είναι και ακίνδυνοι. Όχι πως κινδυνεύεις να μην αποσυντεθείς μετά θάνατον- αν και δεν βλέπουμε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό σε έναν πεθαμένο- αλλά υπάρχει κόσμος φανατικός που τα παίρνει τοις μετρητοίς αυτά και δεν αποκλείεται να το βρεις μπροστά σου εκεί που πας για έναν καφέ, για να μην αναλογιστούμε τον καψερό τον Ρουσντί που δεν τολμούσε να βγει από το σπίτι του.

Το ζήτημα μας απασχολεί περισσότερο από θεολογική άποψη. Καθένας δικαιούται να έχει ή να μην έχει θρησκευτική πίστη. Να δεχθούμε ότι, στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, καθένας δικαιούται ακόμα να τοποθετηθεί ανευλαβώς, ανατρεπτικά, επιθετικά κατά του θρησκεύματος του άλλου (όχι όμως εναντίον του άλλου, επειδή έχει το θρήσκευμα που έχει). Αλλά είναι δυνατόν εάν δεν συμμερίζεσαι  μια πίστη, να επιθυμείς να αποτελείς μέλος του κοινωνικού σώματος των φορέων της;

Σύμφωνοι, καθένας δικαιούται να πιστεύει όπως  με τα μενού των εστιατορίων: Διαλέγω τη Γέννηση, όχι τον Ευαγγελισμό, φέρτε μου Σταύρωση και Αποκαθήλωση, θα δοκιμάσω την Ανάσταση, αλλά η Ανάληψη μου φαίνεται βαριά. Θα προτιμήσω την Επιφοίτηση. Και μερικά θαύματα, έτσι, για την αρχή.  Αυτό τον Λάζαρο: Είναι πολύ καλό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία οφείλει να προσυπογράφει, να ευλογεί, να αποδέχεται μια τέτοια μορφή πίστης. Πλην όμως κάτι μας λέει ότι πολύ μεγάλο μέρος των πιστών Χριστιανών κατ’ αυτόν τον τρόπο πιστεύει, είναι δηλαδή μερικώς πιστοί, μερικώς δύσπιστοι και μερικώς άπιστοι και μερικώς ούτε ξέρουν τι είναι. Η Εκκλησία το γνωρίζει. Αλλά δεν μπορεί και να ανεχθεί μια δημόσια, ηχηρή επίδειξη.

Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι πιστεύουν με απόλυτη προσήλωση στο γράμμα του Ευαγγελίου. Και θα σκανδαλιστούν με κάθε απομυθοποίηση, επιφύλαξη, αναθεωρητική προσέγγιση, σάτιρα, χλεύη. Κάποιοι πιστεύουν στο Επέκεινα, αλλά θεωρούν ότι τα Ευαγγέλια και οι Γραφές είναι συμβολικά αφηγήματα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο, τον εαυτό μας, τον άλλον, τη ζωή, τον θάνατο, αυτοπροσδιοριζόμενοι και προσδιοριζόμενοι με όρους γαλήνης και ισορροπίας. Δεν είμαστε εμείς εκείνοι που θα αποφανθούν ποιοι έχουν το δίκιο. Αλλά μπορούμε να καταλάβουμε εκείνους που προσπαθούν να προστατεύσουν το δίκιο τους. Αρκεί να προσπαθούν με ορθόδοξο τρόπο, ως ορθόδοξοι και να μην γίνονται ανορθόδοξοι ορθόδοξοι. Φαίνεται ότι τελικά το οξύμωρο βρίσκεται είτε στη φύση των πραγμάτων, είτε στη φύση μας.