Τρεις του Σεπτέμβρη

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Τρεις

Εν όψει 3ης Σεπτεμβρίου, απευθύναμε ευχές σε όλους, είτε έχουν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ είτε έριχναν βελάκια στις αφίσες του Ανδρέα σαν μια βαλκανική εκδοχή βουντού. Όπως κατά κόρον έχει γραφτεί, με κάποιον τρόπο ΠΑΣΟΚ είμαστε όλοι, με την έννοια ότι τα μελτέμια έρχονται και σε βρίσκουν, να σε δροσίσουν ή να σε κάψουν, να σε ταξιδέψουν ή να σε ανακατέψουν, να σε πλημμυρίσουν μυρωδιές, αρμύρα ή αίσθηση ρέοντος χρόνου και να αποτελέσουν μνήμη εαυτού. Ας μη συναγωνιζόμαστε σε λεκτικά σχήματα: Το ΠΑΣΟΚ σφράγισε την κοινή ζωή μας, επικαθόρισε συλλογικά και ατομικά βιώματα, δρομολόγησε σαρωτικές αλλαγές, αλλάχτηκε σαρωτικά και το ίδιο, σμίλεψε στους βράχους Ράσμορ μουτσούνες και προσωπεία εμβληματικών ή επεισοδιακών ή γραφικών ή καταστροφικών προσωπικοτήτων, επέδρασε στη γλωσσική μας κουλτούρα, έδωσε περιεχόμενο, αρετές και κουσούρια στη μεταπολιτευτική αντίληψη περί δημοκρατικότητας, αποτέλεσε εμβληματικό εταίρο της κοινής μας οικογένειας, απογείωσε τη σημασία και τον ρόλο των συμβόλων, είτε αυτά ανεμίζουν σαν τιμημένες σημαίες είτε σαν κωμικές καρικατούρες. Υπό την έννοια αυτή, είμαστε όλοι ΠΑΣΟΚ διότι ζήσαμε ΠΑΣΟΚ. Κι αν δεν το ψηφίσαμε εμείς, μας ψήφισε εκείνο. Ερχεται και σε βρίσκει, σαν τραγούδι, σαν παιάνας και σαν ιός, και με τις τρεις εκδοχές του πράσινου κέρβερου.

Το ΠΑΣΟΚ υμνήθηκε και βλήθηκε, για σωστούς και για λάθος λόγους, ταυτόχρονα. Η περίπτωσή του είναι υπόδειγμα κόμματος που δημιουργήθηκε από την εποχή του και δημιούργησε εποχή. Ο Ανδρέας προκάλεσε και εκμεταλλεύθηκε ταυτόχρονα τα ρεύματα επί των οποίων μεσουράνησε. Εβγαλε από την τάξη τον πληκτικό, αυταρχικό, δυσκίνητο δάσκαλο, και μας επέτρεψε να αλληλοδιδαχθούμε ενθουσιωδώς και αυτάρεσκα. Εδωσε εξουσία στον λαό προσχηματικά μέσα από αυτονομούμενους αντιπροσώπους οι οποίοι επαγελματοποιήθηκαν, με τρόπο αφόρητο για τον κόσμο της δεξιάς, που ασφαλώς και αντέγραψε το σύστημα με πανομοιότυπες μεθόδους, μέσω των οποίων οι ημέτεροι και οι υμέτεροι στρατοί συγκρότησαν καπετανάτα ιδεαλιστών, νάρκισσων και ωφελιμιστών, που θεώρησαν τις μικροδεσποτείες τους αυτονόητες και δικαιωματικές. Οι πασοκτζήδες βέαια ήτα πιο μαϊντζέβελοι στα τσιτάτα.

Οι ίδιοι οι κοινωνικοί και κρατικοί μηχανισμοί της αλλαγής άρχισαν να ευνοούν τη στασιμότητα και την αναπαραγωγή της εξουσίας που τους νομιμοποιούσε, μετατρεπόμενοι σε εστίες δυσφήμισης των κομμάτων, και κατ’ εξοχήν αίτιοι της απαξίας που εκδηλώθηκε μετά την χρεοκοπία. Δεν ήταν για το ασφαλιστικό και τα ελλείμματα, ήταν για τις μούρες του Ράσ-μουρ.

Το ΠΑΣΟΚ, σήμερα: Δεν έχει βρει τρόπο ώστε να μας δείξει απαραίτητο, διότι καλά καλά δεν είναι απαραίτητο ούτε στον εαυτό του. Ο κόσμος του μπορεί μια χαρά να ψηφίσει Μητσοτάκη ή Τσίπρα ή να απέχει ελιτίστικα, αμπαρωμένο στην αυλή του Βενιζέλου, σαν τους γονείς μας που έκαναν αντίσταση μέσα από τις μπουάτ ή την κοινότητα του διαδικτύπου που αυτοψιμυθώνεται με εξυπνάδες. Την ίδια στιγμή, στη Σαξονία- Θουριγγία οι ακροδεξιοί σαρώνουν, στις ΗΠΑ ψάχνουν για αντίπαλο στον Τραμπ, στη Βρετανία σταμάτησαν να δέρνονται ως χούλιγκαν και κυνηγούν μετανάστες και μουσουλμάνους.

Σήκω Γέρο, έλεγαν παλιά, για να δεις τον Ανδρέα. Σήκω Ανδρέα, έλεγαν μετά, για να δεις τον Γιώργο. Τώρα ούτε ο Γέρος ούτε ο Ανδρέας σηκώνονται. Όπως και στη θάλασσα, είναι βολικότερο να κάνεις τον πεθαμένο. Δεν πας πουθενά έτσι, αλλά σε ξεκουράζει. Πόσο άλλο θα ξεκουραστούμε, όμως; Κουραστικό κατάντησε.