Δ. Ιωάννου: «Είχα καψούρα να γυρίσω στην Παναχαϊκή»
Ο παλιός παίκτης της Παναχαϊκής μιλάει για την ποδοσφαιρική θητεία του στην ομάδα και την επιθυμία του να ξαναγυρίσει
Ο Δημήτρης Ιωάννου αγάπησε την Πάτρα και αγαπήθηκε. Ηρθε στην Παναχαϊκή παιδί 20 ετών το 1997 και έφυγε το 2003 όταν η ομάδα υποβιβάστηκε στη Β’ Εθνική και δεν ανέβηκε από τότε ξανά. Ο ίδιος έπαιξε στη συνέχεια σε πολλές ομάδες, όμως πάντα προσπαθούσε να γυρίσει στην πόλη που ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Τώρα ζει μόνιμα με την οικογένειά του στην Κύπρο.
Εχεις συνειδητοποιήσει ότι από τότε που έφυγες ως ποδοσφαιριστής από την Πάτρα, η Παναχαϊκή δεν έχει ανέβει στη Super League 1;
«Ε, τότε να γυρίσω για να την ανεβάσω (γέλια)».
Με ποια ιδιότητα;
«Ως ποδοσφαιριστής δεν γίνεται, οπότε με κάποιο άλλον τρόπο».
Πότε ήρθες για τελευταία φορά στην Πάτρα;
«Πάνε λίγα χρόνια. Σε ένα παιχνίδι με την Κέρκυρα που έπαιζε ο αδελφός μου. Επί Κατσουράνη – Οφρυδόπουλου».
Πήρες αμέσως φωτιά μόλις σου ανέφερα την Παναχαϊκή;
«Μα είναι δυνατόν ρε φίλε; Δεν θα παρακολουθώ την Παναχαϊκή; Η Παναχαϊκή είναι σπίτι μου. Εχω περάσει τα πιο σημαντικά χρόνια εκεί. Και ποδοσφαιρικά, αλλά και οικογενειακά, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τότε έχασα τη μητέρα μου, αλλά γνώρισα τη γυναίκα μου!».
Με ποιον μιλάς ακόμα από εκείνα τα χρόνια;
«Με τον Παντελή Πεφάνη. Αυτός ο άνθρωπος βοήθησε τότε να γίνει η μεταγραφή και είναι φίλος μου».
Πόσο διαφορετικό ήταν το ποδόσφαιρο τότε;
«Από τη στιγμή που δεν υπήρχε το στοίχημα, καταλαβαίνεις. Μπορεί προσωπικά να μην μπορώ να αποδείξω τίποτα, αλλά πολλά ακούγονται ειδικά για τις μικρότερες Κατηγορίες. Και λάθος να κάνει τώρα ένας παίκτης, αμέσως γίνεται ύποπτος. Σε εμάς δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Μόνο αν θέλαμε εμείς ανθρώπινα να βοηθήσουμε και μέσα από παρακάλια στο γήπεδο. Καμία οικονομική συναλλαγή».
Ηταν πιο αγνά τα χρόνια ή έτσι θέλεις να τα θυμάσαι;
«Ηταν σίγουρα πιο αγνά. Εγώ ήρθα από τον Φωκικό τότε. Από ένα χωριό σε μια μεγάλη πόλη. Με βοήθησε ο Ανδρέας Μιχαλόπουλος και ο Γιάννης Γραββάνης. Ο δεύτερος είπε στον Μιχαλόπουλο να με δοκιμάσει και υπέγραψα για πέντε χρόνια».
Με πόσα χρήματα;
«Νόμιζω 5 εκ. δραχμές για πέντε χρόνια, συν τον μισθό της Α’ Εθνικής που τότε ήταν 100.000 δραχμές και τα πριμ νίκης. Πολύ καλά λεφτά για μένα».
Και φεύγεις τη σεζόν που διαλύεται η Παναχαϊκή και υποβιβάζεται στη Β’ Εθνική…
«Ναι, έμεινα έξι χρόνια και μετά πήγα στον Ηρακλή».
