Ερση Σωτηροπούλου: «Γράφω πεζογραφία με απαιτήσεις ποίησης»
Η Έρση Σωτηροπούλου με αφορμή την επανέκδοση της νουβέλας «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα», μιλά στην «Π» για το τότε και το τώρα, όσον αφορά στο βιβλίο της, στο γράψιμό της, στη στάση της απέναντι στην κριτική και (αυτό)λογοκρισία.

Μέσα σε ένα βιβλιαράκι 60 σελίδων, με τίτλο «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα», το 1982 η Ερση Σωτηροπούλου περιέγραψε, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, την ορμητική, χωρίς μπλοκαρίσματα, καταβύθιση στο ερωτικό πάθος, που παρασύρει τους εραστές σε ένα μανιασμένο αλληλοφάγωμα μέχρι την έκρηξη -εορταστικών- πυροτεχνημάτων.
Η νουβέλα επανεκδίδεται (εκδ. Πατάκη) 43 χρόνια μετά, και διαπιστώνουμε την αναλλοίωτη στον χρόνο φρεσκάδα της, και, γι’ ακόμα μια φορά, τη ρηξικέλευθη, παλλόμενη γραφή της βραβευμένης δημιουργού της. Η οποία μιλά στην «Π» για το τότε και το τώρα, όσον αφορά στο βιβλίο της, στο γράψιμό της, στη στάση της απέναντι στην κριτική και (αυτό)λογοκρισία. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, πλανιέται και η Πάτρα της νιότης της.
Ερση Σωτηροπούλου: «Ολοι εξασκηθήκαμε στην αναισθησία τα χρόνια της κρίσης»
–Το «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα», που πρωτοεκδόθηκε το 1982, βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων σε νέα -τρίτη- έκδοση. Τι σας ώθησε τότε, να γράψετε την εν λόγω νουβέλα;
Ηταν μια κάθετη βουτιά στον πυρήνα της λίμπιντο που αναφλέγεται όταν ενδοιασμοί, ταμπού, φόβοι και ηθικοί φραγμοί παύουν να ισχύουν. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ερωτική επιθυμία; Υπάρχει τέρμα; Κι αν μπορεί να υπάρξει ένα τέρμα, ποιο θα είναι αυτό; Να φας τον άλλον. Μετά απ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καν το κενό. Μόνον τότε φθάνεις στην αποθέωση. Αν τον κατασπαράξεις. Αλλά μην πάμε μακριά. Τι λέει μια μαμά στο παχουλό μωράκι της; «Θα σε φάω!» Ο κανιβαλισμός είναι εγγεγραμμένος μέσα μας.
–Γιατί επιλέξατε την 28η Οκτωβρίου για την 3ήμερη εξόρμηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, άγνωστων μεταξύ τους, στα Γιάννενα και γιατί στη συγκεκριμένη πόλη;
Μερικές επιλογές στο γράψιμο φαίνονται τυχαίες ή σαν να έγιναν στα τυφλά υπακούοντας σε μια αόριστη διαίσθηση, κι όμως εκ των υστέρων ήταν οι σωστές επιλογές. Η 28η Οκτωβρίου επιβλήθηκε μόνη της από την αρχή, όταν εκείνοι ακόμα ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο και μάλλον την περισσότερη ώρα μένουν σιωπηλοί. Είχα στο μυαλό μου μια μουντή μέρα με βροχή, το άδειο μπαλκόνι ενός δίπατου σπιτιού και πάνω στο κάγκελο δεμένο με σχοινί το παλούκι της σημαίας που έχει αρχίζει να σαπίζει. Η εθνική γιορτή ήταν η επόμενη εικόνα, μια φυσική εξέλιξη. Είχα πάει μια φορά στα Γιάννενα πριν γράψω το βιβλίο. Υπήρχε κάτι οικείο, λυπημένο αλλά και σκληρόκαρδο, όπως σ’ όλες τις πόλεις της ελληνικής επαρχίας. Πόλεις ριζωμένες στον εαυτό τους, αμετακίνητες. Πέρασα δυο μέρες κάνοντας βόλτες στην τύχη χωρίς να δω τα αξιοθέατα. Περνούσα από μια γειτονιά ανέκφραστη σε κάποια άλλη μουτρωμένη. Η λίμνη ήταν ακίνητη, σε επιφυλακή, κάτι υποχθόνιο σάλευε στον βυθό της. Μήνες αργότερα, όταν άρχισα να γράφω το «Εορταστικό Τριήμερο», έγινε ένα κλικ και, πριν το καταλάβω, η ιστορία πήγε κατευθείαν και κόλλησε στα Γιάννενα.
