Δεύτερη μέρα συζήτησης χθες στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής του νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ.
Ανοίγοντας τον φάκελο «Νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, η επόμενη μέρα», δίνουμε βήμα και λόγο σε 5 πρώην πρυτάνεις του Πανεπιστημίου Πατρών, οι οποίοι καταθέτουν τις απόψεις τους, αναλυτικά για τα 3 πιο επίμαχα σημεία του νομοσχεδίου.
Α). Καθιέρωση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστημιακά τμήματα, όχι με απόλυτο αριθμό (π.χ. 10), αλλά ορισμένη από το κάθε Τμήμα. Η βάση εισαγωγής για κάθε τμήμα θα προκύπτει από ένα ποσοστό (80%-120%) του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων των υποψηφίων κάθε επιστημονικού πεδίου στα μαθήματα που εξετάστηκαν και θα διαμορφώνεται από την κάθε σχολή και Τμήμα σε σχέση με τα ακαδημαϊκά του κριτήρια.
Β). Χρονικό όριο φοίτησης. Για τα 4ετή προγράμματα σπουδών, το όριο θα είναι ν+2. Για τα προγράμματα σπουδών διάρκειας μεγαλύτερης των 4 ετών, θα είναι ν+3.
Γ) Αστυνόμευση: Συστήνονται Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος (ΟΠΠΙ), οι οποίες θα στελεχώνονται από κατώτερους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας και ειδικούς φρουρούς, με ειδική εκπαίδευση για την αποστολή τους στον χώρο των ΑΕΙ.
Μετά τον Νικόλαο Ζούμπο και τη Βενετσάνα Κυριαζοπούλου, τη σκυτάλη παίρνει σήμερα ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών Σταύρος Κουμπιάς, που διετέλεσε πρύτανης του Πανεπιστημίου από το 2006 έως το 2010.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΜΠΙΑΣ: Ενας χώρος διαχρονικά «ανοχύρωτος» και ευάλωτος
Η Πολιτεία διαχρονικά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αγνοούσε τις τεκμηριωμένες προτάσεις των πανεπιστημίων (επιδιώκοντας τον ασφυκτικό τους έλεγχο) για τη βελτίωση του βαθμού της αυτονομίας (autonomy) τους σε σοβαρά ακαδημαϊκά θέματα.
A. Με την πρόταση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής δίνεται στα Ιδρύματα η δυνατότητα να συν-διαμορφώνουν (έστω και μερικώς) τις βάσεις εισαγωγής των υποψηφίων φοιτητών τους, κάτι που πράγματι ενισχύει την ακαδημαϊκή αυτονομία τους και επομένως κρίνεται θετικό. Η ρύθμιση αυτή πιθανότατα θα οδηγήσει και στη μείωση του αριθμού των εισαγομένων φοιτητών, κάτι αντιδημοφιλές, αλλ’ απαραίτητο σήμερα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις Τμημάτων όπου, λόγω του ειδικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης που παρέχουν (π.χ. ισχυρή εργαστηριακή εκπαίδευση), οι μεγάλοι αριθμοί φοιτητών επηρεάζουν επί το αρνητικότερο την ποιότητα της εκπαίδευσης και το κύρος των σπουδών. Είναι, πάντως, αξιοσημείωτη η ευρεία κοινωνική αποδοχή αυτής της ρύθμισης, όπως καταγράφεται δημοσκοπικά.
B. Η θέσπιση χρονικού ορίου φοίτησης επιδιώκει να αντιμετωπίσει, με έναν σχετικά ήπιο τρόπο (λαμβάνοντας υπόψη και ιδιαίτερες περιπτώσεις φοιτητών), ένα σημαντικό πρόβλημα εύρυθμης λειτουργίας των Πανεπιστημίων, του οποίου αιτίες είναι πολλαπλές, όπως π.χ. οι τεράστιοι αριθμοί εισακτέων, το μεγάλο εύρος επιλογών από τους υποψήφιους φοιτητές, η χαλαρότητα σε κανονισμούς σπουδών, η εκτός των γενικά αποδεκτών ακαδημαϊκών ορίων αυστηρότητα ορισμένων διδασκόντων, η έλλειψη ενδιαφέροντος διδασκομένων για τις σπουδές τους, η βλαπτική επιβολή επιλογών κατεύθυνσης σπουδών από γονείς στα παιδιά τους με βάση δικές τους βιωματικές προτιμήσεις. Είναι δεδομένο ότι και αυτό το πρόβλημα των «λιμναζόντων» (προτιμότερο από το «αιωνίων») φοιτητών, η λύση του οποίου απασχολούσε διαχρονικά τα Πανεπιστήμια, επηρεάζει επί το δυσμενέστερο τις διεθνείς αξιολογήσεις και κατατάξεις των ακαδημαϊκών μονάδων, μειώνοντας το κύρος των τίτλων σπουδών, επομένως η σχετική πρόταση κρίνεται θετική. Είναι, δε, ενδεικτικό ότι και για την ρύθμιση αυτή καταγράφεται ευρεία κοινωνική αποδοχή.
