Ακούσατε, Ακούσατε…

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟΥΤΟΥΣΗ *

Του Αγ. Αντωνίου, στις 17, γιόρταζε ο συγχωρεμένος ο θείος μου. Και την επομένη ακριβώς η μάνα μου. Τα δύο αυτά γιορτάσια, μας είχαν επιτρέψει ως παιδιά να αντιμετωπίζουμε με μια κάποια αισιοδοξία το γεγονός ότι μετά του ΑιΓιαννιού έπρεπε να περιμένουμε την Καθαρή Δευτέρα και την 25η, μοναδικές οάσεις στην έρημο προς τις διακοπές του Πάσχα.
Ήμασταν λίγο πιο τυχεροί. Είχαμε δύο γιορτές στο καπάκι μέσα σε όλη αυτήν την κατάθλιψη που ενθρονίζεται στις 2 του Γενάρη και αρχίζει τη βασιλεία της μετά τις 7 που ανοίγουν και τα σχολεία.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και μαζί με αυτά περάσαμε και εμείς στον κόσμο εκείνο των ενηλίκων που γιορτές σαν αυτές δύσκολα καταφέρνουν να αλλάξουν την διάθεση.
Και αίφνης, ο Θεός; Η μοίρα; Η καλή τύχη; Ο βελζεβούλης ίσως; Με έφεραν να ζήσω στην Πάτρα.
Στην Πάτρα, που όλοι οι συγχωριανοί μου, οι «Αθηναίοι», μου έλεγαν…«Εκεί πας; Είναι κλειστοί. Θα δυσκολευτείς να γνωρίσεις κόσμο, να κάνεις παρέες, να μπεις στα «κυκλώματα».
Κι έτσι, ένα πρωί, ενώ δούλευα μισοανόρεχτα ένεκα η περίοδος στο ιατρείο μου, ήρθε εκείνη η απόκοσμη, η πρωτόγνωρη φωνή στα αυτιά μου…ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ.
Τι είναι αυτό; ρώτησα ενστικτωδώς τον ασθενή μου.
Μα αυτός είναι ο Τελάλης! Δεν το γνωρίζετε; απάντησε με την μεγαλύτερη φυσικότητα.
Και τότε άνοιξαν τα μάτια μου, άνοιξε η ψυχή μου σωστότερα, και έμαθα.
Το πρώτο Σάββατο μετά του Αγ. Αντωνίου ξεκινάει το Πατρινό Καρναβάλι.
Κι εκεί που όλος ο υπόλοιπος κόσμος θα πασχίζει να διαχειριστεί την μεθεόρτια κατάθλιψη, εμείς θα έχουμε πάντα έναν Δήμαρχο που με στολή ή χωρίς, με καπέλο ή ασκεπής, θα κηρύσσει την έναρξη του Καρναβαλιού.
Και εμείς θα ανοίγουμε την πόρτα και θα μπαίνουμε σε έναν κόσμο μαγικό. Σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει.
Και το ίδιο ραβδάκι που έκανε την κολοκύθα άμαξα, θα μετατρέπει όλους εμάς σε τραγουδιστές, ηθοποιούς, ποιητές, δημιουργούς, διοργανωτές, κριτικούς, μασκαράδες, ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΣΤΕΣ τελικά, για τόσες μέρες όσες μεσολαβούν κάθε φορά από το Σάββατο εκείνο ως την Καθαρή Δευτέρα.
Η μαγεία έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν η συνάδελφός μου, η Νίκη η Πετσάλη, με πήρε από το χέρι μια βραδιά και με πήγε στο θεατρικό του Κομιτάτου.
Και την επόμενη χρονιά στην βραδιά των Ταλέντων.
Και η φίλη μου η Ελένη, μη Πατρινή κι αυτή, στο χορό της κινηματογραφικής και στην ACHAIA CLAUSS.
Και ο Αντρέας στο Μαύρο Ντόμινο, στο Δημοτικό Θέατρο τότε.
Και οι φίλοι μου, ο Περικλής, ο Μπάμπης και ο Κωστής, στο πάρτι των γιατρών, που ακόμη το συνδιοργανώνουμε.
Αυτό ήταν. Από Αθηναίος έγινα οριστικά Πατρινός.
Αγάπησα αυτή την πόλη και χαίρομαι που ζω σε αυτήν και σε αυτήν μεγαλώνουν οι κόρες μου.
Και πραγματικά συγκλονίζομαι όταν σκέφτομαι ότι στην πόλη μου μια γυναίκα, φορώντας απλά ένα μαύρο ντόμινο, μπορούσε να αστειευτεί με το σκληρό φύλο τον 19ο αιώνα.
Αν δεν ήταν αυτό μπροστά από την εποχή του, τότε ποιο είναι;
Καλό Καρναβάλι λοιπόν.
Εστω κι αν αυτό θα το περάσουμε βουβά λόγω των συνθηκών.
Εστω κι αν ο κορονοιός πήρε τη θέση της αγιαστούρας με την οποία κάποιοι ξόρκιζαν το «κακό».
Θα περιμένουμε το ΕΠΟΜΕΝΟ.
Βέβαιοι ότι θα δονηθούν ξανά οι μεμβράνες των μεγαφώνων από εκείνο το εμφατικό…ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ.

* Ο Γιώργος Μουτούσης είναι πρόεδρος του Οδοντιατρικού Συλλόγου Αχαΐας.