Τα μικρά ονόματα

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Μια φορά κι έναν καιρό, οι πατρινοί έτρωγαν σε ταβερνεία που ήταν γνωστά με το μικρό όνομα του ιδιοκτήτη ή του μάγειρα. Ηταν η ταβέρνα του Αλέξη, στο Βλατερό, του Νικολάρα στην Αγίου Νικολάου, του Αποστόλη στη διασταύρωση Λόντου και Ρούφου. Αποστόλης, κατά κόσμον Βερβίτας.

Όταν ο Αποστόλης εξέλιπε, το ταβερνείο έγινε συνώνυμο της Σπυριδούλας, που υποδεχόταν τον κόσμο, με σπινθήρα στα μάτια. Χαιρόταν να βλέπει γνωστούς, και να τους ονοματίζει, πολύ συχνά με τα επώνυμά τους και σε δεύτερο ενικό. Χαιρόταν ακόμα περισσότερο όταν έβλεπε τους γιους παλιών της πελατών, και πολύ περισσότερο όταν έβλεπε τα εγγόνια τους.

Η πρώτη μας επαφή, γύρω στο ’70. Ένα δέντρο, μια αυλή, κόσμος να τρώει ήσυχα κάτω από έναν φιλικό φωτισμό, κοτόπουλο λεμονάτο ή μπιφτέκι ή γεμιστά, και να ένας ηλικιωμένος κύριος με τη συμβία του, που θα μας συστήσουν οι δικοί μας. Είναι ο Κύριος Δογάνης. Ο άνθρωπος που τον είχαμε μάθει ως θρύλο πρωταγωνιστή ανεκδότων, είτε υποστατών είτε επινοημένων από τους φέικ νιους μέικερς της εποχής, ήταν υποστατός ο ίδιος. Ευγενής, αλλά και εκδηλωτικός, όπως περίπου τον μαθαίναμε από τα ανέκδοτα.

Είδαμε τη φωτογραφία της Σπυριδούλας στην εφημερίδα, την Κυριακή. Δεν θυμόμαστε να είχε φωτογραφηθεί ξανά στο παρελθόν για δημόσια χρήση. Βλέπεις, τα ταβερνεία εκείνης της εποχής, ενώ θα έμεναν στην ιστορία, δεν είχαν κάτι το ιστορικό να γίνεται, δεν πέρασε από εκεί ο Κολοκοτρώνης με το άλογό του ούτε έφαγε ποτέ ο Ωνάσης με μια από τις γυναίκες του, η ιστορία απλά μαγειρευόταν στην κουζίνα, μακριά από τα βλέμματα, και σερβιριζόταν στο άψε σβήσε. Στα παλιά μαγέρικα το φαϊ ήταν έτοιμο, ήταν πρόδρομα του φαστ φουντ, κάτι πολύ βολικό αν βιαζόταν κανείς. Αν και κανείς δεν βιαζόταν.

Ετσι που λες, με την ιστορία. Ιστορία δεν είναι μόνο οι πόλεμοι και οι εφευρέσεις, οι εκλογικοί θρίαμβοι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, η πτώση αστεροειδών, οι πανδημίες, οι γροθιές ηθοποιών σε ώρα βράβευσης ή η κατάκτηση τροπαίων στα γήπεδα. Ιστορία γράφει και το κοτόπουλο το λεμονάτο, οι καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων, η δημογραφική εξέλιξη- γεννήσεις, γάμοι- θάνατοι-, η προοδευτική μεταβολή των τάσεων. Ιστορία γράφει και το δέντρο της αυλής που παραμένει ακίνητο και ανίκητο ενώ γύρω γύρω ηττώνται και παρέρχονται τα πάντα. Η αντοχή του δέντρου έγινε σύμβολο, ωστόσο, της αντοχής της κοινωνικής αναφοράς στην ταβέρνα του Βερβίτα. Μπορεί να άρχισαν να ανθούν οι πιτσαρίες και οι ψησταριές, τα μπιστρό και τα ταχυφαγεία, αλλά για δεκαετίες η αυλή μάζευε κόσμο και κόσμο, από τους παππούδες στους γιους, από τους γιους στα εγγόνια, και δώστου τσικνοπέμπτες, και συνεστιάσεις, και κογκλάβια παρεών, και καρναβαλικές βραδιές με αυτοσχέδιο σοκολατοπόλεμο και τραγουδιστικό.

Είδαμε για πρώτη και τελευταία φορά τη φωτογραφία της Σπυριδούλας στην εφημερίδα, διαβάσαμε μια τρυφερή νεκρολογία στο διαδίκτυο. Θα απαρνηθούμε τον πειρασμό να γράψουμε για «μια άλλη Πάτρα» που «έφυγε», γιατί όλα φεύγουν και όλα είναι εδώ, όπως είναι εδώ και ο Κύριος Δογάνης ή οι παππούδες, τα φιλαράκια του, όπως είμαστε και εμείς τώρα εδώ, όπως είναι εδώ και οι νεότεροι άνθρωποι. Γυρίσαμε τα ρολόγια μας μια ώρα μπροστά, έχει περισσότερο σκοτάδι το πρωί, αλλά περισσότερο φως το βράδυ. Ο,τι και να πουν τα ρολόγια, ό,τι και να πουν τα ημερολόγια, η ζωή θα εκτείνεται ανάμεσα στο περισσότερο και στο λιγότερο φως, και το δέντρο θα μένει στη θέση του, με τις ρίζες του να φτάνουν μέχρι τα πατήματα του Ρούφου και του Λόντου. Όχι, εκείνοι δεν πρόλαβαν τον Αποστόλη, αλλά είμαστε μια παρέα, αν το σκεφτείς, όλοι μαζί, από την Τουρκοκρατία και μετά.

Μια φορά κι έναν καιρό, παιζόταν το έργο στο Αστυ και διακόπτει την προβολή ο Δογάνης και λέει, έχασα την ομπρέλα μου,και μετά ξαναδιακόπτει και λέει, μην ψάχνετε, τη βρήκα. Πότε δεν μάθαμε αν ήταν αλήθεια, αλλά ξέρουμε ποιο έργο ήταν. Παίζουμε κι εμείς σ’ αυτό, βλέπεις. Σσσστ. Συνεχίζουμε. Χαμηλώστε οι ψηλοί, να βλέπουν οι πίσω.