Συμφωνίες και παραφωνίες

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ποιος σοφός είπε ότι τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα; Η φράση ενσωματώθηκε στα καθιερωμένα αποφθέγματα ως μαύρο χιούμορ, αλλά σε ζητήματα μακροπρόθεσμης εμβέλειας ταιριάζει γάντι. Πάρτε για παράδειγμα το Σκοπιανό. Αν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναιρεθεί από τους χειρισμούς της νέας ηγεσίας της χώρας, σε έναν αιώνα από σήμερα θα έχει ξημερωθεί μια νέα γενιά που θα ξεπατικώσει την ονομασία Νέα Μακεδονία- όπως θα της τη μαθαίνουν στο σχολείο- χωρίς να πάσχουν από την ιδέα ότι μια φορά κι έναν καιρό λεγόμαστε Μακεδόνες, αλλά μπλα, μπλα, μπλα, οι Ελληνες και μπλα, μπλα, μπλα οι Πρέσπες.

Αλλωστε σε έναν αιώνα από σήμερα, οι κοινωνίες θα είναι περιπεπλεγμένες εθνικά. Παρατηρείται βέβαια μια αντίφαση να φουντώνουν τα εθνικά ταυτοτικά ζητήματα ακριβώς σε μια εποχή όπου ένας Ελληνας, εγκατεστημένος στη Γαλλία, παντρεύεται μια Ελβετίδα, με γονείς Αφρικανούς, και εργάζονται μέσω υπολογιστή σε εταιρίες που έχουν έδρα την Ινδία. Ισως γι’ αυτό φουντώνουν τα ταυτοτικά ζητήματα. Αλλά θα τους περάσει.

Και καλά λοιπόν σε εκατό χρόνια. Το θέμα είναι τώρα τι γίνεται. Η συζήτηση γίνεται σε προσχηματική βάση. Το ερώτημα δεν είναι εάν η Συμφωνία των Πρεσπών είναι καλή ή κακή. Προφανώς και θα ήταν κακή, και για τις δύο χώρες. Οι μεν θα πρέπει να αποκαλούνται με ονομασία διαφορετική από αυτή που τους εκφράζει βιωματικά και ψευδο-ιστορικά, οι δε θα πρέπει να αποδεχθούν μια ονομασία που περιέχει έναν όρο που θεωρούν ότι τους ανήκει αποκλειστικά, η δε χρήση του υποδηλώνει σαφή αμφισβήτηση επικράτειας και αποκλειστικής πολιτισμικής αντιπροσωπείας, αλλά και ξύνει ευαίσθητες εθνικές μνήμες. Με δεδομένο ότι καμία πλευρά δεν θα θεωρούσε καλή μια λύση που δεν θα ικανοποιούσε το θεμελιώδες ζητούμενό της, καμία συμφωνία δεν θα μπορούσε να είναι καλή.

Το ερώτημα συνεπώς είναι άλλο: Αν αποδεχόμαστε ότι έπρεπε να τελειώνουμε με αυτή την εκκρεμότητα για λόγους διασφάλισης μιας καλής και παραγωγικής γειτονίας, και εξυπηρέτησης του επιμέρους εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος. Ο ορθολογισμός επιβάλλει μια καταφατική απάντηση, έστω και αν ο ορθολογισμός δεν κερδίζει πάντα τις μάχες αυτές, όπως έχουν διδάξει δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και κάποιοι εμφύλιοι. Ο ορθολογισμός, επίσης, επιβάλλει ως αυτονόητη την παράλληλη διασφάλιση στοιχειωδών όρων, ως  βιώσιμο έδαφος για το περπάτημα της Συμφωνίας. Ενας από αυτούς, ο πρωταρχικός, είναι να μην κοροϊδευόμαστε.

Η νέα ηγεσία των Σκοπίων προβαίνει σε μια καταπληκτική παράτα πεποίθησης ότι μπορεί να ζητάς από τους άλλους να πιάνονται κώτσοι και να το αποδέχονται. Και καλά να είσαι μεγαθήριο και να το απαιτείς, όπως ο Μουσολίνι που ανατίναζε τη φρεγάτα Ελλη και εμείς το κάναμε γαργάρα όσο παραπάνω καιρό μπορούσαμε. Αμ να το απαιτεί και ο γεωπολιτικός πόντικας;  Ουσιαστικά οι Σκοπιανοί μας λένε ότι η Συμφωνία έγινε για να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να παραχωρήσουν απολύτως τίποτα πέρα από μια τυπική καταχώρηση φίρμας. Και μετά θα αποκαλούνται όπως θέλουν. Αυτό που μας λέει και το Νέμο της Γιουροβίζιον. Η διαφορά είναι ότι το Νέμο είτε το πεις ο, είτε η, είτε το, είτε οι, είτε τα- τα- τα, δεν αλλάζει κάτι.

Αλλάζει στην περίπτωση των κρατών; Αποδεικνύεται ότι κανείς δεν πρέπει να αναμετράται απερίσκεπτα με την εθνική μνήμη, αν θέλει να πετύχει αποτέλεσμα μακράς διαρκείας με όρους ειρήνης και κοινωνικής αποδοχής. Το βασικότερο σφάλμα των Σκοπιανών δεν είναι τόσο οι προπετείς, στρεψόδικοι και κλεφτοπορτοφολάδικοι χειρισμοί, όσο ότι υπονομεύουν τον ορθολογισμό και τους ηρωικούς φορείς του. Το αποτέλεσμα ήταν να Βελοπουλοποιηθεί και ο Μητσοτάκης. Σε εκατό χρόνια, βέβαια, αυτά θα τα έχουμε ξεχάσει. Αν και ακόμα διαβάζουμε για το 1922 και ριγούμε. Θα πεις, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο. Μα, αν δεν υπήρχε το ένα, δεν θα υπήρχε το άλλο. Για όλα φταίει ο Βενιζέλος, λέει ο ένας. Όχι, ο Γούναρης, λέει ο άλλος. Και αρπαχτήκαμε, κύριε πρόεδρε.