Θέατρο: Κάθε χρόνο, κύριε Ιψεν
Σπάνια θεατρική σεζόν άφησε έξω από τις επιλογές της την ιψενική δραματουργία. Ηδη από τον θάνατό του (1906) ο κορυφαίος Νορβηγός συγγραφέας είχε κερδίσει την αναγνώριση του θεατρόφιλου κοινού της Ελλάδας και η παρουσία του στην ελληνική σκηνή είναι έκτοτε συνεχής και αδιάλειπτη μέχρι τις μέρες μας. Κατά την τρέχουσα περίοδο ο εισηγητής «του θεάτρου των ιδεών» δίνει διπλό παρόν στις αθηναϊκές θεατρικές αίθουσες, με το ανατρεπτικό «Κουκλόσπιτο» (A Doll’s House, 1879) και τους σκοτεινούς «Βρυκόλακες» (Ghosts, 1881).
Από τα πολυπαιγμένα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου και γι’ αυτό με ιδιαίτερα εκτενή παραστασιογραφία, η «Νόρα» (ή «Το Κουκλόσπιτο») προκάλεσε τα πουριτανικά ήθη της συντηρητικής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, καθώς θεωρήθηκε το πρώτο θεατρικό φεμινιστικό μανιφέστο και η κεντρική ηρωίδα του η πρώτη χειραφετημένη γυναίκα, που ανέβηκε στη σκηνή. Η εκρηκτική ένταση, που δημιούργησε, οδήγησε στενόμυαλους κοινωνικούς κύκλους της εποχής στην παρερμηνεία των προθέσεων του Ιψεν, που είδε στη στάση της Νόρας ανήθικη ανταρσία.
Η Νόρα Χέμλερ είναι ένα μεγάλο ενήλικο παιδί, που έχοντας βασίσει ολόκληρη τη ζωή της στη ψευδαίσθηση μιας ευτυχισμένης οικογένειας, κάποια στιγμή αφυπνίζεται από τη νάρκη του ζωτικού ψεύδους, στο οποίο έζησε επί χρόνια. Συμβιώνοντας μ’ έναν κτητικό και αυταρχικό σύζυγο, που τη μεταχειρίζεται ως κούκλα και της επιβάλλει τη θέλησή του, αγνοώντας την προσδοκία της ψυχής της για ουσιαστική επικοινωνία, διαπιστώνει ότι ο γάμος της είναι μια αποτυχία. Αντικρίζει κατάματα την αλήθεια και αφήνοντας την αρχική της μακαριότητα και ό,τι της θύμιζε το κουκλόσπιτό της, αποφασίζει να βγει στον πραγματικό κόσμο, αφήνοντας πίσω της σύζυγο και σπιτικό.
Με τη φράση «Εχε γεια, Τόρβαλντ» αποχαιρετά την οικογενειακή φυλακή της και εγκαινιάζει την αυθύπαρκτη ζωή της, έχοντας κατακτήσει την αυτογνωσία. Αποβαίνει έτσι πρώιμα το «Κουκλόσπιτο» όχι απλώς ένας δραματοποιημένος σχολιασμός και μια ευαίσθητη κριτική του θεσμού του γάμου, τον οποίο ακόμα επικαλούνται πολλοί ως τον ακρογωνιαίο λίθο του κοινωνικού οικοδομήματος, αλλά η έκφραση του προβληματισμού του Ίψεν για τη συμβίωση του ζευγαριού με ανθρώπινο και υψηλό περιεχόμενο, πέραν από τις συμβάσεις και τα στερεότυπα της κοινωνίας. Μια έξοδος της γυναίκας στην πραγματική ζωή, που δε βολεύεται στο ψέμα, για να αναγνωρίσει τον εαυτό της και να κάνει τα δικά της βήματα.
