Θέατρο: Θεατρικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις
Οι καλλιτεχνικές αντιζηλίες δεν έπαψαν ποτέ, ίσως γιατί μεταξύ ισάξιων ομοτέχνων φιλία δε χωρεί, με τους κρίνοντες το έργο τους συχνά να μοιράζονται σε στρατόπεδα, επιτείνοντας το φαινόμενο. Από την ανάμνηση της σκηνής του αγώνα μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη και την αντιμαχία μεταξύ Αριστοφάνη και Ηρώνδα, σε πρόσφατη παράσταση του ΚΘΒΕ μέχρι σήμερα, οι ανταγωνισμοί στο χώρο της τέχνης επαναλήφθηκαν, όχι μόνο ως δραματουργική επινόηση αλλά και ως πραγματική κατάσταση.
Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα είναι γνωστή η αντιπαράθεση της Γαλλίδας ηθοποιού Σάρα Μπερνάρ με την Ιταλίδα αντίζηλό της Ελεονόρα Ντούζε και η μονομαχία μεταξύ τους επί σκηνής. Οταν όμως η καλλιτεχνική κόντρα παίρνει και πολιτική διάσταση, τότε αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Με τον δισυπόστατο αυτό χαρακτήρα είναι γνωστή στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου η ιδιόρρυθμη θεατρική διαρχία της Κυβέλης (Αδριανού) και της Μαρίκας Κοτοπούλη, που επικαιροποιείται μέσα από την τηλεοπτική σειρά εποχής «Φλόγα και Ανεμος», αποκαλύπτοντας παράλληλα με τα ιστορικά δρώμενα και σκαμπρόζικα θεατρικά παρασκήνια.
Η άνοδος και η κυριαρχία τους στο θεατρικό σανίδι συμπίπτει με μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας: Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, που ταυτίζεται με τον Εθνικό Διχασμό. Σε πολιτικό επίπεδο, η αντιπαράθεση μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου σε κρίσιμα ελληνικά ζητήματα, χώριζε τους Ελληνες σε δύο στρατόπεδα: Τους βενιζελικούς (συλλήβδην αντιβασιλικούς) και σε βασιλόφρονες (αντιβενιζελικούς). Ο διχασμός δεν περιοριζόταν μόνο στον πολιτικό χώρο αλλά επηρέαζε και τις προτιμήσεις των Ελλήνων στο θέατρο.
Καθώς οι δύο κορυφαίες θεατρίνες ήταν «στρατευμένες» στις αντίθετες πολιτικές παρατάξεις του καιρού τους -φιλοβενιζελική η Κυβέλη, φιλοβασιλική η Κοτοπούλη- ο ανταγωνισμός τους έφτανε σε ορισμένες περιόδους στα όρια ανοικτού θεατρικού εμφυλίου, με την παγίωση της βεντετοκρατίας, το ανέβασμα του ίδιου έργου ταυτοχρόνως, τις παράλληλες πρεμιέρες και την αυστηρή καταμέτρηση του κοινού τους, με τους βενιζελικούς να γεμίζουν το θέατρο της Κυβέλης και τους αντιβενιζελικούς το θέατρο της Κοτοπούλη. Συχνά μάλιστα μετά τις παραστάσεις τους, τα εύφλεκτα πολιτικά πάθη κατέληγαν σε συμπλοκές των οπαδών των δύο στρατοπέδων στους δρόμους της Αθήνας και ενίοτε σε αιματηρά επεισόδια.
