Εγκλήματα που συντάραξαν την παλιά Πάτρα
*Από τις “Επιλογές” της “Πελοποννήσου” την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022
Εγκλήματα που συντάραξαν την Πάτρα παρουσίασε το ένθετο «Επιλογές» της «Π» την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022. Πρόκειται για υποθέσεις που είχαν συγκλονίσει την πόλη και το Πανελλήνιο, με τις εφημερίδες της εποχής να καταγράφουν τα γεγονότα.
Το έγκλημα στο νέο Ελληνικό κράτος
Η απελευθέρωση από τους Οθωμανούς και η ίδρυση του Ελληνικού κράτους είναι γεγονός στα τέλη της δεκαετίας του [18]’20. Η Ελλάδα είναι πια ανεξάρτητη, έχει Κυβερνήτη, δικαστές, νόμους, εφημερίδες, σύνορα. Είναι σύγχρονο κράτος.
Ομως, η μετάβαση στο νέο καθεστώς δεν ήταν εύκολη, δεν ήταν εφικτό να αποδεχτούν όλοι τους νέους νόμους, τις νέες αρχές, να αποδεχτούν να γίνουν μέλη μιας νέας κοινωνίας, με συγκεκριμένους κανονισμούς.
Σε αυτά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τα πάσης φύσεως εγκλήματα πάθους, τιμής κλπ, σύμφωνα με τον τότε αξιακό κώδικα πολλών Νεοελλήνων.
Κι όσο περισσότερες οι αντιδράσεις στη «νέα τάξη πραγμάτων» (καλή ώρα το φαινόμενο των ένοπλων ληστών που κράτησε για έναν αιώνα), τόσο πιο σκληρά (και ως προς τον εκφοβισμό της κοινωνίας) ήταν και τα μέτρα της Δικαιοσύνης.
Η εσχάτη των ποινών επιβαλλόταν όλο και πιο συχνά, με όλο και πιο απάνθρωπες μεθόδους.
Καλώς ήρθες γκιλοτίνα λοιπόν, για όσους είχαν ξεχάσει την Ιουδήθ και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο…
Ανδροκτονίες, γυναικοκτονίες, συζυγοκτονίες, παιδοκτονίες, γονεοκτονίες, ερωμενοκτονίες, ανιψοκτονίες, απ’ όλα έχει ο μπαξές!
Τα εγκλήματα στην Πάτρα δεν σταμάτησαν ποτέ, είναι κάτι που σας θυμίζει το ανά χείρας τεύχος των «Επιλογών» με τη συνδρομή του Μουσείου Τύπου της ΕΣΗΕΠΗΝ.
Μαχαιριές στα Ροΐτικα
Το 1929 είχαμε θανατηφόρο επεισόδιο με μαχαιριές στα Ροΐτικα.
Ακολούθησε, λόγω της εμπλοκής αθίγγανων, επεισόδιο, ενώ ο δράστης ισχυριζόταν πως όλα συνέβησαν εξ αμελείας.
Φονικό στο Βελίζι
Θείος σκότωσε τον ανιψιό του επειδή εκείνος επρόκειτο να παντρευτεί παρά την θέληση των οικιών του.
Όλα αυτά στην Κρήνη (το παλιό Βελίζί)
Φονικό στα Προσφυγικά για την ουρά στη βρύση
Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη αφορμή σαν αυτή του φονικού που έγινε στην οδό Πόντου.
Ο καβγάς ξεκίνησε για την σειρά προτεραιότητας στην κοινόχρηστη βρύση της γειτονιάς…
Το έγκλημα στο Δασύλλιο που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα
25 Νοεμβρίου 1966. Ένα συνταρακτικό έγκλημα με θύμα την μικρούλα Καίτη, που οι άνω των 60 Πατρινοί σίγουρα θυμούνται έντονα.
Ήταν ένας πρωτοφανές έγκλημα στα χρονικά των Πατρών!
Η δράστης στραγγάλισε ένα κοριτσάκι 5,5 ετών για να εκδικηθεί τον παντρεμένο εραστή της. Ήταν το αγαπημένο του παιδί. Το έγκλημα έγινε στο Δασύλλιο. Το παιδάκι απήχθη από το νηπιαγωγείο στο οποίο φοιτούσε. Ενδεχομένως υπέστη ανασκολοπισμό.