Μόλις δύο χρόνια μετά (1881), ο Ιψεν δεν πτοήθηκε από τις επικρίσεις των ηθικολόγων για τη «Νόρα» του, σημαίνοντας νέο συναγερμό στους συντηρητικούς κύκλους της εποχής του με τους «Βρυκόλακες». Η υπόθεσή τους εξελίσσεται στο σκοτεινό σαλόνι των Αλβινγκ, μέσα από ανατροπές και αποκαλύψεις καλά κρυμμένων μυστικών, που έρχονται στο φως συνθέτοντας την πρόθεση του δημιουργού τους να ξεσκεπάσει την κοινωνική σαθρότητα, να κατεβάσει τις μάσκες του καθωσπρεπισμού και να διαρρήξει την καλογυαλισμένη επιφάνεια ενός αστικού «φαίνεσθαι».
Ολα όσα συμβαίνουν στο παρόν των ηρώων είναι φαντάσματα ενός οδυνηρού παρελθόντος, που επανέρχονται εφιαλτικά, στοιχειώνοντας και καταδυναστεύοντας την ύπαρξή τους. Η κυρία Αλβινγκ, μια σύζυγος, που υποτάχθηκε σ’ ένα βεβιασμένο και αρρωστημένο γάμο στο πλευρό ενός άσωτου και διεφθαρμένου συζύγου, ανασκάπτει τα ερείπια της ζωής της, αναφωνώντας «βρυκόλακες». Ενας γιος, ο Οσβαλντ, που κληρονομεί τις αδυναμίες της συνύπαρξης των αταίριαστων γονιών του αλλά και ανίατη εκφυλιστική ασθένεια από τον πατέρα του, που ευθύνεται για την τραγική κατάληξή του.
Μια ετεροθαλής αδελφή, η Ρεγγίνα, προϊόν της παράνομης σχέσης του λοχαγού Αλβινγκ με την υπηρέτρια μητέρα της, που ζει μέσα στο ψέμα της πραγματικής της καταγωγής, τολμά όμως να σπάσει τα καθορισμένα όρια, να βγει στον κόσμο και να ζήσει. Και φυσικά ένας πάστορας, ο Μάντερς, εκφραστής της υποκρισίας που ανάγεται σε δόγμα, διαπρύσιος κήρυκας των ηθικών και κοινωνικών κανόνων, εμμονικά προσηλωμένος στην υπεράσπιση καθήκοντος, που αποπέμπει τη χαρά της ζωής, συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία στους «Βρυκόλακες», στους οποίους λύτρωση δεν υπάρχει. Η σκοτεινιά και η φρίκη του οίκου Αλβινγκ είναι τόση, που ο ήλιος στην κατακλείδα του έργου δεν καταφέρνει να τη λειάνει.
Το «Κουκλόσπιτο» φιλοξενείται στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, που συναντιέται για δεύτερη φορά με την ιψενική δραματουργία τα τελευταία χρόνια, με τη Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της εμβληματικής Νόρας και τον Γιώργο Χριστοδούλου σε εκείνον του χειριστικού Τόρβαλντ. Τη διανομή συμπληρώνουν οι: Θανάσης Δόβρης (Κρόγκσταντ), Κώστας Βασαρδάνης (Ρανγκ), Βίκυ Κατσίκα (Λίντε) και Ολγα Δαλέκου (Νταντά).
Οι «Βρυκόλακες» επιστρέφουν στο Εθνικό 25 χρόνια μετά το τελευταίο ανέβασμά τους, με τον Σταμάτη Φασουλή να αναμετριέται πάλι με το έργο, με το οποίο έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Την κυρία Αλβινγκ υποδύεται η Ναταλία Τσαλίκη και τον Οσβαλντ ο Αργύρης Πανταζάρας. Τον ρόλο του πάστορα Μάντερς επωμίζεται ο Περικλής Μουστάκης, της Ρεγγίνας η Κατερίνα Μαούτσου και του Εγκστραντ ο Γιώργος Ζιόβας.
Δύο ενδιαφέρουσες, αγέραστες μέσα στον χρόνο, θεατρικές προτάσεις.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News