Τον καλλιτεχνικό αυτόν πόλεμο συντηρούσε και ένα είδος ιδιότυπης κατασκοπείας, με ανθρώπους επιφορτισμένους και από τις δύο πλευρές να μαθαίνουν τι προγραμματίζεται σε επίπεδο ρεπερτορίου στον αντίπαλο θεατρικό χώρο. Οι ίδιες εξάλλου δεν έκρυψαν ποτέ τις πολιτικές τους ιδέες. Πιο εκδηλωτική και μαχητική η Κυβέλη, συνελήφθη στα Νοεμβριανά του 1917 και υποχρεώθηκε από τους αντιβενιζελικούς να κατεβάσει το όνομά της από τη μαρκίζα του θεάτρου, ενώ είναι γνωστό ότι συναναστρεφόταν στενά με τον Βενιζέλο, στο διάστημα της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, μετά την ήττα του στις εκλογές του 1920. Φιλοβενιζελικών φρονημάτων ήταν και ο μεγάλος της έρωτας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, τοποθετήθηκε ως διοικητής στη Χίο με πρόταση του Βενιζέλου, προκειμένου να ενισχυθεί η επιρροή των Φιλελευθέρων στα νησιά του Αιγαίου.
Για τη λιγότερο εκδηλωτική Μαρίκα Κοτοπούλη -δήλωνε μάλιστα ότι δεν την ενδιαφέρουν τα πολιτικά πάθη- ισχυρό ήταν το πλήγμα και το τραύμα που άφησε στην ψυχή της η δολοφονία από κατώτερα στελέχη της βενιζελικής παράταξης του Ιωνα Δραγούμη (μιας από τις πλέον σεβαστές μορφές του αντιβενιζελισμού), με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση. Υποστηρικτής ο ίδιος των θεατρικών επιλογών της αγαπημένης του ηθοποιού, ενεπλάκη στον καλλιτεχνικό ανταγωνισμό με την αντίζηλό της και θέλοντας να την υπερασπιστεί έγραφε στα «Φύλλα Ημερολογίου»: «Η Κυβέλη πάντα της κάνει αντιπολίτευση. Παίζει τους ρόλους που παίζει και η Κοτοπούλη, ενώ αυτή δεν θέλει να παίζει τους ρόλους που παίζει η Κυβέλη».
Η προσωπική αντιζηλία, ο ιδεολογικός φανατισμός και η έκρυθμη πολιτική κατάσταση χώρισαν τις δύο κορυφαίες ηθοποιούς για δύο δεκαετίες και εμπόδισαν την κοινή συνεύρεσή τους στη σκηνή, ωστόσο όταν το 1932 ιδρύθηκε το Εθνικό Θέατρο, τα δύο ιερά τέρατα της σκηνής συνασπίστηκαν υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Σπύρου Μελά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αντίπαλο δέος ενός θεάτρου, που παρουσίαζε σοβαρό ρεπερτόριο.
Ο κοινός θίασος Κυβέλης-Κοτοπούλη -ποιος θα το φανταζόταν- παρουσίασε την άνοιξη και το φθινόπωρο του 1932 πέντε έργα: Τη «Μαρία Στίουαρτ» του Σίλλερ, με την πρώτη στον ρόλο της Μαρίας και τη δεύτερη σε εκείνον της Ελισάβετ, «Το επάγγελμα της Κυρίας Γουόρεν» του Μπέρναρντ Σω, τον «Γυρισμό» από την τριλογία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Τη βροχή» του Σώμερσετ Μωμ και «Το Σαββατοκύριακο» του Νόελ Κάουαρντ. Το 1933 η θεατρική τους συνεργασία αδράνησε για να ενεργοποιηθεί το 1934 με έργα νεοελλήνων συγγραφέων.
Δύο σχεδόν συνομήλικες ηθοποιοί, που αναδύθηκαν πολύ νέες στο θεατρικό στερέωμα σε μια διχασμένη εποχή, υπέστησαν τις συνέπειες των πολιτικών επιλογών τους, ακολουθώντας παράλληλες πορείες και άφησαν ισχυρό το αποτύπωμά τους στο ελληνικό θέατρο πρωτευόντως με το πληθωρικό τους ταλέντο και δευτερευόντως με τον θρυλικό τους ανταγωνισμό.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News