Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος»

Ξανά στον αέρα. Μέσω του peloponnisos FM, στους 104,1 μαζί με όλο το επιτελείο της «Πελοποννήσου». Γινόταν και παλιά αυτό, υπό άλλες συνθήκες, και ακόμα πιο παλιά, σε αλλότριες ραδιοφωνικές επιχειρήσεις, μια διαδρομή που ξεκίνησε τον Μάιο του 1989, και διακόπηκε υπό το βάρος της κρίσης κάπου στο 2009, αν δεν μας απατάει η μνήμη μας. Η αιτία ήταν ότι τις μέρες εκείνες- και για πολύ καιρό- η περιφερειακή ραδιοφωνία, όπως και στο σύνολό τους τα ΜΜΕ, εκτέθηκε βάναυσα στην κάμψη της εμπορικότητας. Η ηλεκτρονική ενημέρωση δεν μπορεί να ζήσει χωρίς διαφημιστικά έσοδα. Η έντυπη παίρνει οξυγόνο από τον αναγνώστη που αρνείται- να τον έχει ο θεός καλά- να καταργήσει τη δαπάνη προς ενημέρωση. Άλλος λόγω συνήθειας, άλλος λόγω αξιοπρέπειας, άλλος και για
τα δύο.

Σε σχέση με τις άλλες εκδοχές της επαγγελματικής δημοσιογραφίας το ραδιόφωνο
υπερτερεί κατά τούτο: Στην αμεσότητα, στα περιθώρια για αυτοσχεδιασμό, στο ιδιαίτερο κέφι που σου προκαλεί η αδιαμεσολάβητη τριβή με την επικαιρότητα και η δυνατότητά σου να δημιουργείς επικαιρότητα ο ίδιος, στο παιγνιώδες που εμπεριέχει η εξωτερίκευση σε συνδυασμό με τις μουσικές υποκρούσεις. Συναφείς δυνατότητες σου δίνει και η τηλεόραση, όμως το μέσο αυτό εξουσιάζεται από τη δικτατορία της εικόνας. Μην κουνηθείς, μη σκύψεις, μη στρίψεις, πάρε το νερό από μπροστά σου, μην ξυστείς. Είναι σαν να φοράς ένα σακάκι με την κρεμάστρα μαζί. Δεν έχει τέτοια το ραδιόφωνο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει παγίδες: Κενά, χασμωδίες, σαρδάμ, νευρικότητα, αμηχανία στην έλλειψη έμπνευσης και «κλαδιών» για να πιαστείς όταν η επικαιρότητα και οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν σε τροφοδοτούν με πρώτη ύλη και δεν σε οξυγονώνουν, ενώ ελλοχεύει ο θανάσιμος κίνδυνος της αυτάρεσκης φλυαρίας και φυσικά η νάρκη που
πιθανότατα θα πατήσεις αν βγαίνεις στον αέρα απαράσκευος και επιπόλαιος.

Αλλά αν τα γλιτώσεις όλα αυτά, η ώρα σου περνάει πολύ πιο ευχάριστα από όσο σε
οποιαδήποτε άλλη δημοσιογραφική εργασία, εξαιρουμένης βέβαια της δημοσιογραφίας των ταξιδίων, αν και αυτή έχει ξηρασίες, υγρασίες, ψαξίματα, αγουροξυπνήματα και βδέλλες Αμαζονίου.

Το ραδιόφωνο, όπως ξέρουμε, κάλπασε τον καιρό της εφόδου της λεγόμενης Ελεύθερης Ραδιοφωνίας, δηλαδή της ραδιοφωνίας που δεν υπόκειτο στον κρατικό και κυβερνητικό έλεγχο, ο οποίος δεν την λογόκρινε μόνο, αλλά τη στένευε αφόρητα μέσα σε συντηρητικά πλαίσια αισθητικής, έκφρασης και δημιουργικότητας. Αλλά και η ιδιωτική ραδιοφωνία εκτέθηκε σε ασθένειες παιδικές και μολυσματικές, όπως συμβαίνει και σήμερα με την επαγγελματική ενημέρωση και ψυχαγωγία. Ο λόγος είναι απλός: Η ανάγκη για επιβίωση σε υποχρεώνει να κυνηγήσεις τη μέγιστη δυνατή μάζα κοινού, και η μέγιστη δυνατή μάζα προσελκύεται ή και υπνωτίζεται από τα πλέον αναγνωρίσιμα πράγματα ή από ερεθίσματα που μπορούν να ξυπνήσουν τις κυρίαρχες γονιδιακές- πολιτισμικές μνήμες. Παράδειγμα: Αν ανακοινώσεις στο κοινό ότι ένας συγγραφέας καινούργιος, που τον λένε Μπέκετ, έγραψε ένα έργο που σε μερικά χρόνια θα γίνει θρυλικό χάρη σε έναν ήρωα που δεν θα εμφανιστεί ποτέ, τον Γκοντό, θα δώσει πολύ λιγότερη σημασία από την πληροφορία ότι φύσηξε αέρας στα θάλασσα και φάνηκε ο πισινός της βασιλίσσης. Μην τα βάζουμε με τον κόσμο όμως: Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου.

Το ραδιόφωνο ηττήθηκε και ως συσκευή. Όταν ξεκίνησε η ραδιοφωνία, δεν υπήρχαν πρωινάδικα στην τηλεόραση. Όταν βγήκαν τα πρωινάδικα, το ραδιόφωνο έγινε κυρίως παρέα του αυτοκινήτου. Στον εργασιακό χώρο, πόση προσοχή μπορείς να δώσεις σε μια εκπομπή λόγου και για πόση ώρα; Όμως δεν παύει να σαγηνεύει η ερωτική φύση του μέσου, αυτή η ενεργοποίηση της φαντασίας που προκαλεί η έλλειψη οπτικής επαφής. Οσο λιγότερο χρησιμοποιείς κάποιες αισθήσεις, τόσο περισσότερο ο εγκέφαλος φτιάχνει κήπους μόνος του.

Το ραδιόφωνο θα ζει για πάντα. Ευτυχώς, κι εμείς το ίδιο, για να λέμε και τα ευχάριστα. Από το 1989 μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, αυτό ίσχυσε. Συνεπώς, εξ ίσου καλά μπορεί να
ισχύσει για τη συνέχεια.