Θέατρο: «Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ»
Στη συλλογική συνείδηση των αναγνωστών και των εκδοτών έχει καταγραφεί διαχρονικά ως ένα από τα επιδραστικότερα βιβλία των λογοτεχνικών αιώνων της Δύσης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οχι μόνο για το θέμα του που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και κοινότοπο -μια ιστορία μοιχείας με τραγική κατάληξη- αλλά και για τη λεπτομερή ψυχογραφική διαχείρισή του από τον συγγραφέα και τη στυλιστική του τελειότητα. Εργο μεταιχμιακό, λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον λογοτεχνικό ρεαλισμό.
Πρόκειται για την πολύκροτη «Μαντάμ Μποβαρύ» (1857), που συνέγραψε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, εμπνευσμένος από υπαρκτή ιστορία της γαλλικής επαρχίας. Η σύνθεσή του διήρκεσε πέντε χρόνια και η δημοσίευσή του σκανδάλισε, προκαλώντας πλήθος αρνητικών σχολίων, που οδήγησαν το δημιουργό του και τον εκδότη του σε δίκη για «προσβολή της θρησκείας και των δημοσίων ηθών». Γνώρισε όμως, μετά την αθωωτική απόφαση, μεγάλη εμπορική επιτυχία, παρά το γεγονός ότι οι μόνοι υποστηρικτικοί από τους συγχρόνους του ήταν ο Βικτώρ Ουγκώ και ο Μπωντλέρ.
Η όμορφη Εμμα, καλοαναθρεμμένη παρά την ταπεινή καταγωγή της, βλέπει την πρόταση γάμου από τον επαρχιακό γιατρό Σαρλ Μποβαρύ ως ευκαιρία για απόδραση από τη «μικρή» ζωή της. Συνεπαρμένη από τα ρομαντικά της αναγνώσματα, σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η ζωή της δεν είναι αυτή που φαντασιωνόταν. Νιώθει να εγκλωβίζεται στο πλευρό ενός βαρετού και αδέξιου συζύγου και ασφυκτιά σε μια άχαρη και μίζερη ζήση, γι’ αυτό και επιδίδεται σε μια ασυγκράτητη, σχεδόν εμμονική αναζήτηση της συγκίνησης της πολυτέλειας και της ηδονής μέσα από φλογερές εξωσυζυγικές σχέσεις.
Κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις και τις συντηρητικές ιδέες της γαλλικής επαρχίας του 19ου αιώνα, θα κυνηγήσει τη χίμαιρα, το όνειρο και τις φαντασιώσεις της για μεγάλη ζωή μέχρι εσχάτων σε πρόσωπα που, όταν πέσουν οι μάσκες θα αντιληφθεί τη γύμνια και τη φτώχεια της ψυχής τους. Απελπισμένη από τη ματαίωση και καταχρεωμένη η ίδια και ο σύζυγός της, θα γράψει τον τραγικό της επίλογο, αυτοκτονώντας.
Με τη «Μαντάμ Μποβαρύ», ο Φλωμπέρ καταφέρνει να προσδώσει σε ένα κοινότοπο θέμα ανθρώπινες διαστάσεις και να ικανοποιήσει τον αρχικό του στόχο να γράψει ένα έργο «κριτικής» των υποκριτικών ηθών του καιρού του αλλά και «ανατομίας» της ανθρώπινης ψυχής, που την παρακολουθεί από τον παραλογισμό της μέχρι την πλήρη καταρράκωσή της με την αμεροληψία και την ακρίβεια φυσικού επιστήμονα. Η παροιμιώδης φράση του «Madame Bovary c’est moi» είναι μάλλον προϊόν της μακράς φιλολογίας για το σκανδαλιστικό βιβλίο του και η αλήθεια της είναι αμφιλεγόμενη. Την αμφισβήτησή της τροφοδότησε με τη στάση του και ο ίδιος ο συγγραφέας, που ειρωνευόταν τη ρομαντική ονειροπόληση, παράλληλα όμως δήλωνε ότι «μοντέλο για την ηρωίδα του υπήρξε ο ίδιος».
Το θέατρο αγάπησε την «Μαντάμ Μποβαρύ» αλλά και στον κινηματογράφο γνώρισε αλλεπάλληλες μεταφορές. Στο σανίδι πρωτοπαρουσιάστηκε το 1906 στη Ρουέν, την ιδιαίτερη πατρίδα του Φλωμπέρ και στην Ελλάδα από τον πρωτοπόρο Κάρολο Κουν, παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ την ίδια περίοδο αποτέλεσε προσωπικό θρίαμβο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Γνωστή επίσης είναι η μεταφορά, στα χρόνια της πανδημίας από τον Ένκε Φεζολάρι, με την Αλεξάνδρα Παλαιολόγου στον ομώνυμο ρόλο.
Κατά την τρέχουσα θεατρική περίοδο, το κλασσικό έργο φιλοξενείται στη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη», με την ενδιαφέρουσα διασκευή της Ελσας Ανδριανού, σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ. Στην Εμμα εμφυσά σώμα και ψυχή η ερμηνευτικά ευαίσθητη και ευέλικτη Πέγκυ Τρικαλιώτη, φωτίζοντας τις αναζητήσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις της ηρωίδας σ’ έναν κόσμο που την περιορίζει. Στον ρόλο του αφοσιωμένου συζύγου Σαρλ Μποβαρύ εμφανίζεται ο Κώστας Βασαρδάνης. Τους εραστές της Εμμας ενδύονται ο Πάρις Θωμόπουλος ως Ροντόλφ και ο πολλά υποσχόμενος Γιάννης Εγγλέζος ως Λεόν, φέρνοντας με αφηγηματικό τρόπο, μαζί με τον Ανδρέα Νάτσιο, και άλλους χαρακτήρες στη σκηνή.
Μια ξεχωριστή πρόταση στο πληθωρικό και πολύφωνο θεατρικό τοπίο της Αθήνας.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News