Θέατρο: Επίδαυρος 2022, ένας απολογισμός
Μετά από δύο οδυνηρά καλοκαίρια πανδημίας και πλημμελούς λειτουργίας του, ο θεσμός των Επιδαυρίων βρήκε φέτος τον βηματισμό του, επιστρέφοντας στην κανονικότητα και ολοκληρώθηκε χωρίς αναστολές και περιορισμούς. Η αυλαία έπεσε και η ώρα για τις εντυπώσεις που άφησαν και τους προβληματισμούς που δημιούργησαν οι παραστάσεις, για τις εύστοχες και τις άστοχες στιγμές που είχαν, αλλά και τις προοπτικές που διέγραψαν, εύλογα επέστη.
Αν θεωρήσουμε ως βασικές παραμέτρους επιτυχίας ενός φεστιβάλ την επισκεψιμότητά του, το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα και τις ταμειακές του επιδόσεις, η προσέλευση του κοινού στις παραστάσεις της Επιδαύρου ήταν μειωμένη, όχι μόνο γιατί κάποιες από αυτές ήταν ήδη σε περιοδεία, πριν από την παρουσίασή τους στο αργολικό θέατρο, γεγονός που συνέβαλε στη διάχυση των θεατών, αλλά και γιατί λόγω της ενεργειακής κρίσης το κόστος της μετακίνησης αποδείχθηκε αποτρεπτικό. Η απόκλιση προς το εκσυγχρονιστικό και το νεωτεριστικό έναντι του παραδοσιακού και πατροπαράδοτου ήταν εμφανής ενώ οι εισπράξεις εκ πρώτης όψεως καταγράφονται αμφίρροπες.
Οι ξένες μετακλήσεις –σύνηθες φαινόμενο των τελευταίων χρόνων– φέτος της αμφίσημης «Αλκηστης», με την υπογραφή του ολλανδού Γιόχαν Σίμονς, εκπροσώπου της σύγχρονης ευρωπαϊκής θεατρικής πρωτοπορίας και του «Αγαμέμνονα» με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γερμανού Ούλριχ Ράσε, συνέβαλαν στην ανανέωση του γερασμένου προφίλ της Επιδαύρου, συγκέντρωσαν όμως μικρό αριθμό θεατρόφιλων, κατά κανόνα μυημένων στην εναλλακτική παρουσίαση του αρχαίου θεάτρου. Η απουσία εξάλλου του Αριστοφάνη και η φιλοξενία αντ’ αυτού του Μποστ, με τη δημοφιλή του «Μήδεια», συζητήθηκε όχι πάντοτε θετικά, παρά το γεγονός ότι το έργο του συνομιλεί με το αρχαίο δράμα και υπό ευρεία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο νεώτερος Αριστοφάνης.
Με θετικότερο πρόσημο και ικανοποιητική προσέλευση οι διασκευασμένοι «Πέρσες» του Αισχύλου –ένα δριμύ κατηγορώ του τραγικού ποιητή για την αλαζονεία της εξουσίας– με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Δημήτρη Καραντζά. Παράσταση που κέρδισε πόντους, χάρις στην πολύπτυχη και πολύχυμη ερμηνεία της μεγάλης κυρίας του θεάτρου μας Ρένης Πιττακή, στον ρόλο της Ατοσσας, ευαίσθητης μητέρας του Ξέρξη, αφοσιωμένης συζύγου του Δαρείου και δυναμικής βασίλισσας των Περσών. Αντίθετα ο «Αίας» από τις ολιγοπαιγμένες τραγωδίες του Σοφοκλή, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του καλού ηθοποιού Αργύρη Ξάφη, πρωτοεμφανιζόμενου ως σκηνοθέτη στον στίβο του αρχαίου δράματος, πλήρωσε το τίμημα του εκσυγχρονισμού με την αντιστροφή των μερών της τραγωδίας, παρέμβαση που θεωρήθηκε ακραία για τη δομή της.
Η πολύχρωμη και ευφρόσυνη «Ελένη» του Ευριπίδη, που επανηύρε δικαιωματικά τη θέση της στο φετινό πρόγραμμα της Επιδαύρου, μετά την ατυχή συγκυρία του περσινού καλοκαιριού, κέρδισε το κοινό και απέσπασε καλές κριτικές, με τη σκηνοθετική γραμμή του Βασίλη Παπαβασιλείου, που κινήθηκε ευφυώς στην κόψη της πρόκλησης και του ρίσκου, αποκλίνοντας προς το ιλαρό και το αστείο, παρά τις αντιδράσεις μερίδας του κοινού, μη ανεκτικού απέναντι στο γκροτέσκο και το μπουρλέσκ στοιχείο, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην παράσταση.
Αναντίρρητα αστοχία και ατυχής στιγμή του φεστιβάλ Επιδαύρου 2022 υπήρξε η προσέγγιση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή από τον Λιθουανό Τσέζαρις Γκραουζίνις, παρά το γεγονός ότι εντάχθηκε στον κύκλο του «Αντιγονισμού» και παρόλο ότι προηγήθηκε της έναρξης της φεστιβαλικής διοργάνωσης ημερίδα, με ζητούμενο ποιες παραστάσεις αξίζει να παρουσιάζονται στο ηυξημένης βαρύτητας και σπουδαιότητας θέατρο της Επιδαύρου. Είναι βέβαιο ότι η συγκεκριμένη παράσταση κατέστησε άκυρη και πρακτικά ανακόλουθη την αρχικά επιδειχθείσα ευαισθησία για την αναγκαιότητα ποιοτικού θεάματος στο θέατρο του Πολυκλείτου.
Σε επίπεδο προσώπων και άλλες φορές η τηλεόραση αξιοποιήθηκε ως εφαλτήριο για το θέατρο, ποτέ όμως δεν εργαλειοποιήθηκε τόσο ανενδοίαστα και καταχρηστικά και μάλιστα στο ιερό αλώνι της Επιδαύρου, με στόχο να γεμίσει το θέατρο, προσελκύοντας κοινό αμφιλεγόμενης θεατροφιλίας αλλά βέβαιης τηλεοπτικής καταληψίας. Και ο στόχος επιτεύχθηκε, αφού η παράσταση έκανε διπλό sold out, φαινόμενο που δεν έχει επαναληφθεί για περισσότερο από μια δεκαετία αλλά με καλλιτεχνικό αποτέλεσμα άνισο και αναντίστοιχο προς το εμπορικό της αντίκρισμα.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά: Επρεπε να ενταχθεί η εντυπωσιοθηρική αυτή παράσταση στο πρόγραμμα του Επιδαύρου; Οι ταμειακές επιδόσεις είναι ικανές να αντισταθμίσουν την καλλιτεχνική υποτίμηση του χώρου; Μήπως πρόκειται για μια πύρρεια νίκη, όχι βέβαια για την παραγωγή αλλά για τους υπεύθυνους της κατάρτισης του προγράμματος; Πόσο ευοίωνη είναι η προοπτική, που διαγράφεται από τη θυσία του καλλιτεχνικού κεφαλαίου στο οικονομικό κεφάλαιο;
Αντίθετα η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», που έκλεισε την αυλαία των 68ων Επιδαυρείων παρά την τηλεοπτική προέλευση της πρωταγωνίστριας Μαρίας Πετεβή, κατέθεσε μια ισορροπημένη κατά το περιεχόμενο και τη μορφή παράσταση, με τον Θέμη Μουμουλίδη να προσέρχεται για τρίτη φορά στη σκηνοθετική ανάγνωση της τελευταίας ευριπίδειας τραγωδίας.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News