Η παιδοκτόνος παραδόθηκε στην αστυνομία και περιέγραψε κυνικά την ειδεχθή πράξη της. Στο παρελθόν είχε καταδικαστεί για βιτριολισμό!
TO XΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
Ενα από τα πιο φρικτά εγκλήματα που συγκλόνισαν ολόκληρη την Ελλάδα, στις 25 Νοεμβρίου 1966. Θύμα ένα πεντάχρονο κοριτσάκι το οποίο στραγγάλισε μία γυναίκα προκειμένου να εκδικηθεί τον πατέρα του κοριτσιού όταν εκείνος της ζήτησε να τερματίσουν την ερωτική τους σχέση.
Η επιμονή του εραστή της να δώσει τέλος στον παράνομο δεσμό τους την ώθησε να σχεδιάσει την πιο επώδυνη εκδίκηση και να εκτελέσει ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα.
Στραγγάλισε με τα ίδια της τα χέρια το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του, την ημέρα μάλιστα που το κοριτσάκι είχε την ονομαστική του εορτή.
Αφού σκέπασε το άψυχο κορμάκι του παιδιού , σε μία λακκούβα, με κλαδιά, πλύθηκε καλά και στη συνέχεια ειδοποίησε την αστυνομία για να τη συλλάβει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που την είδε και μίλησε μαζί της είπε ότι ήταν ψυχρή , αδιάφορη και δεν έδειχνε καθόλου μετανιωμένη για το φοβερό έγκλημα που μόλις είχε διαπράξει.
Στην προανάκριση ομολόγησε με κυνικότητα τα πάντα, περιγράφοντας τη θανάτωση του παιδιού και όσα είχαν προηγηθεί. Στο δικαστήριο όμως επειδή κινδύνευε με την εσχάτη των ποινών και να στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα άλλαξε στάση και προσπάθησε να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τον εαυτό της. Κατάφερε να πείσει τους ενόρκους και τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η δολοφόνος ήταν μία 24χρονη μοδίστρα , η Λίτσα, από χωριό των Πατρών, που έμενε στην Πάτρα
Η δολοφονία έγινε σε αλσύλλιο επί της οδού Καρόλου, κοντά στο νηπιαγωγείο του άτυχου κοριτσιού,
Ένα χρόνο πριν τη δολοφονία η δράστιδα είχε γνωριστεί με τον πατέρα του παιδιού, Βασίλη, 33 ετών περίπου, που εργαζόταν σε μαρμαράδικο, μέσω ενός κοινού γνωστού τους, σε κέντρο διασκέδασης της Πάτρας.
Από την ημέρα εκείνη βρίσκονταν συχνά και τον γνώρισε στους δικούς της, στο χωριό της. Τον παρουσίασε ως ανύπαντρο και είπε στον πατέρα της ότι αγαπιόντουσαν και ότι θα παντρευόντουσαν, αποκρύπτοντας ότι ήταν ήδη παντρεμένος και ότι είχε και τέσσερα παιδιά.
Από την άλλη, ο Βασίλης την καλούσε συχνά στο σπίτι του στην Πάτρα όταν απουσίαζε η σύζυγος του , αλλά αργότερα και όταν ήταν παρούσα, συστήνοντας την στα παιδιά ως θεία τους- το άτυχο μικρό κοριτσάκι τη φώναξε θείτσα. Η στάση της γυναίκας του εντυπωσίασε πολλούς και αργότερα καυτηριάστηκε από τον Εισαγγελέα
Στη δίκη η σύζυγος ότι είχε μάθει αρχικά από την αδελφή της για τις σχέσεις του συζύγου της με τη μοδίστρα, αρκετούς μήνες πριν από το τραγικό γεγονός όμως δεν επέδειξε την αναμενόμενη δυναμική αντίδραση και όπως το δικαιολόγησε η ίδια, ανέχθηκε αυτή τη σχέση για να μη διαλύσει την οικογένεια της και να μη χάσει τα παιδιά της.
«Είναι συνηθισμένο να κάνει ο άντρας ότι θέλει» υποστήριξε στο δικαστήριο, εντυπωσιάζοντας τους παράγοντες της δίκης , αλλά και πολύ κόσμο που την παρακολουθούσε.
