Ανδρέας Μήτσου: «Γράφω για να συμφιλιωθώ με ό,τι δεν κατανοώ»

Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει στην «Π» για τους ήρωές του, τη διαφορετικότητα, την καλοσύνη, την αγάπη, τη δύναμη των λέξεων και μοιράζεται μαζί μας ένα περιστατικό που μαρτυρά τη «φυλακή του χρόνου».

Ανδρέας Μήτσου: «Γράφω για να συμφιλιωθώ με ό,τι δεν κατανοώ» Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη

Από τις πρώτες κιόλας αράδες παραδίδεσαι, αμαχητί, στην έντονη έλξη που σου ασκούν τα «Δύο παράξενα πλάσματα» (εκδ. Καστανιώτη) πλασμένα από τη δεξιοτεχνική πένα του Ανδρέα Μήτσου. Κι ύστερα βουτάς στις 97 σελίδες της νουβέλας του, μέσα από τις οποίες ξεδιπλώνεται η μαγική και συνάμα τόσο επίκαιρη ιστορία του, για να φτάσεις, απνευστί, στο τέλος, με τη δίψα σου για καλή λογοτεχνία απόλυτα ικανοποιημένη. Παρ’ όλα αυτά, θέλεις διακαώς να ξαναγευτείς τη μαγεία. Και πιάνεις το βιβλίο πάλι από την αρχή.

Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει στην «Π» για τους ήρωές του, τη διαφορετικότητα, την καλοσύνη, την αγάπη, τη δύναμη των λέξεων και μοιράζεται μαζί μας ένα περιστατικό που μαρτυρά τη «φυλακή του χρόνου».

Μια 6χρονη «αλαφροΐσκιωτη μικρούλα με μελωδική φωνή» η Ελένη, ένα θεόρατο πουλί ο Στρούθος, τα δυο παράξενα πλάσματά σας, κι ένα νησί, η Νίσυρος, ο τόπος όπου εκτυλίσσεται η νουβέλα σας. Ποιος «διακόπτης» ενεργοποιήθηκε  εντός σας για να γεννηθεί η ιστορία σας;

Μια ανίχνευση στα τυφλά, μια ασύνετη αναψηλάφηση του ασυνείδητου φόβου που φωλιάζει μέσα μας εξελίσσεται εν αγνοία μας, και τότε, απροσδόκητα, η σκέψη μας αγκιστρώνεται σ’ ένα τυχαίο εξωτερικό συμβάν.

Διαβάζεις, δηλαδή, μια μικρή είδηση στην εφημερίδα πως σε κάποιο μακρινό νησί, οι κάτοικοί του κυνήγησαν ομαδικά και εξόντωσαν τις έγκλειστες στρουθοκαμήλους που είχαν δραπετεύσει και έτρεχαν να σωθούν. Φέρνεις τότε αθέλητα την εικόνα στο νου σου και διαπιστώνεις, κατάπληκτος, ότι σε αφορά. Τις εξόντωναν για το «παράξενο» σουλούπι τους.

Ψυχανεμίζεσαι μετά τη δική σου παραξενιά και πανικόβλητος στήνεις αμέσως μια ιστορία για να ξεφύγεις τη μοίρα των στρουθοκαμήλων, για να γλυρ=τώσεις τουλάχιστον εσύ. Αυτό φαντάζομαι πως μου συνέβη.

– Πυρήνας της νουβέλας σας η διαφορετικότητα και ο τρόπος που την αντιμετωπίζουν πλήθη στενόμυαλα και σαρκοβόρα –είτε αυτή έχει τη μορφή αλλόκοτων πουλιών είτε μεταναστών ή ανθρώπων αταίριαστων στο θεωρούμενο «κανονικό». Στην εποχή που η διαφορετικότητα και η ενσυναίσθηση προβάλλονται ως αξίες, πιστεύετε ότι έχουμε όντως αλλάξει νοοτροπία ή απλώς υιοθετήσαμε μια πιο «πολιτικώς ορθή» ρητορική χωρίς απτό αποτέλεσμα;

Οχι, δεν αλλάξαμε θεώρηση, απλά ονοματίζουμε τώρα διαφορετικά ό,τι δεν αποδεχόμαστε ό,τι μας ξενίζει και αποτελεί απειλή για μας, επειδή δεν μας μοιάζει. Γιατί αυτό φοβόμαστε, γιατί αυτό αναιρεί το αξιακό μας πρότυπο, υποσκάπτει την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας.