Γ. Η τρίτη και σοβαρότερη πρόταση αφορά στη σύσταση των ΟΠΠΙ, ως αποτέλεσμα των πρόσφατων πρωτοφανών και αποκρουστικών επιθέσεων σε πρυτάνεις (ΟΠΑ, ΕΜΠ), οι οποίες «ξεχείλισαν το ποτήρι» και διαμόρφωσαν το κλίμα για την άμεση και ριζική αντιμετώπιση του σοβαρότατου προβλήματος της παραβατικότητας σε πανεπιστημιακούς χώρους, κυρίως ορισμένων κεντρικών Πανεπιστημίων. Σημειώνεται ότι το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε με τον νέο νόμο περί ασύλου, παρότι εκεί προβλέπεται ότι «εντός των χώρων των ΑΕΙ οι δημόσιες αρχές ασκούν όλες τις κατά νόμο αρμοδιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της επέμβασης λόγω τέλεσης αξιόποινων πράξεων». Ενδεικτική, πάντως, είναι η αξιοσημείωτη ευρύτερη κοινωνική αποδοχή της ανάγκης ριζικής αντιμετώπισης του προβλήματος, το οποίο δυσφημεί βάναυσα το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρότι αυτό έχει να επιδείξει σημαντικότατα επιτεύγματα.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε εκ του αποτελέσματος, ότι το Ελληνικό Πανεπιστήμιο δυστυχώς δεν μπόρεσε τελικά να αντιμετωπίσει αποδοτικά με ίδιες δυνάμεις τα φαινόμενα παραβατικότητας (όπως ήθελαν να πιστεύουν καλοπροαίρετα ορισμένοι), τα οποία οφείλονται τόσο σε εξωγενείς, όσο και εσωγενείς παράγοντες. Λόγω τούτου, δέχεται συχνά σκληρότατη κριτική, κάποιες φορές δικαιολογημένη, άλλες όμως άδικη, δεδομένου ότι ο πανεπιστημιακός χώρος ήταν διαχρονικά «ανοχύρωτος» από την Πολιτεία, χωρίς θεσμοθετημένα μέσα και τρόπους αντιμετώπισης και επομένως ευάλωτος στις σκληρές κοινωνικές και κομματικές συγκρούσεις.
Ιδιαίτερο προβληματισμό και έντονο διάλογο προκαλεί η αναγκαιότητα ίδρυσης των ΟΠΠΙ, υπό τη δικαιοδοσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και με συνεχή παρουσία στους πανεπιστημιακούς χώρους, αντί της δραστικής ενίσχυσης των Υπηρεσιών Φύλαξης που υπάρχουν σήμερα στα Πανεπιστήμια και λειτουργούν (σε περιπτώσεις όπως του Πανεπιστημίου Πατρών, εξαιρετικά αποδοτικά) υπό τον έλεγχο των πανεπιστημιακών θεσμικών οργάνων. Κάποιοι έχουν πειστεί με την ορθότητα των προτεινομένων διατάξεων, ενώ άλλοι εκφράζουν καλοπροαίρετα φόβους για πιθανές ανεπιθύμητες ή/και επικίνδυνες παρενέργειες, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, προτείνοντας εναλλακτικές προσεγγίσεις, όπως π.χ. τον έλεγχο ενός τέτοιου σώματος από πανεπιστημιακά θεσμικά όργανα, όπως και την αυστηρή τήρηση των προβλεπόμενων πειθαρχικών διατάξεων. Συμπληρωματικά και όλως εξαιρετικά, φαινόμενα βίαιης διακοπής της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν (με αποφάσεις των ακαδημαϊκών μονάδων) με τα εργαλεία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, η πολύτιμη εμπειρία της οποίας αποκτήθηκε μέσα στην πανδημία. Είναι αυτονόητο ότι σε κάθε περίπτωση απαιτείται η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος.
Ο διάλογος επ’ αυτών μπορεί να αποδώσει μόνο όταν η παράθεση ρεαλιστικών επιχειρημάτων γίνεται χωρίς φανατισμό, ακρότητες, σκοπιμότητες και παραληρηματικό τρόπο, αλλά νηφάλια, καλοπροαίρετα και τεκμηριωμένα, με τελικό στόχο την εξασφάλιση ευρείας, κατά το δυνατόν, συναίνεσης και εμπιστοσύνης. Μόνον έτσι θα δοθεί βιώσιμη λύση στο εν λόγω σοβαρότατο πρόβλημα, η οποία δεν θα υπονομευτεί στη συνέχεια, όπως έγινε σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις (πχ. Νόμος 4009/2011). Στο πλαίσιο αυτό, έστω και τώρα στη σχετική συζήτηση στη Βουλή, πρέπει να εκτιμηθούν «χωρίς φόβο και πάθος» όλες οι καλοπροαίρετες προτάσεις που έχουν κατατεθεί στο δημόσιο διάλογο και βεβαίως των Συγκλήτων των Πανεπιστημίων. Οπωσδήποτε, δε, πρέπει να ληφθεί υπόψη η εμπειρία σχετικών καλών πρακτικών που εφαρμόζονται σε ξένα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα κύρους.
* Ο Σταύρος Α. Κουμπιάς είναι πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΕΡΓΑΝΕΛΑΚΗ
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News