Το διακύβευμα της αυτοδυναμίας της Κυβέρνησης, αναλύουν στην «Π» Επικοινωνιολόγοι και Συνταγματολόγος

Μέσα στον Ιανουάριο ο πρωθυπουργός θα προχωρήσει σ’ έναν ακόμα ανασχηματισμό στη Κυβέρνηση. Την ίδια περιόδο  κ. Μητσοτάκης θα δώσει στίγμα και για το πρόσωπο που θα επιλέξει για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Κυριάκος Μητσοτάκης

Το άτυπο «ρεβεγιόν», προχθες στο Μέγαρο Μαξίμου, του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή όσους και όσες δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση, στέλνει εκ μέρους του προέδρου της ΝΔ μήνυμα συσπείρωσης για τη συνοχή της «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Το «ρεγεβιόν» ήρθε ως συνέχεια της υπερψήφισης του κρατικού προϋπολογισµού του 2025 χωρίς καμία διαρροή, πέραν της αναμενόμενης του κ. Σαμαρά.

Είναι ολοφάνερο, πλέον, ότι ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί να επαναπροσεγγίσει αφενός βουλευτές της παράταξής του (με στόχευση περισσότερο στους κλασικούς δεξιούς), αφετέρου παραδοσιακούς ψηφοφόρους που τον τελευταίο καιρό κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας, θεωρώντας πως η ΝΔ είχε γείρει υπερβολικά προς το Κέντρο, αγνοώντας τις παραδοσιακές και συντηρητικές γραμμές του κόμματος.

Μέσα στον Ιανουάριο ο πρωθυπουργός θα προχωρήσει σ’ έναν ακόμα ανασχηματισμό, αναβαθμίζοντας με συγκεκριμένα πρόσωπα τη δεξιά πτέρυγα της παράταξης, χωρίς, όμως, να ανατρέψει θεαματικά την ποσόστωση με την κεντρώα πτέρυγα.

Με το ξεκίνημα του νέου έτους και σίγουρα πριν βγει ο πρώτος μήνας του, ο κ. Μητσοτάκης θα δώσει στίγμα και για το πρόσωπο που θα επιλέξει για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό που συζητά με το στενό επιτελείο του είναι εάν πρέπει να ακολουθήσει την πεπατημένη, να δώσει και δεύτερη θητεία στην νυν πρόεδρο, κ. Σακελλαροπούλου, εάν πρέπει να φρεσκάρει την πεπατημένη, επιλέγοντας ένα πιο φωτεινό και ηχηρό πρόσωπο από την Κεντροαριστερά, ή εάν πρέπει να αλλάξει τελείως ρότα, επιλέγοντας ένα παραδοσιακό πρόσωπο της δεξιάς παράταξης.

Το μέγεθος και το είδος του χειμερινού ανασχηματισμού, σε συνδυασμό με το πρόσωπο που θα προτείνει ο πρωθυπουργός για νέο ΠτΔ, θα αποκαλύψουν, σε μεγάλο βαθμό και πότε σκοπεύει να πάει σε εθνικές εκλογές. Μέσα στο 2025; Ή θα εξαντλήσει τη θητεία του και θα πάει σε κάλπες το 2027;

Η απάντηση «κρύβεται» στο τι θα εκτιμήσει το πρωθυπουργικό επιτελείο όσον αφορά την πιθανότητα αυτοδυναμίας. Αυτός είναι ο παράγων που θα καθορίσει και θα υπαγορεύσει την επιλογή του Μαξίμου.

Η κυβέρνηση, όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει, είναι λαβωμένη τον τελευταίο χρόνο για τον ίδιο λόγο που λαβώθηκαν οι (συγ)κυβερνήσεις σε Γαλλία και Γερμανία και κατέρρευσαν: δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τα σοβαρά προβλήματα καθημερινότητας και ασφάλειας των πολιτών τους. Και επειδή ούτε η «δική μας» κυβέρνηση τα έχει καταφέρει, γι’ αυτό και απειλείται διαρκώς.

Η «Πελοπόννησος» ζήτησε την άποψη δύο πολύ γνωστών επικοινωνιολόγων, ζητώντας τους ένα σχόλιο για το πότε εκτιμούν πως θα πάει ο κ. Μητσοτάκης σε εκλογές και κατά πόσο πιστεύουν ότι είναι εφικτή από ‘δω και πέρα στην Ελλάδα η αυτοδυναμία.