Ο καιρός περνούσε και η σχέση συνεχιζόταν μέχρι τη στιγμή που ο Βασίλης έμαθε ότι η ερωμένη του είχε ρίξει στο παρελθόν βιτριόλι σε κάποιον άλλο εραστής της και μάλιστα είχε καταδικαστεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε φυλάκιση 7 μηνών και είκοσι ημερών.
Είχε αντιληφθεί τον σκληρό της χαρακτήρα και της είπε ότι θα μπει τέλος στη σχέση τους. Εκείνη εξαγριώθηκε και του ξεκαθάρισε ότι «η ίδια εγκαταλείπει τους άνδρες, όχι οι άνδρες εκείνη».
Της ανακοίνωσε το χωρισμό τους μία μέρα πριν το τραγικό περιστατικό και εκείνη έξαλλη του απάντησε, σύμφωνα με όσα κατέθεσε στην αστυνομία ο Βασίλης, «Πρόσεξε καλά! Αύριο στο σπίτι σου, αντί για γιορτή, θα έχεις κηδεία». Ο Βασίλης δε την πίστεψε, αλλά εκείνη το έλεγε και το εννοούσε.
Παρασκευή, 25 Νοεμβρίου 1966. Σύμφωνα με το σχέδιο της η Λίτσα ξεκίνησε μετά τις 11 το πρωί για το σχολείο του κοριτσιού, στη διασταύρωση των οδών Κορίνθου και Καρόλου.
Εκεί βρήκε τη μεγαλύτερη αδελφή του παιδιού, εννέα χρονών, και της είπε ότι έψαχνε την Καιτούλα για να την κεράσει, λόγω της ονομαστικής της εορτής.
Το ανυποψίαστο κορίτσι την ακολούθησε και κατευθύνθηκαν προς το αλσύλλιο, μέσω της οδού Καρόλου.
Σταμάτησαν κοντά σε έναν λάκκο και και είπε στο παιδί: «Καιτούλα τώρα θα εκδικηθώ τον πατέρα δυο». Άρπαξε το κοριτσάκι από τους ώμους, το γύρισε προς το μέρος της και άρχισε να σφίγγει το λαιμό του. Το άκακο παιδάκι φώναξε «Όχι άλλο θείτσα» αλλά εκείνη συνέχιζε ώσπου είδε στα μάτια του παιδιού τη γυαλάδα του θανάτου. Έριξε το παιδί στο λάκκο και το κάλυψε με κλαδιά.
Έπλυνε τα χέρια της σε μία βρύση που υπήρχε εκεί και κατευθύνθηκε προς το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Σε κάποιο σημείο πλησίασε ένα πλανόδιο λαχειοπώλη, τον έπιασε από το μπράτσο και του είπε: Πάρε την αστυνομία γιατί έχω σκοτώσει ένα παιδί.
Εκείνος τα έχασε, έφυγε τρέχοντας και ειδοποίησε την αστυνομία από ένα περίπτερο.
Το περιπολικό έφτασε στο σημείο και η δράστιδα οδήγησε τους αστυνομικούς στο λάκκο.
Το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Η γυναίκα περιέγραψε στους αστυνομικούς τη σκηνή του φόνου. Ήταν ψυχρή, εκδικητική αδίστακτη…
«Της είπα ότι θα τν σκοτώσω για να εκδικηθώ τον πατέρα της που με άφησε και έφυγε. Η μικρή τρόμαξε και κλαίγοντας μου απάντησε ότι ο πατέρας της δεν έφυγε και ότι ήταν σπίτι. Την έπιασα από το λαιμό, την πάτησα με το γόνατο στο στήθος και τη έσφιγγα με δύναμη. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια απέραντη ευχαρίστηση γιατί νόμιζα ότι εκδικούμουν τον πατέρα της».
Η ίδια ανέφερε ότι δε μπορούσε να σκοτώσει τον εραστή της γιατί τον αγαπούσε.
«Έπνιξα το παιδί του γιατί του έμοιαζε και το αγαπούσε περισσότερο από τ’ άλλα. Ήξερα ότι με αυτό θα τον κάνω να πονέσω αφάνταστα»
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας ενώ την πρώτη μέρα συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο 800 άτομα.
