Θέατρο: Ελληνορωσική συνεργασία
Εργο της νιότης του Τσέχωφ ο «Πλατόνωφ», γράφτηκε από τον κορυφαίο Ρώσο δραματουργό το 1880-81, όταν ήταν εικοσάχρονος μόλις φοιτητής της ιατρικής. Μετά την πρώτη προσπάθεια ανεβάσματός του στο θέατρο «Μάλι» της Μόσχας, που συνοδεύτηκε από την πικρή γεύση της αποτυχίας για τον δημιουργό, παρέμεινε στο συρτάρι του, για να ανακαλυφθεί είκοσι ολόκληρα μετά τον θάνατό του, ενώ χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να αποκατασταθεί η φήμη του στις ευρωπαϊκές σκηνές.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια επαρχία της προεπαναστατικής Ρωσίας, στο υποθηκευμένο κτήμα της γοητευτικής και ελευθεριάζουσας Αννας Πετρόβνα, στο οποίο καταφθάνουν για να παραθερίσουν ξεπεσμένα πρόσωπα μιας πάλαι ποτέ υψηλής κοινωνικής τάξης. Ατμόσφαιρα καλοκαιρινή, υγρή και βαριά, με τους ήρωες να επιδίδονται σ’ ένα ατέλειωτο κουβεντολόι, να συνδέονται με σχέσεις αγάπης και μίσους με γνώμονα τα συμφέροντά τους και να συμποσιάζονται μελαγχολικά έως ασυνείδητα, μέσα σ’ ένα κλίμα δημιουργικής αδράνειας, μοιραίοι και άβουλοι μαζί.
Βασανιστικές εμμονές και φόβοι, απραγματοποίητα όνειρα, ανεκπλήρωτοι έρωτες αλλά και ακόλαστες ανάγκες συνθέτουν το εύθραυστο ψυχικό τοπίο των αστών ηρώων. Πίσω από την επιφανειακή ζωή τους, υπάρχει μια χαλασμένη και αδιέξοδη ζωή, που μέσα της ανεμοδέρνονται ασταμάτητα. Είναι το αδιέξοδο μιας ταξικής κοινωνίας σε ιδεολογική κρίση, που δεν τους αφήνει ανεπηρέαστους.
Ανάμεσά τους ο Πλατόνωφ, ένας ταλαίπωρος και μοιραίος γόης, χιμαιροκυνηγός του έρωτα, που αποτελεί τη ρωσική εκδοχή του Δον Ζουάν. Πλαισιωμένος από τις ερωτικές του κατακτήσεις, απασχολεί τη σκηνή σε όλη τη διάρκεια της πλοκής, πριμοδοτημένος από τον Τσέχωφ με την ικανότητα του ψευδοφιλοσόφου, που πασχίζει να ξεδιαλύνει τα πράγματα και να συνοψίσει, παρά τον κυνισμό και την κούφια ζωή του, την κρίση ταυτότητας της ρωσικής διανόησης και τον ηθικό εκπεσμό της ρωσικής αστικής τάξης.
Ο ίδιος ο Τσέχωφ, οριοθετώντας φιλόδοξα το στόχο του, μας πληροφορεί ότι με τον «Πλατόνωφ» αποπειράθηκε να γράψει ένα πανόραμα της ρωσικής ζωής και ως ένα σημείο τα κατάφερε. Ενας αντιπροσωπευτικός μικρόκοσμος της προεπαναστατικής Ρωσίας συνωστίζεται στις τριακόσιες σελίδες του. Χρεοκοπημένοι αριστοκράτες και νεόπλουτοι, ενεχυροδανειστές και αδίστακτοι τοκογλύφοι, παρασιτικοί και μέθυσοι, υποταγμένοι δούλοι, αγνοί αλλά ανίδεοι, συνθέτουν το κοινωνικό ψηφιδωτό του έργου.
Στο κείμενό του περιέχονται σε εμβρυική ακόμα μορφή όλα σχεδόν τα θέματα που θα απασχολήσουν στο μέλλον τον μεγάλο δραματουργό: ο ανεκπλήρωτος έρωτας, το αδιέξοδο της επαρχιακής ζωής, η συγκαλυμμένη υπαρξιακή αγωνία και η πίστη σ’ έναν καλύτερο κόσμο που έρχεται. Διαδραματίζει έτσι αυτή η νεανική τραγικοκωμική φάρσα πρωτεϊκό ρόλο στη διαμόρφωση της ώριμης τσεχωφικής παραγωγής.
Σε επίπεδο παραστασιογραφίας, ο «Πλατόνωφ» δεν απέκτησε ποτέ τη δημοφιλία του «Γλάρου» και του «Θείου Βάνια», των «Τριών Αδελφών» και του «Βυσσινόκηπου». Εργο πολυπρόσωπο και απαιτητικό στη σκηνική του προσέγγιση, κυρίως λόγω της μεγάλης του έκτασης, αποτελούσε πάντοτε το μεγάλο στοίχημα των σκηνοθετών, που αποφάσιζαν να το ανεβάσουν. Μετά την παράσταση του 1980 σε σκηνοθεσία του Κωστή Μπάκα και το αμφιλεγόμενο ανέβασμά του από τον Γιώργο Λάνθιμο, σε διασκευή του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Ντέιβιντ Χέαρ, επιστρέφει στην ελληνική σκηνή με τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Ρώσου Αντόλφ Σαπίρο, ιδιαίτερα έμπειρου στην τσεχωφική δραματουργία.
Εχοντας στη διάθεσή του τη ρωσικής υπογραφής μετάφραση της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια, τον σκηνικό και ενδυματολογικό σχεδιασμό της Μαρίας Τρεγκούποβα, συναντιέται με την πρόκληση του χρονολογικά πρώιμου δείγματος του τσεχωφικού ταλέντου, αξιοποιώντας τον Γιώργο Χριστοδούλου στο ρόλο του Πλατόνωφ και την Παναγιώτα Βλαντή σε εκείνον της Αννας Πετρόβνα. Στο πλευρό τους, μεταξύ άλλων εκλεκτών ηθοποιών, εμφανίζονται οι: Ομηρος Πουλάκης, Ιώβη Φραγκάτου, Κώστας Φλωκατούλας και Ειρήνη Καζάκου.
Η πρεμιέρα στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, στις 21 Φεβρουαρίου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News