-Το σώμα πρωταγωνιστεί στην ιστορία σας, περνώντας από ποικίλες συμβολικές μεταμορφώσεις και φάσεις. Περιγράφετε ευφάνταστα και τολμηρά την πάλη -γιορτή- κατά την ερωτική πράξη των δύο σωμάτων, που αλληλοκαταβροχθίζονται για να ξαναποκτήσουν σάρκα και οστά. Τι εισπράξατε στα πρώτα βήματα του βιβλίου;
Νομίζω ότι πολλούς τους σόκαρε. Μερικοί όμως έπιασαν το βιβλίο κι έγραψαν πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η «Φάρσα». Αλλά ήμουν πια στη Ρώμη, δεν παρακολούθησα τις αντιδράσεις από κοντά.
-Το τέλος της νουβέλας σας είναι ένα κλείσιμο ματιού -τύπου η γυναίκα παίρνει τα ηνία;
Και ναι και όχι. Κυρίως όχι. Το τέλος μ’ έναν δικό του τρόπο αποκαθιστά την ισορροπία. Δεν πρόκειται για κάτι οριστικό. Ισως κρατήσει μέχρι τον επόμενο σταθμό τους, τη Θεσσαλονίκη. Ισως σε λίγο αρχίσουν πάλι να κατασπαράζονται. Ομως αυτή η ρευστότητα σεξουαλικών ταυτοτήτων και φύλων, θηλυκού, αρσενικού, transgender κ.λπ. που διαποτίζει αυτό το σύντομο βιβλίο είναι ένα πρώτο βήμα για τη συμφιλίωση.
-Μιας και αναφέρθηκα στη γυναίκα. Πώς στέκεστε απέναντι στη βία που κάποιες γυναίκες υφίστανται, ενίοτε σιωπώντας;
Υπάρχει ακόμη μια omertà γύρω από το ζήτημα, ένας κώδικας σιωπής όπως στις μαφιόζικες ταινίες, όπου το περιβάλλον σιωπά, η οικογένεια σιωπά, το θύμα σιωπά. Ο αριθμός των γυναικοκτονιών τα τελευταία χρόνια έχει εκτοξευθεί. Δεν πρόκειται μόνο για ελληνικό φαινόμενο. Φοβάμαι ότι το τσουνάμι της βίας θα ενταθεί στο μέλλον, δεν περιορίζεται. Πέρα από ότι λείπουν οι κατάλληλες δομές και προσωπικό εκπαιδευμένο για να στηρίξει και να ενθαρρύνει τις κακοποιημένες γυναίκες, δεν βλέπω να υπάρχει βούληση. Κάθε φορά που διαβάζω για ένα τέτοιο περιστατικό είναι σαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Ολοι γνώριζαν και κανείς δεν μίλησε. Ή η αστυνομία ειδοποιήθηκε, αλλά θεώρησε μη απαραίτητο να επέμβει.
