Τα πρόσωπα του δράματος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορες σημασίες. Της μεγαλοπρεπείας, ας πούμε, όπου μιλάμε για πολλούς, αλλά εννοούμε τον εαυτό μας. Της ταπεινότητας, επίσης-ειλικρινούς ή όχι- όπου δηλώνουμε πως «εμείς οι Ελληνες είμαστε κουτοπόνηροι», όπου δεν θέλουμε να αυτοεξαιρεθούμε, αλλά ελπίζουμε πως οι άλλοι εξαιρούν εμάς.

Υπάρχει και το πρώτο πληθυντικό της αναγνώρισης ευθύνης: Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε ότι πρέπει να δράσουμε τώρα αμέσως για να αποφύγουμε άλλες δολοφονίες από διεστραμμένους οπαδούς αθλητικών συγκροτημάτων, αλλά δεν είναι και πολύ σίγουρο πως η ίδια πρόκειται να δράσει, και ούτε περιμένει κανείς τη θεραπεία του προβλήματος από πρόσωπα που ζουν σε ένα μέγαρο και που όταν κυκλοφορούν, είναι σαν να έχουν το μέγαρο γύρω τους. Αυτό απαιτούν οι θεσμοί: Πρωτίστως να προστατεύεις το κύρος τους.

Αν η Πρόεδρος, που οφείλει να υπερασπίζεται το κεφαλαίο Π της ιδιότητάς της, όπως ο πρόκατοχός της, που επέβαλε να αναφέρεται ως Προκόπιος (όχι ο ιστορικός, βέβαια), εμφανιζόταν σε μια κερκίδα με ένα σημαιάκι για να προπαγανδίσει υπέρ της υγιούς συμπεριφοράς στο πέταλο του γηπέδου, αυτό δεν θα βοηθούσε ούτε τον σκοπό, ούτε και την ίδια. Πρόεδρος- ξεπρόεδρος, μια χαρά θα το φας το βαρελότο.

Οι ποδοσφαιριστές του Αρη Θεσσαλονίκης τίμησαν με ζεστή συμβολική κίνηση τον δολοφονημένο οπαδό της ομάδας τους, ένα παιδί που κάθε άλλο παρά πήγαινε γυρεύοντας: Τον έφαγαν λάχανο καταμεσής του δρόμου, μακριά από κερκίδες, συγκρούσεις και τριβές. Οι παίκτες, λοιπόν, φωτογραφήθηκαν με μια φανέλα που είχε το όνομά του(και το όνομα του χορηγού, αλλά δεν είναι της στιγμής η συζήτηση αυτή). Ηπρωτοβουλία ήταν εύλογη και ευαίσθητη. Η συζήτηση αρχίζει από το σημείο όπου η ομάδα αναγνωρίζει την αξία των οπαδών ανεξάρτητα από την ηθική αξία της συμπεριφοράς τους.

Μιλάμε για τη γνωστή σημειολογία της αναγνώρισης του «κόσμου της ομάδας» ως «12 ου παίκτη», λόγω της ενθουσιώδους αυτοδιάθεσης και της εκδηλωτικότητάς του, ανεξάρτητα
από τις μορφές της εκδηλωτικότητας αυτής. Είναι αυτονόητο- ελπίζουμε- ότι όταν η οπαδική έξαρση φτάνει στην πλιατσικολόγηση, τις πολεμικές συγκρούσεις, τις εφόδους σε
σπίτια διαιτητών και στον φόνο, όλοι καταδικάζουμε αυτά τα φαινόμενα.

Το θέμα είναι ποια είναι η γραμμή μας από το σημείο της ξέφρενης συμπεριφοράς της κερκίδας μέχρι την κατακόκκινη γραμμή του κακουργήματος. Αυτό είναι το διάστημα που λειτουργεί σαν
εκκολαπτήριο της εγκληματικής συνείδησης. Στο πεδίο αυτό, ο οπαδός μένει κατά κανόνα φιλολογικά καταδικαστέος και πρακτικά απείρακτος, σε βαθμό που διαμορφώνεται μια αίσθηση ατιμωρησίας , ενώ παράλληλα δημιουργούνται βεντέτες και κηρυγμένοι πόλεμοι. Οι φυλές έχουν τα πρωτοπαλίκαρά τους, αυτόκλητα ή αναγνωρισμένα, αν όχι και εντεταλμένα.

Στη συνθήκη επενεργεί καταλυτικά ο κοινωνιολογικός αλλά και ο πολεοδομικός παράγοντας (πολλές φορές είναι η διάταξη της πόλης που δημιουργεί περιοχές με ημίφωτα και υπονόμους, αλλά και αισθήματα ασφυξίας στους νέους ανθρώπους). Το γήπεδο, η
κατάληψη, το κλαμπ, είναι χώροι όπου μπορείς να αποκτήσεις αξία με σχετική ευκολία και αυτό αναδεικνύει τους ήρωες της κοινότητας. Προφανώς και στο έγκλημα δεν φτάνεις μόνο για να σε εγκρίνει κάποια Μαρία, υπάρχουν και άλλες παράμετροι που διαμορφώνουν μια προσωπικότητα δεκτική στο τσεκούρωμα ενός αγνώστου ανθρώπου μόνο και μόνο επειδή ανήκει σε μια φυλή που μέσα από μια εσωτερική, αλληλεπιδραστική παθολογική διεργασία
μαθαίνουν να θεωρούν μιαρή. Είναι όμως η συνθήκη της κερκίδας που δημιουργεί μια πλαστή αίσθηση αποθέωσης, σαν απόηχο από αλαλάζον ηχείο.

Στον πυρήνα βρίσκεται η σχέση καθενός μας (πρώτο πληθυντικό) με τη μπάλα. Δεν φταίει η μπάλα. Τόπι είναι και κυλάει. Το θέμα έχει να κάνει με μια αρρωστημένη ανάγκη για νίκη, έστω και μέσω αντιπροσώπου. Η ομάδα βάζει γκολ, σκοράρουμε όλοι (πρώτο πληθυντικό). Τρώει γκολ; Το τρώμε όλοι; Δεν γίνεται δεκτό. Δεν το τρώμε, διότι αν μαχαιρωθεί αυτός που το βάζει, το γκολ ακυρώνεται ιστορικά σαν συμβάν, είναι σαν τους φόνους του πάθους για
την απιστία, αναιρείται δι’αίματος. Και επειδή υπάρχει και β’ πρόσωπο στη γλώσσα, όλοι οι «εσείς», γίνεστε ένα «εσύ», ο αντιπρόσωπος που πρέπει να πεθάνει.

Εμείς τώρα βάζουμε το όνομά του στη φανέλα και τον ανασταίνουμε. Πάμε στο γήπεδο τώρα για τον αγώνα. Μαζί μας και ο νεκρός. Στα μάτια μας είναι ζωντανός πλέον, όπως όλα
τα θύματα των διαφόρων θυρών που έμειναν αθάνατοι, αλλά αν τους ρωτούσαν, θα προτιμούσαν τη ζωή από την αθανασία.