Και πώς δεν ξαναήρθες;
«Το προσπάθησα πολλές φορές!».
Τι εννοείς;
«Είχα πάρει τηλέφωνο τον Κώστα Κατσουράνη για να έρθω ως τεχνικός διευθυντής, όμως ο Κώστας έφυγε από την ομάδα και δεν προχώρησε».
Και τι έκανες;
«Το ξαναπροσπάθησα επί Κούγια τη σεζόν 2011-2012! Ηταν τότε προπονητής ο Καβακάς. Πήγα στο σπίτι του Κούγια να μιλήσουμε, δεν τα βρήκαμε στα χρήματα και δεν προχώρησε ούτε αυτό. Και μετά πάλι με Τσιριμπή, αλλά δεν έγινε. Είχαμε συζητήσει με τον Κατσουράνη να έχω πόστο στο τμήμα σκάουτινγκ που ήθελε να δημιουργήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Είχα καψούρα να έρθω στην Παναχαϊκή, αλλά τελικά δεν έκατσε».
Πώς τον είδες τον Κατσουράνη;
«Ολοι λένε ότι είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας, όμως αυτό που θα πει, το εννοεί. Δεν είναι δημοσιοσχετίστας. Το μεγαλύτερο λάθος είναι ότι δεν έγιναν 2-3 μεταγραφές εκείνο τον Δεκέμβριο ώστε να ανέβει η ομάδα. Ξέρω όμως ότι οι Σύμμαχοι έδωσαν μια προοπτική, ξαναγύρισε ο κόσμος στα γήπεδα».
Τι θύμασαι από εκείνα τα χρόνια;
«Θυμάμαι τον Σωτήρη Δαλιέτο. Πηγαίναμε στο καφενείο κάτω από το γήπεδο, που ήταν στέκι. Ημασταν παραδοσιακοί εμείς. Εγώ, ο Μπαλτιμάς, ο Κορδονούρης και άλλοι».
Για τον Αρη Λουκόπουλο τι έχεις να πεις;
«Κοίταξε, εγώ δεν μπορώ να έχω παράπονα. Μου στάθηκε πολύ όταν έχασα τη μητέρα μου και ήταν να με στηρίξει οικονομικά και ψυχολογικά».
Στη συνέχεια γνώρισες και πολλούς άλλους παράγοντες…
«Εντάξει, όταν από την Παναχαϊκή πήγα στον Ηρακλή, ο Μυτιληναίος δαπανούσε πολλά χρήματα. Πήγα στα γραφεία του στην Αθήνα και έπαθα πλάκα. Είχα περάσει σε άλλο επίπεδο. Και μετά βέβαια γνώρισα και τον Γιώργο Σπανό του Ατρομήτου, ο οποίος φαινόταν από τότε το όραμα και το μεράκι που είχε για την ομάδα».
Για τον Κομπότη αποφεύγεις να μου πεις;
«Δεν θέλω να μιλάω καθόλου για τον Λεβαδειακό. Ηταν χάλια η εμπειρία. Αστο καλύτερα».
Γιατί;
«Τη χρονιά που ήμουν εκεί ο πατέρας μου ήταν τα τελευταία του καθώς έχανε τη μάχη με τον καρκίνο. Ηθελα λοιπόν να μείνω εκεί, ήμουν και από τη Βοιωτία. Αλλά δεν έμεινα. Και δεν ήταν τα χρήματα το πρόβλημα».
Ως παράγοντας όμως;
«Θα πω ότι βρίσκει τρόπους να παίρνει κάποιους καλούς παίκτες και να κρατάει την ομάδα. Τίποτα άλλο».
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, αισθάνεσαι ότι θα μπορούσες να πετύχεις περισσότερα πράγματα;
«Το ποδόσφαιρο μού έδωσε πολλά. Γνώρισα σπουδαίους παίκτες όπως τον Κλάιχ, τον Καλά, τον Καρίμποφ, τον Χάτζι, τον Καπουράνη, τον Δημήτρη Ρούσσο. Τον Γιώργο Κυριακόπουλο και τον Δημήτρη Αργυρόπουλο, που είναι εξαιρετικά παιδιά. Είναι και θέμα συγκυριών».