-Το πάθος που περιγράφετε στο βιβλίο σας, με προεκτάσεις διερευνητικές, αλά Ροβινσώνα, όπως αποκαλεί η ηρωίδα σας τον εραστή της, θεωρείτε ότι υπάρχει, σήμερα, στις ερωτικές σχέσεις;
Δεν νομίζω. Ζούμε σε εποχή συναισθηματικής καθίζησης. Ο κόσμος εκτονώνεται, αλλά εκ του ασφαλούς στα σόσιαλ μίντια. Παρά τις ατελείωτες συζητήσεις περί σεξ στην τηλεόραση, τις διατριβές στα πανεπιστήμια κ.λπ. η κοινωνία συρρικνώνεται, γίνεται περισσότερο επιφυλακτική. Μόνο σε κάτι δεκατετράχρονα που φιλιούνται με πάθος στον δρόμο, διακρίνω κάτι να πάλλεται.
-Η αίσθηση και οι σκέψεις σας όταν κρατάτε στα χέρια σας νέες εκδόσεις παλαιότερων βιβλίων σας;
Τα παρατηρώ σαν μικροοργανισμούς, όντα με τη δική τους ζωική δύναμη που έχουν αποκοπεί από μένα.
-Κοιτάζοντας πίσω, υπάρχουν αλλαγές στον τρόπο που γράφετε; Να αυτολογοκριθείτε έχει τύχει;
Γράφω πεζογραφία με απαιτήσεις ποίησης. Δεν εννοώ με ποιητικό τρόπο, κάθε άλλο. Αλλά γράφω με τις ίδιες απαιτήσεις ακρίβειας στη γλώσσα, εμμονή για κάθε λέξη κ.λπ. σαν να έγραφα ποίημα. Με το πέρασμα του χρόνου, χειροτερεύει. Γράφω και ξαναγράφω. Εφιάλτης. Το να αυτολογοκριθώ, θα ακύρωνε το γράψιμο. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου, ούτε όταν ήμουν πολύ μικρή κι αυτά που έγραφα συνήθως σόκαραν όσους τύχαινε να τα διαβάσουν. Στο σπίτι, από τους γονείς μου, δεν ένιωσα κάποια προσπάθεια λογοκρισίας, αλλά και να υπήρχε δεν θα την λάμβανα υπόψη μου. Οταν κυκλοφόρησε το «Διακοπές χωρίς πτώμα», διαδόθηκε έντονα η φήμη ότι ο πατέρας μου μόλις το διάβασε, έπαθε έμφραγμα. Ο πατέρας μου πράγματι είχε πάθει έμφραγμα, αλλά ένα χρόνο νωρίτερα.
-Πώς λειτουργούσε και λειτουργεί για εσάς η κριτική -θετική ή αρνητική;
Προσπαθώ να κρατάω μια απόσταση από την καλή κι από την κακή κριτική, να μένω όσο γίνεται ανεπηρέαστη.
-Τη Δευτέρα 5 Μαΐου, βρεθήκατε στην Πάτρα ως ομιλήτρια στην εκδήλωση μνήμης για τον Σωκράτη Σκαρτσή. Τι κρατάτε από αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο των γραμμάτων;
Ηταν τα χρόνια της δικτατορίας. Μια Πάτρα-Μεσαίωνας, όπως τη θυμάμαι τώρα. Κάποιος έδωσε στον Σωκράτη Σκαρτσή ένα τετράδιο με ποιήματά μου κι εκείνος ζήτησε να με γνωρίσει. Ολοι οι μεγάλοι για μένα ήταν δεσμοφύλακες. Ο μόνος ενήλικας που ξέφευγε ήταν ο Σωκράτης. Γενναιόδωρος αλλά και αυστηρός, ποτέ δεν προσπάθησε να μου επιβάλει πώς θα γράψω, ούτε να με φέρει κοντά στις δικές του ποιητικές επιλογές. Γράφε, γράφε, μου έλεγε κάθε φορά. Αυτό μόνο απαιτούσε από μένα. Ηταν μια σημαντική παρουσία στη ζωή μου. Αν δεν υπήρχε, ίσως να είχα εκτροχιαστεί.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News