Τα σκυλιά των ανακτόρων

Στο δείχνει από την αρχή, άλλο αν το ενδιαφέρον του θεατή κερδίζεται από την διεκτραγώδηση της βάναυσα αγχωτικής εμπειρίας στην οποία εξελίσσεται η συνύπαρξη της πριγκίπισσας Νταϊάνα στο περιβάλλον του Μπάκιγχαμ, έστω και αν η χριστουγεννιάτικη ιστορία που μας αφηγείται ο Πάμπλο Λαρέν δεν εκτυλίσσεται στο Μπάκιγχαμ.

Η ταινία λέγεται «Σπένσερ». Επιλέγεται το πατρικό όνομα της ηρωίδας όχι μόνο ως προμήνυμα της πορείας της προς ένα απελευθερωτικό διαζύγιο- το οποίο όμως δεν έλυσε το πρόβλημα της καταδυνάστευσης που είχε αποφέρει η τρομακτική αναγνωρισιμότητα και δημοφιλία-αλλά και σαν εξήγηση του δράματος: Μια Σπένσερ, γέννημα θρέμμα μιας οικογένειας με μεγαλοαγροτικά χαρακτηριστικά, παιδί που ενσαρκώνει την παραδοσιακή βρετανική ανοικτότητα, δεν θα καταφέρει να συνυπάρξει με το ασφυκτικά ελεγχόμενο πνεύμα των ανακτόρων, με τα πολύ αυστηρά προγράμματα και τους αφόρητους κανονισμούς, που σου απαγορεύουν μια αργοπορία ή μια αφηρημάδα ή ακόμα και την ελεύθερη ενδυματολογική επιλογή.

Βέβαια θα απορήσει κανείς τι ανακάλυψε η πριγκίπισσα που δεν το φανταζόταν πριν παντρευτεί ή που δεν το βίωσε στα πρώτα δέκα έτη του έγγαμου βίου, αλλά αυτό αγγίζει πλέον τα πραγματικά περιστατικά της συμβίωσης Νταϊάνα- Καρόλου, τα οποία άλλους ενδιαφέρουν και άλλους όχι: Σοφά ποιώντας, η ταινία δεν ξοδεύεται σ’ αυτά, χωρίς να στήνει δικαστήριο σε κανέναν (ενδεχομένως η παραγωγή δεν θέλει να πολυστάξει δηλητήριο προς το Μπάκιγχαμ, αν και σε αφήνει να μυριστείς το κλίμα).

Η ταινία εστιάζει στην περιγραφή του δυσβάστακτου βάρους που επωμίζεται ένα πρόσωπο το οποίο εγκλωβίζεται σε μια σχέση αιχμαλωσίας, κάτι που ισχύει σε περιπτώσεις όπου η συμβίωση αντιμετωπίζεται ως ηθικό, συνειδησιακό, θεσμικό και πατριωτικό, εν τέλει, καθήκον. Η Νταϊάνα αισθάνεται ότι η δυσανεξία της, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του κυνισμού και του επαγγελματισμού που χαρακτηρίζει τον Κάρολο ως τυπικά (και μόνον) συνεπή σύζυγο, θεωρείται από τον περίγυρο περίπου ως γελοία ακρότητα, παιδιάστικη απειθαρχία και προδοσία έναντι του λαού και του έθνους, κάτι που ισχύει ιστορικά για πολλές (αυτό-)δυναστευόμενες γυναίκες που έμαθαν ότι το σέβας απέναντι στο αρσενικό, στον ρόλο, στο «σπίτι», είναι ιερή υποχρέωση και η βαρυγκώμια είναι έγκλημα καθοσιώσεως.

Η προσέγγιση, πάντως, υπερβαίνει τα επίπεδα αυτά- αν και η απεικόνιση των σταδίων μιας αγχώδους διαταραχής με στοιχεία υστερίας είναι υποδειγματική, σε βαθμό που κυριεύει τον ίδιο τον θεατή και τον αρρωσταίνει, υπέρ ή κατά της ζορισμένης πριγκίπισσας- και περνάει υπαινικτικά σε μια φόρμα πολιτική, για την οποία μας προειδοποιεί από την πρώτη σκηνή. Ο σκηνοθέτης μας αφηγείται μια μορφή εξειδικευμένης δικτατορίας, με θύμα την πριγκίπισσα αλλά και το σύνολο των ευγενών της δυναστείας, άλλο αν βιώνουν την αιχμαλωσία τους με άνεση, προπονημένοι παιδιόθεν για τον ρόλο. Η βασιλεία προστατεύεται σαν να τελεί η χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο στρατός εγγυάται για την ποιότητα των εφοδίων, ο σεφ και οι μάγειρες λειτουργούν σαν λόχος, η φρουρά δεν επιτρέπει ούτε καν στοιχειώδεις ελευθερίες στους πρίγκιπες, ο αρχι- μπάτλερ είναι στρατιωτικό κοστουμαρισμένο μούτρο και λειτουργεί ως άτυπος στρατοπεδάρχης, με εξουσιοδότηση να προχωρεί και σε αυταρχικές παρεμβάσεις αν επιβάλλεται εκ των συνθηκών.

Ο σκηνοθέτης μας δείχνει μια κατάσταση όπου το θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατικής πολιτείας είναι προστατευτέο με όρους στρατιωτικού νόμου: Η ελευθερία αναγνωρίζεται μέχρι του σημείου που δεν θα απειληθεί η πολιτειακή τάξη. Μήπως εν τέλει οι θεσμοί, οι κανονισμοί, οι νόμοι είναι δεσμοί υποχρεωτικής προσχώρησης για τον πολίτη, διότι αν αυτό δεν ισχύσει, έχουμε κίνδυνο χαοτικών ανατροπών στη μικρή ή την εθνική κλίμακα; Η απάντηση είναι Ναι, αλλά είναι κάτι που αποδεχόμαστε για λόγους ασφάλειας, ευταξίας, ομαλότητας, πολύ περισσότερο όταν η συνείδησή μας είναι εξοικειωμένη στον αυταρχισμό, όπως συμβαίνει με τον μέσο πολίτη ή τον μέσο βρετανό διάδοχο του θρόνου, που γεννήθηκε όχι για να αγαπά, αλλά για να υπηρετεί και να πειθαρχεί. Επισφράγιση του πνεύματος αυτού είναι το σκληρό βλέμμα της βασίλισσας, το μπουλντογκοειδές στήσιμο του ιπποκόμη και βέβαια το σμάρι τα σκυλάκια που άβουλα ακολουθούν την άνασσα όπου και αν πηγαίνει, ακολουθώντας το ένα σκυλάκι το άλλο και όλα μαζί τη βασίλισσα.