Το σύνδρομο του Ολίβιε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Είναι γνωστό ότι ένα σημαντικό μέρος παραδοσιακών οπαδών της ΝΔ και της λοιπής δεξιάς θα ήθελε τη ΝΔ του Μητσοτάκη δεξιότερη. Μερικοί θα την ήθελαν δεξιότερη ακόμα και αν αυτό θα σήμαινε ότι δεν μπορούσε να εκλεγεί. Αλλοι, οι πιο ρομαντικοί, για να μην τους πούμε αφελείς, θα ήθελαν και δεξιότερη να είναι και να την ψηφίζουν οι κεντρώοι. Όπως πολλοί πιστεύουν ότι ο Πελετίδης θα χάσει εάν η ΝΔ βρει κατάλληλο δεξιό αντίπαλο, και επειδή δεν τον βρίσκει, γι’ αυτό εκλέγεται ο Πελετίδης, λες και οι κεντροαριστεροί, μεταξύ Πελετίδη και δεξιού, θα ψηφίσουν τον δεξιό. «Για το καλό της πόλης».

Οι δεξιοί που θέλουν τη ΝΔ δεξιότεροι, δεν είναι όλοι ειλικρινείς. Ανάμεσά τους είναι και πολλοί που βρίσκουν το δεξιότερο πρόταγμα σαν μια προσχηματική σημαία ευκαιρίας που τους δίνει ιδεολογικό άλλοθι ώστε να στοιχηθούν πίσω από κόσμο και να διευρύνουν το εκτόπισμά τους, με σκοπό να διεκδικήσουν ρόλο στην παράταξη, ή- ακόμα καλύτερα- να την πάρουν στα χέρια τους. Κάποια στελέχη του χώρου δεν παραδέχθηκαν ποτέ ούτε Σαμαρά, ούτε Μεϊμαράκη, ούτε Μητσοτάκη, και κανέναν άλλον πλην του εαυτού τους.

Στην προσπάθειά τους αυτή αναζήτησαν έναν φυσικό ηγέτη, κανονικό ή κατασκευασμένο, για να σχηματοποιηθούν σε τάση. Και θεώρησαν ότι τον βρήκαν στο πρόσωπο του Κώστα Καραμανλή, που σιωπούσε από τη στιγμή που παρέδωσε την εξουσία για διάφορους λόγους, που φυσιολογικά δεν είχαν να κάνουν με τον Μητσοτάκη, γιατί αυτός ήρθε πολύ αργότερα. Περισσότερο ήταν κάτι σαν να κρατάει πολιτικά μούτρα που ο στελεχιακός μηχανισμός δεν ανταποκρίθηκε στις ευθύνες του κοινού στοιχήματος («με κατεβάσατε, με σύρατε, μου φορτώσατε την ευθύνη και κρυφτήκατε από το καθήκον») ή σαν να μη μας καταδέχεται, γενικότερα, είτε ευελπιστώντας σε μια ενδεχόμενη επαναφορά υπό κάποιες ενδεχόμενες συνθήκες, τρέχα και γύρευε, είτε ευελπιστώντας σε τίποτα απολύτως, παρά σε μια διαιώνιση του ονόματος και της υποχρεωτικής του ακτινοβολίας. Σαν ένας Λόρενς Ολίβιε πού θα παίζει τον Αμλετ ή δεν θα παίζει τίποτα, αλλά όταν πέφτει πάνω σε κόσμο, ο κόσμος πρέπει να λέει «ο Ολίβιε! ο Ολίβιε!»

Ο Καραμανλής κατά διαστήματα φαινόταν να τελεί σε μια σιωπηρή συμβατότητα με τους αντι-μητσοτακικούς, τους εκτοπισμένους, τους παραγκωνισμένους, τους δεξιότερους, και άλλες φορές να σιγεί όπως η Παταγονία, αλλά πάντως δεν έκοψε καθαρά τον βήχα σε κανέναν. Δύσκολα θα πει ο Ολίβιε «τι χειροκροτάς ρε φίλε; Τσιγάρα πάω να πάρω» σε οπαδό του που ξεροσταλιάζει έξω από το παράθυρο για να τον δει έστω να δοκιμάζει τη μπεσαμέλ.