Στη δικαστική αίθουσα εμφανίστηκε διαφορετική. Έκλαιγε κατά διαστήματα και φαινόταν μετανιωμένη.
Ο εισαγγελέας Λυμπέρης Παπανδρέου ήταν καταπέλτης. «Κι εσύ είσαι εγκληματίας της οικογένειας σου. Είσαι κατηγορούμενος από τον ηθικό κώδικα. Το ίδιο και η σύζυγος σου αλλά με κάποια ελαφρυντικά».
Η «στραγγαλίστρια» καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Όταν την πλησίασαν οι δημοσιογράφοι είπε:
«Χαίρω, γιατί θα βασανίζεται η οικογένεια του Βασίλη».
Το έγκλημα στο Σκαγιοπούλειο το 1980
Ηταν Μάρτιος του 1980 όταν ένας νεαρός τρόφιμος του Σκαγιοπουλείου Ορφανοτροφείου, ο 15χρονος Βαγγέλης Ν., βρέθηκε δολοφονημένος στην οδό Δημ. Υψηλάντου και Ναυαρίνου, λίγο κάτω από τα Ψηλαλώνια. Δράστης ο 22χρονος Γιάννης Β. Η αστυνομία είχε κάνει εξαρχής λόγο για έγκλημα πάθους, ψάχνοντας λεπτομέρειες για το θύτη, το θύμα και τις συνθήκες του εγκλήματος υπό το πρίσμα της ομοφυλοφιλίας.
Η κοινωνία της Πάτρας «έπεσε από τα σύννεφα», εξοργισμένοι κάτοικοι ευθύς μετά τη σύλληψη του δράστη έσπευσαν στην Δημ. Υψηλάντου, εν αναμονή της αναπαράστασης, για να λιντσάρουν τον δράστη.
Η φρικτή δολοφονία της Ρούλας Πισπιρίγκου
Συγκλονισμένη η κοινωνία της Πάτρας είχε παρακολουθήσει το έγκλημα που είχε συμβεί 67 χρόνια πριν.
Η νεαρή Σωτηρία Πεφάνη γνωρίζει τον σύζυγό της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι μόλις 15 ετών και αυτός 18. Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών.
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, που αναδημοσιεύει ο «Ελεύθερος Τύπος», εκεί, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των γονιών της.
Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Ανδρέα Πισπιρίγκο.
Ο Παναγιώτης συνεχίζει να μην έχει σταθερή δουλειά, αδυνατώντας έτσι να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Επιπλέον, ζηλεύει τρελά την όμορφη σύζυγό του, με συνέπεια οι καβγάδες του ζευγαριού να αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Τελικά, η νεαρή κοπέλα ζητά διαζύγιο και φεύγει για το πατρικό της, κάτι που δεν αποδέχεται ποτέ εκείνος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να την παρακολουθεί διαρκώς, θεωρώντας ότι, τους τρεις μήνες που βρίσκονται σε διάσταση, εκείνη έχει πολλούς εραστές.
Τρεις μήνες μετά το χωρισμό τους, βρίσκονται αντιμέτωποι στο δικαστήριο, όπου εκδικάζεται η υπόθεση επιμέλειας του παιδιού, το οποίο παίρνει τελικά ο Παναγιώτης και το αφήνει στην αδελφή του Γεωργία, για να το μεγαλώσει μαζί με τους γονείς του.
Η Σωτηρία νοικιάζει ένα δωμάτιο απέναντι από τα πεθερικά της, ώστε να είναι κοντά στο παιδί της αλλά, όπως περιγράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, οι προστριβές ανάμεσα σε αυτή και την πεθερά της είναι καθημερινές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές» ή, όπως λέει η επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως».
Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζητά, την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965, από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης.
Παρά την αντίθετη άποψη κοντινών της ανθρώπων που την συμβούλευαν, «καλύτερα να μην πας, δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει», η Σωτηρία απαντά: «Δεν βαριέστε. Θα πάω και ίσως βγει κάτι καλό».
Έτσι, φθάνει στο ραντεβού θανάτου.
Το ζευγάρι βρίσκεται σε μια απομονωμένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα και, κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζητά να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Το τι επακολουθεί περιγράφεται στην σοκαριστική κατάθεσή του:
«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο δολοφόνος της νεαρής κοπέλας πηγαίνει αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση.
