Τα σουβλάκια στη Βουλή

Τις τελευταίες ημέρες, δεν υπάρχει άλλο φαγητό που να έχει απασχολήσει τόσο πολύ τους 300 της Βουλής, από τα σουβλάκια. Για να είμαστε ακριβείς, το πιτόγυρο, γιατί αυτό σημαίνει «σουβλάκι» για τους Αθηναίους. Μέσα σε δύο εβδομάδες, σε διαφορετικές συνεδριάσεις της Βουλής για διαφορετικά θέματα, δύο διαφορετικοί εκπρόσωποι κομμάτων, και μάλιστα αρχηγοί, αναφέρθηκαν στα παραδοσιακά πιτόγυρα.

Την αρχή την έκανε την περασμένη εβδομάδα ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, όταν είπε χαρακτηριστικά πως το σουβλάκι, κοινώς το πιτόγυρο έχει φτάσει τα 3-3,5 ευρώ και η βενζίνη τα 2.5 και ρώτησε το Σώμα «Δεν τρώτε σουβλάκια το καταλαβαίνω. Δεν βάζετε ούτε καύσιμα;».

Την σκυτάλη πήρε χθες ο ιδρυτής και Γραμματέας του ΜέΡΑ 2, Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος μιλώντας στη συζήτηση για το Νομοσχέδιο της Παιδείας, σημείωσε πως συνήθως οι νέοι επιλέγουν επαγγέλματα τα οποία θα τους επιφέρουν χρήματα. Όμως όπως είπε, όσοι τελείωσαν το Πολυτεχνείο, τελικά άνοιξαν σουβλατζίδικα και όσοι τελείωσαν οικονομικές σχολές, από όταν έσκασε η φούσκα του Χρηματιστηρίου εργάζονται σε σουβλατζίδικα.

Έτσι λοιπόν, μέσα σε δύο εβδομάδες, το εθνικό πρόχειρο φαγητό (το λεγόμενο και junk food) της Ελλάδος, πρωταγωνίστησε στις πολιτικές κουβέντες μέσα στο ναό της Δημοκρατίας. Το λαϊκό σουβλάκι ανέβηκε στο βήμα και αποτέλεσε πολιτικό επιχείρημα.

Και το σουβλάκι αποτελεί βαρόμετρο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς μέχρι πρότινος επρόκειτο για το πιο φθηνό φαγητό «απ’ έξω», μια γρήγορη και οικονομική λύση. Μέχρι πρότινος, γιατί τώρα πλέον αυτό δεν ισχύει.

Ακρίβεια και ανεργία λοιπόν, δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, περιγράφονται μέσα από το σουβλάκι. Μία λέξη 3 συλλαβών μπόρεσε και χώρεσε μέσα της όλη την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας.

Αρχικά το σουβλάκι, με τιμή που δεν ξεπερνούσε τα 2-2,5 ευρώ ήταν το εμβληματικό φαγητό της Ελλάδας, η επιλογή τόσο των νέων όσο και των μεγαλύτερων για κάτι φθηνό και γρήγορο. Σιγά – σιγά γίνεται πολυτέλεια. Τα σουβλατζίδικα δε ήταν από τα λίγα καταστήματα που είχαν δουλειά σχεδόν πάντα. Παρέες και οικογένειες κάθονταν στα τραπέζια τους. Και αυτά σιγά-σιγά αδειάζουν γιατί πλέον το κόστος δεν είναι τόσο αμελητέο.

Και έτσι, μέσα από ένα φαγητό, το οποίο αποτελεί και «πρεσβευτή» της Ελλάδας στο εξωτερικό μαζί με τον μουσακά, μπορούμε να δούμε όλη την ελληνική πραγματικότητα.