Λευτέρης Κουσούλης

Ο Λευτέρης Κουσούλης

Ο Λευτέρης Κουσούλης απάντησε: «Ακόμα και μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού, καμία αμφιβολία δεν πρέπει να μας συνοδεύει ως προς αυτό που συντελείται στη χώρα: η φάση καθορίζεται από μια διπλή κρίση. Κρίση εμπιστοσύνης και κρίση αντιπροσώπευσης. Στο βάθος αυτής της διπλής κρίσης μάς περιμένει ο ψυχρός άνεμος της κρίσης διακυβέρνησης. Στη χώρα, καθώς συμπληρώνονται 5 χρόνια από το 2019 και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί εκλογικά από το κυβερνών κόμμα, έχει εγκατασταθεί μια παθολογικού τύπου ισορροπία ακραίου κατακερματισμού. Οποτε κι αν γίνουν εκλογές, θα πάμε σε επαναληπτικές και υποχρεωτικά η Ελλάδα θα πάει σε κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτή την κυβέρνηση συνεργασίας, τον επικεφαλής της, τα πρόσωπα που θα την απαρτίζουν και τον συσχετισμό, θα τον καθορίσει με την ψήφο του ο λαός.

 

Σταύρος Κοντακτσής

Ο Σταύρος Κοντακτσής

Ο Σταύρος Κοντακτσής τόνισε: «Θεωρώ πως είναι πρόωρο να γίνει σαφής κρίση. Οσο το δίλημμα φτάνει στο ή κυβερνησιμότητα ή κυβερνήσεις συνεργασίας, φαίνεται ότι η επιλογή για μια σταθερή κυβέρνηση έχει πλεονέκτημα ακόμα. Μόλις πέρυσι η ΝΔ εξελέγη αυτοδύναμη, θέτοντας ως κύριο διακύβευμα και κερδίζοντάς το, τη σταθερότητα. Αν πάντως γίνονταν εκλογές σε λίγους μήνες, δεν θα είχαμε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μέχρι το 2027, όμως, δεν μπορώ να προβλέψω. Πιστεύω πως ο κ. Μητσοτάκης θα κάνει εκλογές το 2027. Δεν βλέπω κανένα λόγο να κάνει εκλογές σύντομα».

 

Χ. ΤΣΙΛΙΩΤΗΣ: Eπιβεβλημένη η πολιτική συνεννόηση

Για το θέμα που αναμένεται να μονοπωλήσει το πολιτικό ενδιαφέρον τον Ιανουάριο, αφού τότε θα ανακοινώσει ο κ. Μητσοτάκης τον ή την εκλεκτή του για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας,.

Χάρης Τσιλιώτης

Ο Χάρης Τσιλιώτης

Η «Πελοπόννησος» ζήτησε το σχόλιο του αν.καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου – συνταγματολόγου Χάρη Τσιλιώτη: «Ο πρωθυπουργός με τους στενούς του συνεργάτες, όπως σε όλα τα μεγάλα θέματα, θα αποφασίσει για το πρόσωπο του ΠτΔ για την επόμενη πενταετία. Ηδη βουλευτές του κόμματός του, του έχουν διαμηνύσει, δημόσια, ιδιωτικά ή μέσω τρίτων προσώπων ότι δεν προτίθενται να ψηφίσουν υπέρ της σημερινής Προέδρου εάν ο πρωθυπουργός την ξανά προτείνει και για την επόμενη πενταετία. Δεν γνωρίζω εάν ο Μητσοτάκης τη θεωρεί πετυχημένη, αλλά το γεγονός ότι δεν κλείνει το θέμα υπέρ της υποψηφιότητάς της δείχνει ότι τουλάχιστον έχει προβληματισμούς.

Ακούγεται η άποψη στα κόμματα της αντιπολίτευσης, του Κέντρου και της Αριστεράς, ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να διατηρήσει την εθιμικού δικαίου ”παράδοση” να προτείνει ΠτΔ, εάν δεν προτείνει την ήδη υπάρχουσα, που να μην προέρχεται από τον χώρο του κυβερνώντος κόμματος, αλλά της Κεντροαριστεράς.

Η σπάθα, όμως, της διάλυσης της Βουλής σε περίπτωση μη συμφωνίας δεν υπάρχει πλέον, άρα ο σημερινός πρωθυπουργός δεν δεσμεύεται από αυτήν την ”παράδοση”, την οποία πάντως και ο ίδιος συνέχισε με την εκλογή της σημερινής ΠτΔ.

Αυτά τα οποία, πάντως, θα πρέπει να ισχύσουν ως προς τα χαρακτηριστικά του νέου ΠτΔ είναι τα κάτωθι:

1. Δεν θα πρέπει να προέρχεται από το δικαστικό σώμα, είτε είναι εν ενεργεία είτε αφυπηρετήσας.

2. Πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, κάτι που αφορά την προσωπικότητά του και όχι τις πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούν τα κόμματα. Υπό αυτήν την έννοια, μία συνεννόηση μεταξύ πρωθυπουργού και πολιτικών αρχηγών είναι επιβεβλημένη κι απ’ εκεί και πέρα ο καθένας αναλαμβάνει τις ευθύνες του».