Το πράγμα άρχισε να γίνεται σκοτεινότερο όταν δημιουργήθηκε η υποψία ότι το ρεύμα των αντι- άρχισε να συμπλέει υπόγεια με το συριζαϊκό κύμα για λόγους σύμπτωσης των συμφερόντων: Αμφότεροι ήθελαν μια ΝΔ σε κρίση, οι μεν για να εισπηδήσουν, οι δε για να κυριαρχήσουν στο τοπίο, και μετά θα έστηναν έναν δικομματισμό στα μέτρα τους. Η σύμπλευση αυτή βαπτίστηκε κατά το γαλάζιο της σκέλος με το όνομα του πρώην προέδρου της ΝΔ χωρίς ο τελευταίος να το ξεκόβει, και μάλιστα προέκυψε και μια ηχηρή ένδειξη επιβεβαίωσης με την αποδοχή της πρότασης προς Παυλόπουλο από τον Παυλόπουλο, ο οποίος θεωρείτο εξέχον μέλος της καραμανλικής ελίτ. Οι εξελίξεις αυτές επέτρεψαν ένα νοσηρό σενάριο σύμφωνα με το οποίο μεταξύ καραμανλικών και τσιπρικών υπήρχε μια σχέση αμοιβαιότητας, με προδοτικό για τους πρώτους σκοπό, σενάριο που ο πρώην πρωθυπουργός δεν διέλυσε ποτέ αποφασιστικά όπως θα περίμενε κανείς για λόγους ηθικής τάξης και αξιοπρέπειας, όταν μάλιστα η παράταξή του διατηρεί μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλο και χειρίζεται αποφασιστικά καίρια ζητήματα, με μειονέκτημα ότι έχει υπουργούς τον Πιερρακάκη και τον Σκέρτσο, ενώ θα έπρεπε να έχει τον Πιερροδεξιάκη και τον Σκερτσοδεξιάκη.

Ο καιρός πέρασε, τα σενάρια έχασαν τη σημασία τους ένεκα της μητσοτακικής δυναμικής, και πάνω στην άσχημη που κλήρωσε στον σημερινό πρωθυπουργό με το ακατανόητο αυτογκόλ της παρακολούθησης Ανδρουλάκη και της αμήχανης διαχείρισης του σκανδάλου, ο Καραμανλής επιλέγει μια δημόσια τοποθέτηση που τον έκανε πρωτοσέλιδο στις φιλο-συριζαϊκές εφημερίδες, κάτι που μπορούσε να εικάσει, στην πιο ευαίσθητη για την κυβέρνηση στιγμή. Επί της ουσίας δεν είχε ενδοιασμό να νομιμοποιήσει την εικασία ότι πράγματι τελεί σε αμοιβαιότητα με την αντιπολίτευση και οπωσδήποτε με τους αντι-μητσοτακικούς της δεξιάς, εκτός αν έκανε απλά την πλάκα του, αλλά ό,τι και από τα δύο εάν ισχύει, οι εντυπώσεις που προκαλούνται δεν είναι τιμητικές.

Οσο για την αριστερά, ο κυνισμός της πολιτικής, της επιτρέπει να επιθυμεί έναν αντίπαλο ιδεολογικά πιο μακρινό από την ίδια, αλλά και να συνεργάζεται υπογείως μαζί του.

Όλα αυτά πάσχουν ηθικά και αισθητικά, αλλά από εκεί και πέρα καθένας επιλέγει τη στάση του απέναντι στα πράγματα και στη ζωή γενικότερα. Αλλά και η ζωή επιλέγει με ποιους προχωράει. Εχει και η ζωή τα κριτήριά της, μη νομίζετε.