Κριτική θεάτρου: Συγκίνηση για την ατάλαντη σοπράνο
Καθώς το έργο για δύο πρόσωπα σκάβει βαθειά στον τραυματισμένο ψυχισμό τους, το κωμικό στοιχείο σταδιακά υποχωρεί, και περιπαικτικό το γέλιο του κοινού στο άκουσμα της άρρυθμης και άτονης σοπράνο στομώνει.
«Σημασία έχει τι ακούς μέσα στο κεφάλι σου» έλεγε και απελευθερώνοντας τον εαυτό της από τα δεσμά της μουσικής σημειολογίας ισχυριζόταν ότι: «Η τέχνη δεν μπορεί να κυβερνιέται από την περίσκεψη και τη σύνεση». Σφράγισε τα ζωή της με το παρακάτω απόφθεγμα: «Οι άνθρωποι ίσως πουν ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω αλλά κανένας δεν μπορεί να πει ότι δεν τραγούδησα…». Ο λόγος για τη Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς (1868-1944), την επονομασθείσα και «ντίβα του θορύβου», την πλούσια νεοϋορκέζα σοπράνο, που ύφανε τονομύθο της όχι με το ταλέντο της αλλά με τη δύναμη της ψυχής της, την πίστη και την αυτοπεποίθησή της.
Πέντε θεατρικά έργα και δύο κινηματογραφικές ταινίες – η γαλλική «Μαργκερίτ» του Ξαβιέ Τζιανολί (2015) και η βρετανική «Florence – φάλτσα σοπράνο» του Στήβεν Φρήαρς (2016) – έχουν εμπνευσθεί από την απίθανη ιστορία αυτής της γυναίκας, που παρά την τεχνική ανικανότητά της, την απουσία φωνητικών δεξιοτήτων και την έλλειψη ρυθμού και μουσικότητας, ήταν αποφασισμένη να ζήσει το όνειρό της, αγνοώντας την αποδοκιμασία, τον χλευασμό και τα περιπαικτικά σχόλια του κοινού.
Για τη Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, το πάθος της για τη μουσική και η άσβεστη επιθυμία της να γίνει μεγάλη τραγουδίστρια της όπερας, παρά τους φυσικούς περιορισμούς, φαίνεται να μην συνδέεται τόσο και μόνο με το καπρίτσιο και την εκκεντρικότητα μιας ιδιάζουσας και φαντασμένης περσόνας ούτε να αποτελεί μια ιστορία προσωπικής αυταπάτης και φιλόδοξης ονειροφαντασίας. Βαθύτερα και ουσιαστικότερα, η εμμονή της να κυνηγήσει την αναγνώριση και την εδραίωσή της στη μουσική βιομηχανία μπορεί να ιδωθεί ως μια διαδικασία επιβίωσης και ως αντίδοτο απέναντι σε μια ζωή στιγματισμένη από τη φθορά της αρρώστιας και του θανάτου – της σύφιλης που της μετέδωσε ο σύζυγός της – και της ερωτικής απουσίας, στην οποία την καθήλωσε. Εντέλει ως μια πνοή ζωής, που της πρόσφερε η τέχνη της μουσικής ως καταφύγιο μακριά από το φόβο και την αποδοκιμασία του «αγριεμένου πλήθους».
Αυτό τουλάχιστον μπορεί να διαισθανθεί κανείς παρακολουθώντας την θεατρική παράσταση, που βασίσθηκε στο κείμενο του βρεττανού Stephen Temperley, το εστιασμένο στη δωδεκαετή επαγγελματική σχέση της Φλόρενς με τον επίσης τσακισμένο ψυχολογικά αμερικανομεξικανό πιανίστα Κόσμε μακ Μουν που τη συνοδεύει στα κονσέρτα της. Μια συμπόρευση, η οποία από εταιρική αρχικά, μεταβάλλεται στο τέλος σε γλυκειά, τρυφερή και προστατευτική φιλία, με τον μουσικό της σύντροφο να προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο Φλόρενς.
Καθώς το έργο για δύο πρόσωπα σκάβει βαθειά στον τραυματισμένο ψυχισμό τους, το κωμικό στοιχείο σταδιακά υποχωρεί, και περιπαικτικό το γέλιο του κοινού στο άκουσμα της άρρυθμης και άτονης σοπράνο στομώνει. Η Τζένκινς αποκαλύπτεται και απογυμνώνεται συγκινητικά ως το κόκκαλο, συμπαρασύροντας τον ταλαντούχο πιανίστα σε μια συναισθηματική περιδιάβαση ακραίας γκάμας: από την απορία και την ειρωνεία, τον θυμό και την οργή για την εθελοτυφλία και την άγνοια του κινδύνου εκ μέρους της Φλόρενς ως την συμπάθεια, τη βαθειά κατανόηση και την αδιαπραγμάτευτη αποδοχή της.
Τη θεατρική βιογραφία της, κατά την τρέχουσα θεατρική σεζόν, μετέφερε στη σκηνή του θεάτρου «Ηβη» η Θέμις Μαρσέλλου, που διασκεύασε και σκηνοθέτησε μια από τις θεατρικές βερσιόν, τις σχετικές με το Φλόρενς Τζένκινς, το «Glorius, Η πιο φάλτσα σοπράνο που πέρασε από τη γη» του Peter Quilter. Με τη ματιά της να εστιάζει στην ανάδειξη του ψυχισμού των ηρώων, πέτυχε τις αναγκαίες ισορροπίες ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό στοιχείο της ζωής τους, στο χιούμορ και στη συγκίνηση μαζί.
Στη διανομή εύλογα συγκινεί η ανάληψη του ρόλου της παράφωνης σοπράνο από τη γνωστή stand-up comedian Κατερίνα Βρανά, όχι μόνο για το αναμφισβήτητο ταλέντο της αλλά και γιατί ο ρόλος αυτός ήρθε στη ζωή της μετά από μία οριακή περιπέτεια της υγείας της, που δεν την πτόησε και δεν την καθήλωσε στην αναπηρία της. Αντίθετα έγινε αφορμή για μια δυναμική επανεκκίνηση στη σκηνή, αποδεικνύοντας ότι το σθένος και η δύναμη ψυχής είναι πιο ισχυρά από το οποιοδήποτε σωματικό έλλειμμα. Στον ρόλο του συντρόφου της St. Clair Boyfield εμφανίζεται ο δημοφιλής Γιώργος Καπουτζίδης και του πιανίστα της Cosme McMoon ο Γιάννης Γιαννίμπας. Το σκηνογραφικό τοπίο υπογράφει η Μαρία Τσαγκάρη και το ενδυματολογικό η Παναγιώτα Κοκκορού. Τη σκηνή φωτίζει η Μελίνα Μάσχα και τις συνοδευτικές video-προβολές κατασκεύασε ο Κάρολος Πορφύρης.
Μια παράσταση δοξαστική της θέλησης του ανθρώπου, στην οποία η σκηνή συναντά τη ζωή και η ζωή τη σκηνή, τόσο στο πρόσωπο της θεατρικής ηρωίδας όσο και στο πρόσωπο της αληθινής ηρωίδας της ζωής.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News