Φτάνοντας οι αστυνομικοί στο σημείο που τους υποδεικνύει ο Πισπιρίγκος, βρίσκουν τη Σωτηρία «ημίγυμνη, με εξωγκωμένους τους οφθαλμούς και με εμφανή τα αποτυπώματα των χεριών του δράστη στο λαιμό της», με τον βίαιο θάνατό της να οφείλεται σε «πνιγμόν εξ ανοξαιμίας».
Κατά την ιατροδικαστική έκθεση η σκηνή της δολοφονίας εξελίσσεται ως εξής: Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.
Όταν οδηγείται στον εισαγγελέα της υπόθεσης, τον Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώζεται από λιντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαίνεται απαθέστατος.
Στο κρατητήριο όπου βρίσκεται ο δράστης, περιγράφεται ως «απαθής μέχρι αναισθησίας. Δεν έχει καμία τύψη για το κακούργημά του».
Κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολουθεί, ο Πισπιρίγκος δεν δείχνει καμία μεταμέλεια, ενώ παράλληλα μαίνεται ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Η μία πλευρά κατηγορεί τα πεθερικά της Σωτηρίας για ηθική αυτουργία στο έγκλημα, καθώς «τη μισούσαν», ενώ η άλλη προσπαθεί να υποδείξει ως υπαίτια τη συμπεριφορά του θύματος.
Μάλιστα, διαρκούσης της δίκης, ο πατέρας της Σωτηρίας επιτίθεται με μαχαίρι στον πατέρα του δράστη έξω από τα δικαστήρια και συλλαμβάνεται.
Παρότι η αποτρόπαια δολοφονία συγκλονίζει την Πάτρα, η υπόθεση περνά σύντομα στην αφάνεια, αφού η χώρα βρίσκεται εν μέσω του θερμού καλοκαιριού των Ιουλιανών το 1965, ενώ την ίδια ημέρα με το θάνατο της Σωτηρίας, δολοφονείται στην Αθήνα ο Σωτήρης Πέτρουλας…
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάζεται σε ισόβια, αλλά αποφυλακίζεται 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής.
Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, Ανδρέας, όταν παντρεύεται και κάνει κοριτσάκι, του δίνει το όνομα Ρούλα, ίσως τιμώντας έτσι την δολοφονημένη μητέρα του και γιαγιά της, Σωτηρία (Σωτηρούλα).
Η ποινική καταστολή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα
Με την εγκατάσταση του Όθωνα και των Βαυαρών στην Ελλάδα επιδιώχθηκε η λήψη ποινικοκατασταλτικών μέτρων για την εμπέδωση της τάξης στο νεοσύστατο κράτος μας.
Βεβαίως, ο σκοπός των μέτρων αυτών κατέτεινε και στην εδραίωση του καθεστώτος της Αντιβασιλείας, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια αμφισβητήσεως από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.
Με πρότυπο τον βαυαρικό Ποινικό Νόμο του 1813, που είχε συντάξει ο Γερμανός Καθηγητής του ποινικού δικαίου Γιόχαν Άνσελμ Φόιερμπαχ και υπό την καθοδήγηση του Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, μέλους της Αντιβασιλείας και Υπουργού Δικαιοσύνης στη χώρα μας, συντάχθηκε και κυρώθηκε το 1833 ο ελληνικός Ποινικός Νόμος, που εφαρμόστηκε από το 1834.
Από το περιεχόμενό του προκύπτει μια τάση ελέγχου σημαντικών πτυχών της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, με τις ρυθμίσεις του να εκτείνονται από τα σημαντικά έως τα ασήμαντα, δηλαδή για παράδειγμα, από την ποινικοποίηση της περιφρόνησης στην κυβέρνηση έως τον ελλιπή καθαρισμό των καπνοδόχων.
Οι ποινές διακρίθηκαν στις εγκληματικές, τις επανορθωτικές και τις πταισματικές.
Ως εγκληματικές ποινές ορίστηκαν ο θάνατος, τα ισόβια ή πρόσκαιρα δεσμά (10-20 έτη) και η ειρκτή (5-10 έτη), ποινές που συνεπάγονταν και απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων.
