Αντί για κολοκύθα

Δύο φορές τον χρόνο τη στήνει στο ίδιο σημείο. Η πραμάτεια, φυσιολογικά, θα έχει ζήτηση, ειδάλλως θα στρεφόταν σε ένα άλλο αντικείμενο, πλαστική καρέκλα, κολοκύθες μεγάλου διαμετρήματος, ζαρντινιέρες και ποιος ξέρει τι άλλο, αλλά προς το παρόν πουλάει
γαλανόλευκες σημαίες με τα κοντάρια τους, τον κατάλευκο σταυρό τους στην κορυφή του ιστού, και τις απλώνει στη θέα των περαστικών και των οδηγών Ακτή Δυμαίων και Παπαφλέσσα, μέρες 28 ης Οκτωβρίου και 25 ης Μαρτίου. Το σημείο είναι στρατηγικό. Πιάνει φανάρι, είναι είσοδος- έξοδος πάρκινγκ, και πλέον περνούν από εκεί οι πεζοπόροι και οι δρομείς που αθλούνται στο νότιο πάρκο. Ολο και κάποιος θα σταθεί για να ψωνίσει μια γαλανόλευκη, ένεκα η εθνική εορτή.

Το υλικό είναι ευτελές, συνθετικό ύφασμα φτιαγμένο από κατάλοιπο πετρελαιοειδές, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τη σημαία να επιδίδεται σε έναν αγέρωχο κυματισμό. Εσύ μπορεί να
βλέπεις μια οικτρή καρικατούρα εθνικού συμβόλου, μια παρωδία της φιλοπατρίας. Ο άλλος μπορεί να βλέπει μια πολύ οικονομική λύση για να στολίσει το μπαλκόνι του και να εκφράσει έναν αγνό πατριωτισμό. Τα σύμβολα μπορούν να τιμούνται μια χαρά και
συμβολικά. Μια πλαστικούρα για σημαία, δεν χάλασε ο κόσμος, αρκεί να κάνει τη δουλειά της. Για μια χρονιά, για μια δεύτερη. Μπορεί και για μια τρίτη. Μια φορά κι έναν καιρό, η σημαία ήταν ένα απαραίτητο είδος του νοικοκυριού, σαν το καλό τραπεζομάντηλο, το ύφασμά της ήταν μιας κάποιας ποιότητας, αναρτιόταν, κατέβαινε, πλενόταν, σιδερωνόταν, ασφαλιζόταν για την επόμενη εθνική επέτειο. Αλλά το παραμύθι είχε και δράκο: Τον
αστυνομικό που επόπτευε εάν τα μπαλκόνια αποτελούσαν δημόσιο πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης: Η ανάρτηση της σημαίας ήταν υποχρεωτική.

Χαζεύεις κατά καιρούς τις προσόψεις των πολυκατοικιών και άλλων κτιρίων όπου κρέμεται ένα γαλανόλευκο ξέφτι, μπαρουτοκαπνισμένο όχι σε κανένα Τεπελένι, αλλά από τις
εξατμίσεις, και λιωμένο από τους αντεθνικούς αέρηδες. Ο Ροϊδης έγραψε πως όπως παν αντικείμενον αγάπης, ούτω και η πατρίς εμπνέει έρωτα ανάλογον του ποιού αυτής. Αλλά τώρα, στη μεταπολιτευτική περίοδο που η πατριδούλα μας όλο και συμμορφώνεται, παρά τις χρεοκοπίτσες της, και αναβαθμίζεται στις υποδομές και τις στοχεύσεις της, και ψηφιοποιείται και έχει θωρακίσει τη δημοκρατία της και υπερασπίζεται με νύχια και με
δόντια το βιοτικό επίπεδο των παιδιών της, δεν πρόκειται πλέον για το ποιόν της, αλλά για το ποιόν μας: Ο έρωτάς μας είναι καθρέφτης της ποιότητας της ψυχής, της συνείδησης και της αισθητικής μας. Δεν πρόκειται βέβαια για το ξέφτι και το ευτελές ψώνιο από τον
πλανόδιο της κολοκύθας και της πανηγυριώτικης μπύρας, αλλά για τη φτήνια και τη ρηχότητα της πατριωτικής ιδέας, όπως αυτή έχει εξαπλωθεί στο κοινωνικό σώμα, όχι σαν αγάπη πατρίδας, αλλά σαν συλλογική λατρεία για την πλάνη, τον μύθο και τη συμπλεγματική πρόσληψη της ιστορίας ως κολακεία και ανακούφιση των ατομικών μας μειονεξιών .

Δεν είναι μόνο τα ΟΧΙ που κτίζουν τα ρωμαλέα εθνικά αφηγήματα. Χρειαζόμαστε και τα ΝΑΙ στην υγιή θεώρηση του εαυτού μας και του κόσμου. Κουραστήκαμε τα τελευταία χρόνια από την άρνηση και την υπεκφυγή που αντί να φωτίζουν τα λευκά και τα γαλάζια της σημαίας, τη συρρικνώνουν, την τσαλακώνουν και χορογραφούν έναν αργόσυρτο βηματισμό μιας εθνικής κατάθλιψης που παριστάνει τη λεβέντισσα, τη μπαγάσικη και καραμπουζουκλού, αιχμάλωτη σε βαλκανικούς όρους που λατρέψαμε να θεωρούμε
βιταμινούχα συμπληρώματα της εθνικής μας διατροφής. Ακτή Δυμαίων και Παπαφλέσσα, αρχαιότης και ’21, αγκαζέ με το ΟΧΙ. Το σημείο είναι στρατηγικό.