Ενδεια στελεχών και η εύκολη λύση της αναγνωρισιμότητας

Του Θεόδωρου Καμπέρου, Διευθυντής στην Περιφερειακή Ενωση Δήμων Δυτικής Ελλάδας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επικαιρότητα, αφού η πρόσφατη καταγγελία για βιασμό, προς τον ευρωβουλευτή κ. Γεωργούλη και η συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα, συνέπεσε με τις επιλογές των κομμάτων για την κατάρτιση των ψηφοδελτίων Επικρατείας.

Εννοώ, ότι πολλοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν πως η επιλογή Γεωργούλη, σε μια τόσο περίοπτη και προνομιούχα θέση, όπως αυτή του Ευρωκοινοβουλίου δεν ήταν σε αντιστοιχία με την κοινωνική, επαγγελματική κι εν΄γένει προσφορά του στα κοινά, αλλά βασίστηκε στην αναγνωρισιμότητά του, ως ηθοποιός.

Με αφορμή αυτό, αλλά και με τη συγκυρία των ψηφοδελτίων, ειδικά αυτών των προνομιούχων της Επικρατείας, άνοιξε δημόσιος προβληματισμός για το ποιους προτείνουν τα κόμματα και με ποια κριτήρια τους επιλέγουν.

Και εδώ το ενδιαφέρον μου συγκεντρώνεται κυρίως στην αντιπολίτευση, η οποία είναι αυτή που κάνει έντονη κριτική στο κυβερνητικό κόμμα για παλαιοκομματισμό, συντήρηση, οικογενειοκρατία, καιροσκοπία και ελαφρότητα στις επιλογές του.

Η αντιπολίτευση είναι αυτή που προβάλει και ευαγγελίζεται το νέο, το σύγχρονο, την αξιοκρατία, την κοινωνική και επιστημονική καταξίωση, τη συνέπεια στην επαγγελματική σταδιοδρομία και στις αρχές τους, ως βασικό ποιοτικό κριτήριο στις επιλογές στελεχών. Βλέποντας, λοιπόν, σε ένα τόσο μικρό αριθμητικά ψηφοδέλτιο της Επικρατείας να φιγουράρουν πρόσωπα που προέρχονται από τον ίδιο χώρο, της Δημοσιογραφίας, λες και δεν υπάρχει πλήθος απ’ άλλους χώρους, το μόνο που μπορεί να σκεφθεί κάποιος είναι ότι υπάρχει… ένδεια στελεχών.

Είναι αυτό που συζητάμε όλοι, ότι η πολιτική -όπως ασκείται σαν επίκαιρη διαδικασία- είναι, δυστυχώς, απωθητική για μια πολύ μεγάλη κατηγορία αξιόλογων ανθρώπων. Το γιατί είναι από μόνο του ένα πολύ σοβαρό… επόμενο θέμα.

Ενδεια στελεχών σε συνάρτηση με τις τρεις κυρίες δημοσιογράφους πρέπει να αποσαφηνίσω για να μην παρεξηγηθώ. Καταρχάς, η ένστασή μου είναι ως προς την υπερπροβολή του χώρου, σε σχέση με τους υπολοίπους. Κατά τα λοιπά, τιμώ το επάγγελμα, αλλά και τη διακριτότητα του ρόλου που αυτό απαιτεί.

Ειδικά ο δημοσιογράφος που ασχολείται με το πολιτικό ρεπορτάζ, εκτελεί ύψιστο καθήκον ελέγχου της εξουσίας και πρέπει να είναι ξεκάθαρος με τον ίδιο του τον εαυτό, τι ακριβώς επιζητεί και ποια θέση είναι ταγμένος να υπηρετεί! Αν είναι συνεπής στην ουσία της αποστολής του, κι αν μπορεί να διαχειριστεί την ισχύ, που του δίνει η θέση του, όπως προκύπτει από την αναγνωρισιμότητα, την τέχνη του λόγου, γνώσης της επικαιρότητας αλλά και της διαχρονικότητας. Από όλα αυτά κρίνεται, ως δημοσιογράφος, αλλά και ως προς την ακεραιότητά του ως άτομο!

Στην αντίθετη περίπτωση είναι απλά καιροσκόπος, που απλά η βαθύτερη επιθυμία του ήταν, αντί να ελέγχει την εξουσία, να γίνει μέρος αυτής, να επωφεληθεί δηλαδή από τα προνόμια, που συνοδεύουν θέσεις εξουσίας.

Αρα και ασυνεπής και υστερόβουλος είναι και σίγουρα όχι σημαντικός για μια θέση προεξάρχουσα, ειδικά του βουλευτή Επικρατείας.

Οσο για τα κόμματα που τους επιλέγουν, σαφέστατα μπορούμε να συμπεράνουμε -στην καλύτερη περίπτωση- ένδεια προσφοράς υποψηφίων.

Στη χειρότερη διολίσθηση – στην κατά τ’ άλλα «καταγγελλόμενη πεπατημένη» των αντίπαλων παλαιών κομμάτων, που εμμένουν στην εύκολη λύση της αναγνωρισιμότητας, από όπου κι αν προέρχεται, show biz, ποδόσφαιρο και κοινωνία .

Λύση εύκολη και δοκιμασμένη προς «άγρα ψήφων».

Μόνο που τότε όλοι μοιάζουν μεταξύ τους…