Ως επανορθωτικές ποινές ορίστηκαν η φυλάκιση (8 ημέρες – 5 έτη) και η χρηματική ποινή, που κατ’ εξαίρεση μόνο συνεπάγονταν στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Ως πταισματικές ποινές ορίστηκαν η κράτηση (1 – 30 ημέρες) και το πρόστιμο.
Οι θανατοποινίτες εκτελούνταν με λαιμητόμο και από το 1846 και με τυφεκισμό, όσοι δε καταδικάζονταν σε πρόσκαιρα δεσμά έφεραν μονίμως «τους δύο πόδας δια μακράς αλύσεως, πρσηρτημένην εχούσης και σιδηράν σφαίραν» ενώ εκτελούσαν καταναγκαστική εργασία στο χώρο φυλάκισής τους.
Σε ό,τι αφορά στις φυλακές, ήδη από τον Καποδίστρια επιχειρήθηκε ο διαχωρισμός των κρατουμένων σε χρεοφειλέτες, υποδίκους και καταδίκους, αλλά και κατά αδίκημα, ενώ και κατά την πρώτη περίοδο του Όθωνα επιχειρήθηκαν προσπάθειες διαμόρφωσης ανθρωπιστικών κανόνων έκτισης, χωρίς όμως ιδιαίτερα πρακτικά αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, ο Γάλλος φιλάνθρωπος Βενιαμίν Αππέρ, κατά το ταξίδι του στην Ελλάδα περί το 1855, διαπιστώνει σε πολλές φυλακές και βεβαίως στην Πάτρα που επισκέφθηκε, ότι «οι κρατούμενοι ζούσαν όλοι μαζί στοιβαγμένοι, αδιάφορα αν ήσαν κατάδικοι ή υπόδικοι, χωρία καμία απασχόληση ή εργασία, αλυσοδεμένοι, με λιγοστά και βρώμικα ρούχα, σε στενάχωρα υγρά δωμάτια χωρίς φως και αέρα, χωρίς επαρκή τροφή, ιατρική περίθαλψη ή θρησκευτική διαπαιδαγώγηση».
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ποινική νομοθεσία και κυρίως, η φιλοσοφία που διέτρεχε τον Ποινικό Νόμο, δεν μεταβλήθηκε σημαντικά στη χώρα μας κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, δεδομένου ότι μόλις το 1911 διαπιστώθηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου η ανάγκη για ένα νέο ποινικό κώδικα.
Τότε δημιουργήθηκε Ειδική Τριμελής Επιτροπή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο Δημητρακόπουλο, η οποία αναμορφώθηκε και εμπλουτίστηκε με νέα μέλη αρκετές φορές, εκπονώντας διάφορα σχέδια νέου ποινικού κώδικα, που εν τέλει έγιναν νόμος 40 έτη αργότερα, δηλαδή, το 1950.
Αντιθέτως, η Σωφρονιστική Νομοθεσία εξελίχθηκε πιο έντονα κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, μάλιστα με ιδιαίτερη επίταση κατά το τελευταίο τέταρτο αυτής της εκατονταετίας.
Κυρίως με τους νόμους ΑΣΝΖ’ 26ης Ιουλίου 1885 και ΑΦΚ’ της 28ης Μαΐου 1887 επιχειρήθηκε κυρίως ο θεσμικός εκσυγχρονισμός της διοίκησης των φυλακών, η καθιέρωση των προσόντων και υπηρεσιακού ελέγχου του σωφρονιστικού προσωπικού, η δημιουργία ενός προστατευτικού πλαισίου για την κράτηση των ανηλίκων, αλλά και ζητήματα σωφρονιστικής υγείας και πρόνοιας.
Συμπερασματικά μπορεί να πει κανείς ότι η ποινικοκατασταλτική προσέγγιση των κυρώσεων και της έκτισης των ποινών, κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα στη χώρα μας, εξελίχθηκε -με αργό τρόπο- από τα αυταρχικά πρότυπα που απηχούσαν τις μοναρχικές αντιλήψεις του νεοσύστατου κράτους μας στην περισσότερο ορθολογική και ανθρωπιστική μεταχείριση των εγκληματιών κατά το τέλος αυτού του αιώνα.
*Από τις “Επιλογές” της “Πελοποννήσου” την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News