Βουγονία: Αλήθεια και συνωμοσία

Κόσμος παραμορφωμένος, γεμάτος ψυχρές τελετουργίες, απόκοσμο χιούμορ και υπόγεια τρυφερότητα, το λανθιμικό βλέμμα αποδομεί τη λογική και φωτίζει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Βουγονία: Αλήθεια και συνωμοσία

Η «Βουγονία» του Γιώργου Λάνθιμου είναι μια σκοτεινή πικρή φάρσα για τον παραλογισμό της πίστης, της συνωμοσιολογίας και της ανθρώπινης ανάγκης να ερμηνεύει τον πόνο με όρους μεταφυσικούς. Αντλώντας την αρχική της έμπνευση από το κορεατικό Save the Green Planet! (2003) του Νοτιοκορεάτη Τζανγκ Τζουν-ουάν, η ταινία μετασχηματίζει το πρωτότυπο σε κάτι αμιγώς λανθιμικό, ένα σύμπαν παγωμένων συναισθημάτων, ανεστραμμένου – παράλογου χιούμορ και υπαρξιακής ειρωνείας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα επαρχιακό τοπίο της Αμερικής, γεμάτο μέλισσες, σκόνη και ακατέργαστη σιωπή. Εκεί ζει ο Τέντι (Τζέσι Πλέμονς), ένας ερασιτέχνης μελισσοκόμος, μοναχικός και παρανοϊκός, που έχει βυθιστεί σε διαδικτυακές θεωρίες συνωμοσίας. Είναι πεπεισμένος πως η Μισέλ Φούλερ (Έμα Στόουν), ισχυρή διευθύνουσα σύμβουλος ενός φαρμακευτικού κολοσσού, είναι στην πραγματικότητα εξωγήινη από την Ανδρομέδα. Πιστεύει ότι η εταιρεία της χειραγωγεί τη γήινη βιολογία και πως η Μισέλ αποτελεί το κλειδί σε μια πλανητική συνωμοσία που προετοιμάζει την εξάλειψη του ανθρώπινου είδους.

Με τη βοήθεια του Ντον (Άινταν Ντέλμπις), του διανοητικά καθυστερημένου ξαδέλφου του, οργανώνει την απαγωγή της. Οι δύο άντρες τη μεταφέρουν δεμένη στο υπόγειο του σπιτιού τους «την βάση της ανθρώπινης αντίστασης» όπως ονομάζουν τον χώρο. Ο Τέντι της θέτει προθεσμία τριών ημερών, μέχρι την επόμενη πανσέληνο, για να του αποκαλύψει την «αλήθεια» και να τον οδηγήσει στον επικεφαλής των Ανδρομεδιανών, ώστε να διαπραγματευτεί τη σωτηρία της ανθρωπότητας.

Ο Λάνθιμος χρησιμοποιεί την απαγωγή ως πρόσχημα για να χτίσει ένα παιχνίδι εξουσίας. Η Μισέλ, εγκλωβισμένη αλλά ψύχραιμη, γίνεται η αντανάκλαση της ανθρώπινης λογικής απέναντι στη βεβαιότητα της τρέλας. Οι ανακρίσεις του Τέντι εναλλάσσονται ανάμεσα σε στιγμές κωμικής παραφροσύνης και σκληρής, σχεδόν βασανιστικής αγωνίας. Καθώς οι μέρες περνούν, το φιλμ μετακινείται από τη σάτιρα στην ψυχολογική τραγωδία. Ο Τέντι αποκαλύπτεται ως ένας άνθρωπος πληγωμένος από το οικογενειακό του παρελθόν, η εμμονή του είναι απόπειρα να δώσει νόημα σε έναν κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει.

Η «Βουγονία», όνομα που προέρχεται από την αρχαία δοξασία πως οι μέλισσες γεννιούνται από το κουφάρι του βοδιού, λειτουργεί σαν αλληγορία αναγέννησης μέσα από τη σήψη. Ο Λάνθιμος επεξεργάζεται αυτή τη μεταφορά οπτικά, οι κυψέλες, τα έντομα, το χώμα, το αίμα και το φως της πανσελήνου συνθέτουν μια αισθητική ιεροτελεστία, όπου η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν χωρίς σαφή όρια. Ο Τέντι δεν είναι απλώς ένας συνωμοσιολόγος· είναι ένας σύγχρονος Ιώβ, ένας αυτόκλητος μάρτυρας ενός κόσμου που έχει χάσει κάθε επαφή με το πραγματικό.

Η αφήγηση ξετυλίγεται με τη γνωστή λανθιμική αποστασιοποίηση. Οι διάλογοι είναι ψυχροί, σχεδόν μηχανικοί κρυστάλλινοι, η βία παρουσιάζεται με ειρωνική ηρεμία, το χιούμορ γεννιέται από την ασυμφωνία ανάμεσα στη φρίκη και την ακινησία των χαρακτήρων. Η κάμερα του Ρόμπι Ράιαν επιμένει σε στατικά κάδρα, με φως γαλακτερό και χρώματα θαμπά, σαν να κοιτάζει έναν κόσμο που έχει ήδη αποσυντεθεί. Η Έμα Στόουν, στο τρίτο της φιλμ με τον Λάνθιμο, μεταμορφώνει τη Μισέλ σε πλάσμα αμφίσημο, θύμα και θύτης, άνθρωπο και ίσως, (μπορεί να έχει και κάποιο δίκιο ο τρελο-Τέντι) όντως κάτι αλλόκοσμο.

Καθώς πλησιάζει η πανσέληνος, η ταινία αγγίζει τα όρια της παραίσθησης. Η Μισέλ αρχίζει να χειρίζεται ψυχολογικά τον Τέντι, ανατρέποντας τη δυναμική εξουσίας. Το ερώτημα αν είναι πράγματι εξωγήινη ή αν όλα είναι προβολές ενός διαταραγμένου νου παραμένει ανοιχτό. Ο Λάνθιμος αποφεύγει την απάντηση, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η πίστη καθαυτή, όχι η αλήθεια της. Ο Λάνθιμος δεν ενδιαφέρεται να χαρίσει καμιά  λύτρωση, αφήνει μόνο το ερώτημα να αιωρείται, σαν βόμβος μελισσών μέσα στη σιωπή. Μπορεί η πίστη, ακόμα κι αν είναι τρέλα, να γίνει τρόπος σωτηρίας; Ή μήπως κάθε σωτηρία περνά αναγκαστικά μέσα από τη φαντασίωση;

Η «Βουγονία» είναι μια ιστορία για την ανθρώπινη ανάγκη να αποδώσει νόημα εκεί που δεν υπάρχει τίποτα. Μια μαύρη κωμωδία μεταμφιεσμένη σε επιστημονική φαντασία, ένα φιλμ που μιλά για την πίστη, την εξουσία, και την αδυναμία μας να διακρίνουμε τον εαυτό μας μέσα στον θόρυβο του κόσμου. Στην ουσία, μια ταινία για το πώς γεννιόμαστε από τα κουφάρια των βεβαιοτήτων μας και για το πώς, ενίοτε, το μόνο εξωγήινο στοιχείο πάνω στη Γη είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ο δημιουργός συνεχίζει το Παράλογο θέατρο ψυχρής ευγένειας, όπου οι άνθρωποι μιλούν σαν ρομπότ, πονάνε με ευγένεια και γελούν χωρίς λόγο, το λανθιμικό σύμπαν δεν εξηγεί, απλώς βάζει απέναντί μας καθρέφτες, τις περισσότερες φορές παραμορφωτικούς, μήπως και καταλάβουμε τι μας γίνεται.