Τι εννοείς;
«Τη σεζόν 1999-2000 έσπασα το πόδι μου και έχασα τη μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό! Μετά πιάνομαι ντοπέ με ένα φάρμακο που είχα πάρει για τη γρίπη. Στη συνέχεια τα βρίσκει ο Λουκόπουλος με τον Μυτιληναίο και με κόβουν στις ιατρικές εξετάσεις γιατί δεν είχε κολλήσει καλά το πόδι μου».
Πολλές σερί ατυχίες…
«Δεν μένω σ’ αυτά. Η ζωή είναι σαν μια ταινία. Ισα – ίσα, δεν θα γνώριζα τη γυναίκα μου, η οποία είναι Κύπρια και σπούδαζε μαθηματικός στην Πάτρα».
Επαιξες όμως και κόντρα σε παικταράδες της εποχής…
«Απίστευτες εμπειρίες. Ειδικά το ντεμπούτο μου στην Α’ Εθνική».
Για πες…
«Προπονητής ο Αρχοντίδης στην Παναχαϊκή και με βάζει μέσα στο ΟΑΚΑ βασικό με τον Ολυμπιακό την τελευταία αγωνιστική. Εμείς είχαμε σωθεί. Φιέστα ο Ολυμπιακός με 70.000 κόσμο και τον Ζιοβάνι να επιστρέφει από τον σοβαρό τραυματισμό του. Οπότε καταλαβαίνεις…».
Τι θυμάσαι από εκείνο το παιχνίδι;
«Χανόταν η μπάλα, δεν τους έβλεπες. Θυμάμαι μου είχε ρίξει μια αγκωνιά ο Ζιοβάνι και αποβλήθηκε με κόκκινη. Τον έπαιξα λίγο δυνατά και αυτός νευρίασε. Αλλά είχα παίξει κόντρα σε Βαζέχα, Ντέμη Νικολαΐδη και άλλους».
Τώρα με τι ασχολείσαι;
«Μένω στην Κύπρο με την οικογένειά μου και μέχρι πρότινος εργαζόμουν στα τμήματα υποδομής της Ομόνοιας».
Μέχρι που ήρθε η πρόταση από τον Ατρόμητο;
«Ακριβώς. Δεν γινόταν να τα συνδυάσω και τα δύο. Μίλησα πολλές φορές με τον κ.κ. Αγγελόπουλο και Σπανό και είναι τιμή μου που με εμπιστεύτηκαν να συνεργαστώ μαζί τους».
Πώς είναι τα πράγματα στην Κύπρο;
«Μια χαρά, αλλά μου λείπει η Ελλάδα. Εγώ ζω στη Λάρνακα. Τα προηγούμενα χρόνια είχαν έρθει πολλοί Ελληνες για δουλειά. Σερβιτόροι σε καφετέριες ή ξενοδοχεία και άλλες δουλειές. Δεν έμειναν όλοι και πλέον έχουν αρχίσει κάποιοι να επιστρέφουν στην Ελλάδα».
Η κατάσταση με τον κορονοϊό;
«Δυσκόλεψαν πάλι τα πράγματα, καθώς ανεβαίνουν τα κρούσματα, αλλά το μεγάλο θέμα είναι οι ανεμβολίαστοι».
Μια τελευταία κουβέντα για την Παναχαϊκή;
«Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση είναι γιατί δεν έχουν φροντίσει τόσα χρόνια να οργανώσουν τα τμήματα υποδομής της ομάδας και γιατί δεν έχει καταφέρει να γίνει μέρος της κοινωνίας. Δεν είναι θέμα χρημάτων. Θέληση, οργάνωση και ανθρώπους που να γνωρίζουν».
Είπες τρία πράγματα για τα οποία θα μπορούσαμε να κάνουμε μεγάλη συζήτηση…
«Όπως και να ‘χει, θέλω να πιστεύω ότι θα ξαναβρεί τον δρόμο της».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News