Τα φουντώματα του Μπισμπίκη

Τις μέρες που πέρασαν, και σχεδόν όλες τις προηγούμενες από την εποχή που η πανδημία στρίμωξε την εστίαση, το κάπνισμα στους κλειστούς χώρους των συναθροίσεων του ποτού όχι απλώς επιτράπηκε άτυπα, αλλά έγινε σχεδόν υποχρεωτικό. Η διαδικασία είναι απλή: Δεν έχεις παρά να ρωτήσεις το προσωπικό του καταστήματος εάν σε αφήνουν να καπνίσεις, και τότε θα έρθει στη μεριά σου ένα τασάκι ή κάτι σαν τασάκι. Εάν η επιχείρηση κρατάει πισινή, θα σου ζητήσει να καπνίσεις πετώντας στάχτες και γόπες στο δάπεδο, έτσι που να έχεις την ευθύνη πάνω σου: τι μπορεί να φταίει η επιχείρηση εάν 200 θαμώνες της, βλέποντας ο ένας ότι καπνίζει ο ένας, και ελπίζοντας καθένας ότι κάποιος θα το φουντώσει
κάποια στιγμή- φουμέρνουν όλοι μαζί και ανεξαιρέτως. Εφόσον εγκριθεί το διάβημά σου, ο δρόμος είναι ανοιχτός και δεν απαιτείται να ρωτήσεις κανέναν άλλον. Δεν χρειάζεται- κατέστη αδιανόητο μάλιστα- να πάρεις τη συγκατάθεση των άλλων θαμώνων που ενδεχομένως δεν καπνίζουν, πολλώ δε μάλλον τους φίλους σου, που είναι αυτονόητο ότι θα ανεχθούν τον καπνό σου, αφού σε αγαπούν και θέλουν την παρέα σου κι ας είσαι καπνιστής. Ετσι, ο μη καπνιστής, τυλιγμένους στους καπνούς όπως οι πολιορκημένοι επαναστάτες στο Κούγκι, φτάνει στο σημείο να σκέφτεται να ανάψει κ ι εκείνος ένα τσιγάρο ή ένα πούρο στιβαρό και ατελείωτο, αφού δεν έχει νόημα να απέχει: Καπνίζει τον καπνό των υπολοίπων έτσι και αλλιώς.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ευχόμαστε ο ένας στον άλλον προπάντων υγεία, διότι είναι το ανώτερο αγαθό, και άνευ ταύτης ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων. Ουπς, για τα λεφτά το είχε γράψει αυτό ο Δημοσθένης και όχι για την υγεία. Πράγματι, τα λεφτά έρχονται στην πρώτη γραμμή των ατομικών και εθνικών προτεραιοτήτων: το κράτος δεν πρόκειται ποτέ να απαλλάξει κανέναν από τα τέλη κυκλοφορίας, ας πούμε, ή από την υποχρέωση των διοδίων και του ΕΝΦΙΑ, αλλά αν πρόκειται για το τσιγάρο, η στάση του είναι «εντάξει, κάπνισε αλλά μην το αναρτάς και στο φέισμπουκ, φιλώντας την τραγουδίστρια του καταστήματος»: Εκεί το πράγμα πάει αλλού. Επειδή κανείς μας δεν μπορεί να φιλήσει την τραγουδίστρια του καταστήματος πλην του διάσημου και ανδροπρεπέστατου συντρόφου της, τότε εξεγειρόμαστε: Καλά που φιλάς τη γκόμενα, καπνίζεις κι όλας σε κλειστό χώρο;
Και τότε ξεσπάει η αντίδραση, γιατί το επικοινωνιακό παιχνίδι της τραμπάλας έχει γυρίσει προς την άλλη πλευρά της παλάντζας. Αρχικά, η εθνική μας στάση ήταν «αφήστε τα μαγαζιά να δουλέψουν». Τώρα, η στάση μεταβλήθηκε: «Επιτέλους, αυτοί οι επιφανείς θα ανεβούν και στο κρεβάτι μας;». Το σύμπλεγμα και η μειονεξία μπορούν έως και επαναστάσεις να προκαλέσουν.

Ο αντικαπνιστικός νόμος απέτυχε εκεί που πήγαινε να πετύχει, επειδή η πανδημία
απελευθέρωσε τα αναρχικά στοιχεία της εθνικής μας κουλτούρας, η οποία έχει μετατρέψει την απείθεια σε ιδεολογία, ενώ στην ουσία δεν πρόκειται παρά για την εθνική μας ροπή στο ατομικό και συλλογικό χάιδεμα. Είμαστε ένας λαός που δεν θέλουμε να μας στενοχωρεί κανείς, ούτε βέβαια ο εαυτός μας. Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στους περίφημους τοίχους των ευφυολογημάτων στο διαδίκτυο, όπου η κεντρική ιδέα συνήθως είναι ότι μας αρέσουν οι πίτσες, σιχαινόμαστε τις Δευτέρες, βαριόμαστε τη δουλειά μας και είμαστε πολύ ενοχλημένοι που πρέπει αυτό μας το χάρισμα οι κυρίαρχες ελίτ της αριστείας και της προσπάθειας το εμφανίζουν σαν μειονέκτημα.

