Σσστ. Αρχίζει.

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ακόμα θυμάσαι. Και ποιος ξεχνάει. Εισαγωγικές εξετάσεις για το λύκειο, πανελλήνιες εξετάσεις σε δύο καλοκαίρια, οι πρώτοι και οι τελευταίοι που το κάναμε, οι πρώτοι που δοκιμάσαμε το νέο σύστημα, χωρίς να έχουμε ιδέα τι θέματα να περιμένουμε, τι έπρεπε να διαβάσουμε (τα πάντα, τελικά, για να πέσουν εύκολα, τα οποία ευνοούσαν εκείνους που διαβάζουν τα πάντα και δεν εστιάζουν πουθενά, αλλά στα πάντα), και μετά σπουδές σε χαοτικές συνθήκες. Και λίγα χρόνια αργότερα, συντάκτης ανάμεσα σε μια παρέα συνομηλίκων συναδέλφων, με ένα τεράστιο μηχανογραφικό στα χέρια, να ψάχνουμε για τους εισακτέους των σχολείων της Αχαϊας, μεταξύ των εισακτέων της χώρας, και μετά να παραδίδουμε στο τυπογραφείο τα μη διαγραμμένα σημεία,να δακτυλογραφηθούν, να διορθωθούν όνομα- όνομα, με τους συντάκτες να συμβάλλουν και σ’ αυτό, και παράλληλα να μπαινοβγαίνουν νέοι εισαχθέντες, φωτεινοί, φρέσκοι, χαρούμενοι, ανάλαφροι, ανακουφισμένοι, περήφανοι, άλλοι για συνεντευξούλες του ποδαριού, άλλοι για να πάρουν τα υγρά δοκίμια με τις αγγελίες, τα οποία προσέφερε η εφημερίδα αχρεωστήτως, να μην περιμένουν τα παιδιά την επόμενη που θα τυπωνόταν το φύλλο, να πάνε αποβραδίς να διεκδικήσουν δυάρι και γκαρσονιέρα, με τους ιδιοκτήτες να εκπλήσσονται, πώς γίνεται να τηλεφωνούν ενδιαφερόμενοι πριν καν δημοσιευθεί η αγγελία.

Την επομένη κυκλοφορούσε το φύλλο με τους εισακτέους και γινόταν ανάρπαστο, το τιράζ διπλασιαζόταν, αγόραζαν εφημερίδα παππούδες, γιαγιάδες και θείοι και ακόμα τις έχουν φυλαγμένες, αλλά πού, σε κάποια μετακόμιση τα φύλλα πετάγονται χωρίς κανείς να θυμάται τι περιέχουν στη σελίδα 25.

Ακόμα θυμάσαι. Και ποιος ξεχνάει. Πέρασαν τα χρόνια, και σταδιακά τα πράγματα εξελίσσονταν, η τεχνολογία εκσυγχρονίζει τις διαδικασίες, μπαίνουν τα κινητά τηλέφωνα στη μάχη, τώρα οι νέοι εισαχθέντες βρίσκονται εύκολα και ας έχουν πάρει τα βουνά απ’ τη χαρά τους, η χαρά μένει ίδια με τα χρόνια, αυτό το φτου ξελεφτερία, πάει το σχολείο, τώρα θα ζω χωρίς δεσμεύσεις, έτσι νομίζεις, το πολυσέλιδο μηχανογραφικό αντικαθίσταται με ένα στικάκι, τώρα έρχονται τα ονόματα των αχαιών έτοιμα, το τυπογραφείο ονομάζεται ατελιέ και ανασαίνει γαλλιστί, και μετά φεύγει και το στικάκι από τη μέση και δεν έχεις παρά να πατήσεις το λινκ και τα στοιχεία δημοσίευσης φορτώνονται στο σέρβερ και το τυπογραφείο ανασαίνει αγγλοσαξονιστί, και τώρα βέβαια οι πάντες μπαίνουν στο σύστημα, αλλά πάντα υπάρχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες που θέλουν να δουν το όνομα τυπωμένο, Παπαδόπουλος Παναγιώτης του Νικολάου, και οι φωτογραφίες είναι ψηφιακές, τις τραβάμε με τα κινητά τηλέφωνα, αλλά η λάμψη των προσώπων είναι ίδια, απλά σου φαίνονται πολύ νεότεροι από όσο σου φαίνονταν τον πρώτο καιρό, ποιος ξέρει γιατί, ίσως είναι η διατροφή.

Ακόμα θυμάσαι, αλλά μαζεύονται πολλά που πρέπει να θυμάσαι. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμα απλούστερα, σχεδόν βιομηχανοποιημένα, τα παιδιά που ξεχωρίζουν δεν χρειάζονται το ψάξιμο του παλιού πρωτόγονου καιρού του τυφλού ρεπορτάζ, όλο και λιγότεροι εισακτέοι χρειάζεται να περνάνε το κατώφλι των εφημερίδων, αλλά οι φωτογραφίες είναι το ίδιο αστραφτερές, παρά την ατσαλοσύνη της εφηβείας, τους μικρομεγαλισμούς, την ακμή, τα ασύμμετρα κουρέματα, το βλέμμα γελάει και πετάει φωτιές, ή εκπέμπει την αγοραφοβία του νέου που και θέλει και δεν θέλει αλλά σίγουρα δεν θέλει να το δείχνει ή αποτυπώνει έναν πρώιμο επιστήμονα.

Λοιπόν, ξέρει κάτι; Ρε φίλε, είναι εντελώς μικροί. Η ζωή τους δεν έχει καν αρχίσει, αλλά πότε άραγε αρχίζει η ζωή μας; Δύσκολο να το πεις. Τώρα ξέρεις πότε τελειώνει. Γι’ αυτούς τώρα αρχίζει αυτό που «ακόμα θα θυμούνται» και θα νοσταλγούν συγκινημένοι για όσο νερό πέρασε από τα χέρια τους και δεν το ήπιαν.