Άνοια: Διεθνής μελέτη υποστηρίζει ότι ίσως ο κίνδυνος μειώνεται σε κάθε επόμενη γενιά

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περισσότεροι από 57 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν ήδη με την ασθένεια, ενώ μέχρι το 2050 ο αριθμός αυτός αναμένεται να εκτοξευθεί στα 139 εκατομμύρια

Άνοια: Διεθνής μελέτη υποστηρίζει ότι ίσως ο κίνδυνος μειώνεται σε κάθε επόμενη γενιά

Πλέον όλα δείχνουν ότι όσο περισσότερο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, τόσο μεγαλώνει και ο φόβος για τις παθήσεις που σχετίζονται με τα γηρατειά, και μία από τις πιο ανησυχητικές είναι η άνοια. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περισσότεροι από 57 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν ήδη με άνοια, ενώ μέχρι το 2050 ο αριθμός αυτός αναμένεται να εκτοξευθεί στα 139 εκατομμύρια. Κι όμως, μια νέα έρευνα έρχεται να ανατρέψει – ή έστω να αμφισβητήσει – αυτό το ζοφερό σενάριο. Μπορεί τελικά οι νεότερες γενιές να κινδυνεύουν λιγότερο από άνοια; Και αν ναι, γιατί;

Η μελέτη που φέρνει (λίγη) ελπίδα

Όπως εξηγεί η Clarissa Giebel, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Liverpool σε άρθρο της στο The Conversation, η ομάδα ανέλυσε δεδομένα από 62.437 άτομα άνω των 70 ετών που συμμετείχαν σε τρεις μεγάλες μελέτες για την τρίτη ηλικία. Οι συμμετέχοντες ήταν χωρισμένοι σε οκτώ γενεαλογικές ομάδες, από όσους είχαν γεννηθεί στο μακρινό 1890 μέχρι και τη δεκαετία του ’40.

Η διάγνωση της άνοιας δεν έγινε με παραδοσιακό τρόπο, αλλά μέσω ενός αλγορίθμου πρόβλεψης, ο οποίος αξιολογούσε τη γνωστική λειτουργία, την ικανότητα διαχείρισης της καθημερινότητας και άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά. Το μοντέλο είχε προηγουμένως επαληθευτεί, δείχνοντας 85% συμφωνία με κλινικά επιβεβαιωμένες διαγνώσεις σε υποσύνολο συμμετεχόντων.
Και το αποτέλεσμα; Η πιθανότητα εμφάνισης άνοιας φαίνεται να μειώνεται σταθερά με κάθε νεότερη γενιά. Συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ, το 25% των ατόμων που γεννήθηκαν μεταξύ 1890-1912 ανέπτυξαν άνοια, σε αντίθεση με 15% των ατόμων γεννημένων μεταξύ 1939-1943. Αντίστοιχα στοιχεία καταγράφηκαν και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν και η πτώση ήταν πιο ήπια.

Τι μπορεί να εξηγεί τη μείωση;

Παρόλο που οι ερευνητές δεν έδωσαν συγκεκριμένο λόγο για τη μείωση του κινδύνου, υπάρχουν κάποιες εύλογες υποθέσεις. Οι νεότερες γενιές έχουν γενικά καλύτερη πρόσβαση σε εκπαίδευση, μεγαλύτερη εξοικείωση με την υγιεινή διατροφή, την πρόληψη, αλλά και βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης. Το γεγονός ότι η μελέτη ενσωμάτωσε και τον δείκτη Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) στις αναλύσεις δείχνει και κάτι ακόμα: υπάρχει σύνδεση μεταξύ οικονομικής ευημερίας και υγείας του εγκεφάλου.

Όπως καταλήγει και η ομάδα, «ο συσχετισμός μεταξύ μεγαλύτερου ΑΕΠ και μειωμένου κινδύνου άνοιας είναι ξεκάθαρος». Με λίγα λόγια, οι χώρες με καλύτερες υποδομές υγείας και ενημέρωσης, παρέχουν στους πολίτες τους καλύτερες πιθανότητες να φροντίσουν την ψυχική και σωματική τους υγεία, και πιθανώς να καθυστερήσουν ή να αποφύγουν την εμφάνιση άνοιας.

Κρατάμε μικρό καλάθι

Φυσικά, η μελέτη δεν δίνει οριστικές απαντήσεις. Κάπου εδώ, αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα ερωτηματικά. Πρώτον, η έρευνα αφορά μόνο άτομα σε χώρες υψηλού εισοδήματος – όπως ΗΠΑ και Αγγλία – όπου η διάγνωση και η φροντίδα της άνοιας είναι πιο διαδεδομένες. Όμως, το 70% των ανθρώπων με άνοια παγκοσμίως ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπου η άνοια παραμένει στιγματισμένη και υποδιαγνωσμένη. Οπότε τα ευρήματα δεν μπορούν να γενικευθούν στον παγκόσμιο πληθυσμό.

Δεύτερον, το διαγνωστικό μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στους τύπους άνοιας, όπως το Αλτσχάιμερ, την άνοια με σωμάτια Lewy ή τη μετωποκροταφική άνοια. Και κάθε τύπος έχει διαφορετικά συμπτώματα και εξελίσσεται αλλιώς. Η γενική πρόβλεψη ίσως χάνει κομμάτια του παζλ.

Η άνοια είναι (ακόμα) εδώ, αλλά έχουμε λόγους να ελπίζουμε

Μπορεί το συνολικό ποσοστό εμφάνισης άνοιας να δείχνει κάμψη σε κάποιες γενιές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο αριθμός των πασχόντων θα μειωθεί. Ο πληθυσμός γερνάει, και όσο αυξάνεται η ηλικία ζωής, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα διατρέχουν κίνδυνο. Η πραγματική πρόκληση, λοιπόν, δεν είναι μόνο η μείωση του κινδύνου ανά άτομο, αλλά και η προετοιμασία των κοινωνιών να στηρίξουν αυτόν τον αυξανόμενο πληθυσμό, είτε μέσα από ενημέρωση, είτε με καλύτερη φροντίδα.

Από την πλευρά τους, οι ειδικοί επιμένουν: η πρόληψη ξεκινά νωρίς. Μείωση της καθιστικής ζωής, καλή διατροφή, επαρκής ύπνος, πνευματική εγρήγορση και κοινωνική δραστηριότητα είναι κομβικά στοιχεία που προστατεύουν τον εγκέφαλο. Και μπορεί να μην ελέγχουμε τα γονίδιά μας, αλλά ο τρόπος ζωής μας επηρεάζει το μέλλον μας περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε.