Ανθ’ ημών, Βενέτης

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

O Αντώνης Βενέτης είναι ένας αναγνώστης εφημερίδων, με τον οποίο έχουμε μιλήσει 1-2 φορές αλλά δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί. Μας χωρίζει ένας ολόκληρος Κορινθιακός, όχι αστεία. Είναι μόνιμος κάτοικος Δωρίδας. Η Δωρίδα είναι μια από τις αγαπημένες περιοχές πολλών, γιατί συνδυάζει εξαιρετικό  φυσικό περιβάλλον με χαλαρούς ρυθμούς και ευχέρεια στην πρόσβαση. Αλλά μην το πείτε πουθενά και οι πολλοί γίνουν περισσότεροι, γιατί πάει και η Δωρίδα.

Ο Αντώνης Βενέτης που λέγαμε πιθανότατα δεν θα πάρει είδηση το κείμενο αυτό, αν και μας έδωσε την αφορμή. Κατά καιρούς επισκέπτεται τη Ναύπακτο και άλλους αστικούς χώρους με αρχειακό υλικό,  σώματα παλιών εφημερίδων πρωτίστως. Εκεί ανακαλύπτει σπαράγματα μικρών και μεγάλων ιστοριών που αποτυπώνουν συνθήκη και πνεύμα εποχής. Τελευταίο του θήραμα, ένα δημοσίευμα του 1894. Πεντακόσιοι πατρινοί έχουν κάνει εκδρομή «στη μακρινή μας Ναύπακτο» και διαπιστώνουν με ικανοποίηση, αν όχι και δέος, ότι δεν είναι πλέον τόσο μακρινή όσο παλιά: Σε ένα ημίωρο έχεις φτάσει, προφανώς επειδή έχουν αναβαθμιστεί τα ατμοπλοϊκά και τροχήλατα μέσα της εποχής. Αν ένας Ιούλιος Βερν έφερνε αυτούς τους ανθρώπους στις μέρες του σήμερα, θα διαπίστωναν ότι χρειάζονται δέκα λεπτά να φτάσουν στη Γέφυρα, τρία να τη διανύσουν, και πέντε λεπτά να φτάσουν στην είσοδο της Ναυπάκτου. Μετά, θα τους παραλάμβανε το μποτιλιάρισμα, και θα ξεπερνούσαν το μισάωρο του 1894, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Επί πολλούς αιώνες, η Παλιοβούνα και η Βαράσοβα φάνταζαν σαν απόκοσμα αφιλόξενα θηρία για τους πληθυσμούς κάτω από το αυλάκι. Μια πιθαμή κόλπος ήταν αρκετός για να κρατά διανοιγμένη μια πολιτισμική τάφρο, η οποία σου καθιστά τόπο μακρινό μια πολίχνη αντικριστή, διακριτή με τα φώτα της τις νύχτες σαν ξαπλωμένη νεράιδα. Όταν τα φυσικά εμπόδια κρατούν τις κοινότητες σε απόσταση, οι επί μέρους τόποι βιώνουν περιχαράκωση, υστέρηση, έναν ιδιόμορφο αυτισμό: Ο συντηρητισμός και το κούμπωμα του επαρχιώτη, που η ματιά του εγκλωβίζεται μέσα στις στατικές του συντεταγμένες και η γραμμή των οριζόντων υφίσταται τη σουρεαλιστική θολότητα της διάθλασης, την οποία υπογραμμίζει ο Ράι Κούντερ σέρνοντας το χέρι του στη μπάρα της κιθάρας, στο «Παρίσι, Τέξας».

Το έτος 1894 ο Χαρίλαος Τρικούπης έχει κηρύξει την διαβόητη πτώχευση και παραδίδει τα ηνία της κυβέρνησης. Την επόμενη χρονιά διεξάγονται οι εκλογές που θα δώσουν την έδρα των απέκει στον θρυλικά άσημο Γουλιμή, και ο μέγας αναμορφωτής της χώρας θα βρεθεί εκτός Βουλής, κάτι που έφερε βαρέως, όπως όλοι οι Γουλιμόπληκτοι πολιτικοί, θύματα μιας οικονομικής κρίσης που προσωποποιείται σε βάρος τους. Εκατόν δέκα χρόνια αργότερα, ο Τρικούπης δίνει εν αγνοία του το όνομά του σε μια γέφυρα που φέρνει τη Ναύπακτο, το Μεσολόγγι, το Αγρίνιο, την Αρτα και τα Γιάννινα σε ακτίνα βολής, για να ακολουθήσει, παρά την ευφορία- Ολυμπιάδα το 1896, Ολυμπιάδα το 2004- σε μια νέα χρεοκοπία για παραπλήσιους λόγους και σε αρκετούς ακόμα Γουλιμήδες, παρασάγγας κατώτερους από εκείνον του ιστορικού ρητού, ο οποίος ήταν σπουδαγμένος στο Παρίσι και πολύ σοβαρό στοιχείο, αλλά έμεινε στα χρονικά ως επιτομή της δευτεράντζας.

Όλα αυτά μας έφερε στον νου ο Αντώνης Βενέτης και το νέο του εύρημα και τον χαιρετάμε νοερά, ενώ ο Κορινθιακός συνεχίζει να κυλάει, να μας δροσίζει και να μας πνίγει, να μας χωρίζει και να μας ενώνει, με την Παλιοβούνα σε θέση εξόδου προς το Ιόνιο, ένα κεφάλι ακουμπισμένο στη θάλασσα, κωμικό και βαρύ σαν του Καρνάβαλου που λίγο πριν τον κάψουν κάθε χρόνο, τρυπώνει μέσα στην πέτρα της και τον παίρνει ο ύπνος για να συνέλθει από τον κράσο.