Ο αντικαπνιστικός είχε σπείρει τη ρίζα της αποτυχίας του, πάντως, στην αδυναμία των κυβερνήσεων να εξηγήσουν τους λόγους που επιβλήθηκε. Που ήταν, πρώτον, να στριμωχθεί ο καπνιστής, να νιώσει κωμικός και αδύναμος, να μπει σοβαρά στη βάσανο της διακοπής του καπνίσματος, συνειδητοποιώντας ότι δεν πάσχεις και τόσο αν μείνεις δυο ώρες άκαπνος. Δεύτερον, να μειωθεί η έκθεση του πληθυσμού στον καπνό, συνεπώς να καμφθεί ο δείκτης νοσημάτων που προκαλεί το κάπνισμα. Δυστυχώς η μάζα των πολιτών ηττάται στις μάχες με το στοιχειώδες, την αποδοχή των κανόνων τύπου «ένα κι ένα, ίσον δύο». Δεν μπαίνει στη συνείδησή μας η γνώση ότι το παθητικό κάπνισμα είναι πολύ βλαπτικό, και ότι οι κακές επιλογές και έξεις προκαλούν βαθμιαία φθορά στον οργανισμό μας, προκαλώντας νοσήματα που θα μπορούσαμε να αποφύγουμε ή και τον ίδιο μας τον θάνατο, πρώιμα: Θεωρούμε τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις «γραφτό» του καθενός και τις αποσυνδέουμε από τον τρόπο της διαβίωσης. Ο οποίος, ενίοτε, όσο τσιμπημένος από πάθη
και καταχρήσεις είναι, τόσο πιο απολαυστικός εισπράττεται. Μέσα στις γιορτές,
αξιολάτρευτος θεωρείται ο συγγενής που τρώει τέσσερα κομμάτια γλυκό, ενώ ο εγκρατής θεωρείται άχαρος και εκνευριστικός, αφού το να ξυπνάς το πρωί ελαφρύς, κινητικός, παραγωγικός, δεν είναι εγγεγραμμένο στον εθνικό κώδικα απολαύσεων. Μάλλον θεωρείται παραξενιά και κόλλημα.

Ο αντικαπνιστικός, ωστόσο, αποτυγχάνει εξαιτίας του κράτους και όχι του καπνιστή. Μέσα σε συνθήκη ευφορίας και χαλάρωσης, αν πεις να τηρήσεις σαν θεριακλής πολίτης τον νόμο, νιώθεις αφελής και γραφικός, όταν βλέπεις ότι δεν έχει κάποιο νόημα σε έναν γενικό χαμό και μια πλήρη κατάλυση των κανόνων. Το κράτος απουσιάζει και η απουσία του υποχρεώνει και τον νομιμόφρονα επιχειρηματία να ενδώσει, στο πλαίσιο μιας ανισότητας που έχει κρατική σφραγίδα. Ξέρουμε παρέες που προτιμούν μαγαζιά που σε αφήνουν να καπνίσεις, υπό την εκβιαστική πίεση του καπνιστή φίλου, που αν πρόκειται να μην καπνίσει, δεν θα βγει. Πώς ονομάζεται ένα κράτος που επιτρέπει αυτή την κατάσταση;
Ακριβώς, το βρήκατε.

Τι πρέπει να γίνει τώρα; Το προφανές, έστω και αν στη χώρα μας αυτό υποφέρει. Σίγουρα πάντως πρέπει να σταματήσει η από καθέδρας ενοχοποίηση του καπνιστή. Το κάπνισμα είναι μια ασθένεια και δεν θεραπεύεται με εξυπνάδες. Κανένας γιατρός δεν βοηθάει τον ασθενή με ειρωνείες. Αλλά και κανένας δεν τον βοηθάει με καλοπιάσματα και μασαζάκια. Σκεφτείτε τον νόμο που λέει πως καθένας δικαιούται να φύγει από ένα κατάστημα χωρίς να πληρώσει, αν δεν κοπεί απόδειξη. Πόσο αποτελεσματικό θα ήταν εάν ίσχυε το ίδιο σεπερίπτωση που έκανε το μαγαζί τα στραβά μάτια στο τσιγάρο.