Η ενσυναίσθηση απαιτεί την ουσιαστική προσωπική παιδεία, δεν υπακούει σε γενικόλογα ευχολόγια, σε κοινωνικές νόρμες και αφορισμούς.

Πάντα θα εξοντώνονται τα παιδιά, αφού θα πλάθονται στο πρότυπο των γονιών τους, πάντα θα περιφρονούνται οι γέροι, ως άχρηστοι πλέον, πάντα θα λοιδορούνται οι αδύναμοι. Οι κοινωνίες συγκροτούν κάθε φορά τις ίδιες αξίες που τις ντύνουν με νέες ονομασίες. Για να επιβιώσουν, πλάθουν το πρότυπο του ανθρωποτύπου που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, στηριζόμενο πάντα σε αυταρχικά μοντέλα.

Η λογοτεχνία όμως τα αναιρεί και τα υποσκάπτει αυτά τα μοντέλα. Η Τέχνη είναι η μόνη αντίσταση σ’ αυτήν την καθημερινή αλλοτρίωση. Αναγνωρίζει πάντως κανείς κάτι ως διαφορετικό, ανάλογα με τη δυνατότητά του να το διακρίνει. Εκεί βρίσκεται όλη η ουσία. Στην αναγνώριση της διαφορετικότητας από το κάθε άτομο ξεχωριστά.

Η θεία Ευτέρπη είναι «σοφή και δίκαιη γυναίκα», «μιλάει ‘’τσεκουράτα’’, συμβολίζει το καλό. Η μοίρα της είναι η μοίρα όσων κοντράρονται με την κακία; Κινδυνεύει από εξόντωση η καλοσύνη;

Οποιος μιλάει ανοιχτά, «τσεκουράτα», τιμωρείται, αφού αφυπνίζει τις συνειδήσεις, απαξιώνει και υπερβαίνει το κοινό μέτρο, την ομαδική θέαση. Ωστόσο η καλοσύνη δεν κινδυνεύει με αφανισμό. Είναι άτρωτη, γιατί διαρκώς αναπαράγεται, μεταλλάσσεται μέσα από την συνύπαρξη, την ώσμωση με τους άλλους, γιατί δεν είναι έννοια στατική, αλλά δυναμική και εδράζεται στη συμπόνια και την αλληλεγγύη.

 -Η μικρή Ελένη όταν φοβόταν τραγουδούσε και «γέμιζε μ’ έναν νέο, γενναίο εαυτό» και, επίσης, ψήλωνε. Οι λέξεις για εσάς, πώς λειτουργούν ενώπιον του φόβου;

Με τις λέξεις μας εξορκίζουμε τον φόβο, είτε αυτές παίρνουν τη μορφή τραγουδιού ή της ανεξέλεγκτης ομιλίας –«η πιο μεγάλη μοναξιά κρύβεται στην πολυλογία» έλεγε ο Σ. Κίρκεγκωρ– είτε λουφάζουν με συστολή στη μεστή σιωπή και φανερώνονται απρόβλεπτα, μοναχικές και μετρημένες. Αυτές μας ενθαρρύνουν, αυτές μας παρηγορούν. Γράφω για να συμφιλιωθώ με ό,τι δεν κατανοώ, που με απειλεί, που με ποδηγετεί. Γράφω για να γνωρίσω τον εαυτό μου.

-«Η αγάπη είναι δυνατότητα. Μόνο όποιος έχει αγαπηθεί, αγαπάει» διαβάζουμε. Η στέρηση αγάπης δικαιολογεί, λέτε, συμπεριφορές ακραίες; Π.χ. κατά συρροήν παιδοκτονίες; -για να αναφερθώ στην επικαιρότητα.

Η αγάπη είναι προσωπική, συγκεκριμένη κατάσταση, έχει τη δική της δικαιοσύνη, τους δικούς της κώδικες.

Η αγάπη αντλείται από το ίδιο το πρόσωπο, την προσφορά της αυτός ο ίδιος οφείλει να τη διακρίνει και να την αποδεχτεί. Η αγάπη είναι η δυνατότητα, να πάρεις και να δώσεις. Απαιτεί να έχει κανείς ασκηθεί σ’ αυτή.

Τώρα, όσον αφορά στις «ακραίες συμπεριφορές», το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως αποτελούν την πηγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο λογοτέχνης, είναι πάντα με τον θύτη, κατ’ εμέ, όχι με το θύμα. Τον θύτη προσπαθεί να κατανοήσει, αυτός τον αφορά. Τα θύματα «αμείβονται» με τη θυσία τους. Ο συγγραφέας δεν δικαιολογεί κανένα έγκλημα, καμία αποτρόπαια συμπεριφορά, απλά τα περιγράφει. Ο αναγνώστης είναι που συγχωρεί και καταδικάζει.

– Πώς βιώσατε τη διαδικασία της συγγραφής, συνομιλώντας με τα δύο παράξενα πλάσματα; Σας είπαν κάτι που σας ξάφνιασε ή εντυπωσίασε;

Με ξάφνιαζαν και οι δύο, καθώς συζούσαν μαζί μου. Πότε ο «Στρούθος» με τη δειλία του και την τελική αυτόβουλη θανάτωσή του, κρύβοντας το κεφάλι του στην άμμο, να μη βλέπει (τους διώκτες του), και να μην ακούει, πότε η Ελένη που αρνείται επίμονα να αποδεχτεί, υποταχθεί στο χρόνο και στην πραγματικότητα, τραγουδώντας όλη την ώρα.

 -Στα βιβλία σας δημιουργείτε μαγικά σύμπαντα, μαγικούς χαρακτήρες. Σ’ έναν κόσμο που ξεχειλίζει από φρικαλεότητες, πώς ορίζετε τη μαγεία και πού την ανακαλύπτετε;

Δεν τα δημιουργώ, έτσι τα βλέπω. Ούτε μπορώ να αντικρίσω αλλιώς τον κόσμο, παρά ως ένα θαύμα εν εξελίξει. Ως μία μαγική διεργασία. Τον παρακολουθώ, ανά πάσα στιγμή με απορία και διαρκή έκπληξη.

 -Ο μικρός Ανδρέας Μήτσου είχε νιώσει ποτέ «παράξενο πλάσμα» και  μετανάστης στην πατρίδα του σαν την ηρωίδα του; Κι αν ναι, πώς αντιδρούσε; Και σήμερα;

Αλίμονο εάν δεν μας έχουν αντικρίσει κάποιοι, κάποτε, ως παράξενα πλάσματα. Θα σήμαινε πως δεν έχουμε καμία ιδιαιτερότητα, καμία προσωπική αξία. Και ναι, μετανάστες, είμαστε στην πατρίδα μας, αφού η εξουσία τη  διαμορφώνει και τη συγκροτεί την πατρίδα, σ’ όλον τον κόσμο, στα ασφυκτικά πλαίσια, μέτρα, για τον ελεύθερο άνθρωπο.

Χρειαζόμαστε μια μικρή Ελένη, την προσωπική μας έκφραση, να τραγουδάει για να ψηλώνουμε, να βγάλουμε φτερά και να πετάξουμε.

Εγώ έβρισκα το καταφύγιό μου στα βιβλία. Από μικρός έτσι αντιδρούσα, ενστικτωδώς, αποζητώντας να ξεφύγω. Εγινα γρήγορα βέβαια αποσυνάγωγος, ο «βιβλιοφάγος», έτσι με αποκαλούσαν. Στα βιβλία πασχίζω να βρω παρηγοριά, στον εύοσμο λογοτεχνικό κόσμο.

Βρήκα ένα συμμαθητή μου, φέτος το καλοκαίρι στην Αμφιλοχία, ψάρευε πάντα στο ίδιο μέρος, όπως παλιά, όπως όταν ήταν έφηβος. Γύρισε και με κοίταξε. Ενας γέρος τώρα άνθρωπος. Με γνώρισε και αμέσως γέλασε περιφρονητικά σε βάρος μου. Απομακρύνθηκα βιαστικά από κοντά του, χωρίς να τον χαιρετήσω. Μια φυλακή ο χρόνος. Ξαφνικά το ανακαλύπτουμε.