Μετριότητα vs Iδιοφυΐα

Μετριότητα

Οταν στη δεκαετία του ’80 βλέπαμε στη μεγάλη οθόνη τον οσκαρικό «Αμαντέους» (1984) του Μίλος Φόρμαν, δεν είχαμε συνείδηση ότι πηγαίναμε σινεμά για να δούμε θέατρο, υπό την έννοια ότι η ταινία βασιζόταν στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Πήτερ Σάφερ, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Πολύ περισσότερο δεν γνωρίζαμε ότι ο θεατρικός «Αμαντέους» με τη σειρά του στηριζόταν στο έργο του Πούσκιν «Μότσαρτ και Σαλιέρι».

Μια πράγματι γοητευτική αλληλοτροφοδότηση μεταξύ των τεχνών, που επιβεβαιώνει τη ρήση του Σεφέρη: «Είναι τα λόγια μας παιδιά πολλών ανθρώπων».

38 χρόνια μετά την αριστουργηματική κινηματογραφική βιογραφία του ιδιοφυούς μουσικού και 43 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του «Αμαντέους» στη σκηνή του θεάτρου, το έργο του Πήτερ Σάφερ, ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά της σύγχρονης δραματουργίας, ήρθε και στην Ελλάδα βρίσκοντας φιλόξενη στέγη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Στηριγμένο σε έναν μύθο, που διαχύθηκε στην Ευρώπη στα μέσα στου 19ου αιώνα και έκανε λόγο για δολοφονία του Μότσαρτ από τον αντίζηλό του Αντόνιο Σαλιέρι -αρχιμουσικό στην αυλή του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίας- πραγματεύεται τη συγκρουσιακή συνάντηση των δύο μουσικών και ανάγεται σε έναν αθάνατο στοχασμό για την αιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, το φως και το σκοτάδι, τον Θεό και το Διάβολο.

Βραβευμένο με βραβείο Tony, αναθεωρήθηκε από τον δημιουργό του μέχρι να καταλήξει στην τελική μορφή του, στην οποία ο συνθέτης Σαλιέρι, γέρος και άσημος πια, απευθυνόμενος ευθέως στο ακροατήριο, διεκδικεί να δολοφονήσει τον Μότσαρτ, υποσχόμενος να εξηγήσει τους λόγους. Αν και λατρεύει τις συνθέσεις του και συγκινείται στην ιδέα να τον συναντήσει, όταν τελικά η συνάντησή τους πραγματοποιείται, απογοητεύεται από το μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στη χάρη των συνθέσεών του και την άξεστη συμπεριφορά του. Αφοσιωμένος καθολικός σε όλη του τη ζωή, αδυνατεί να πιστέψει ότι ο Θεός επέλεξε τον Μότσαρτ για τη θεία δωρεά του μουσικού ταλέντου. Γι’ αυτό και αποποιείται τον Θεό και θέλοντας να τον εκδικηθεί, υπόσχεται να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να καταστρέψει τη φήμη του αντιπάλου του και να υπονομεύσει τη επιτυχία του.

Πρόκειται για μια πλούσια μυθοπλαστική αφήγηση της ανελέητης διαμάχης των δύο μουσικών από την πλευρά του Σαλιέρι. Για ένα ψυχολογικό δράμα φιλοδοξίας και αντιζηλίας, πίστης και φθόνου, προδοσίας αλλά και πιθανού εγκλήματος. Για μια μεγαλειώδη παρατήρηση της δύναμης του καλλιτεχνικού πνεύματος αλλά και της προσπάθειας του ανθρώπου να υπερβεί τη μετριότητα, να κατακτήσει την ιδιοφυία και να φτάσει τελικά στη θέωση. Καθώς ο Μότσαρτ δεν είναι αυτός που επιλέγει το θείο δώρο, είναι όμως ο διαχειριστής του, ενώ ο Σαλιέρι δεν είναι παρά ένας κανονικός, κοινός άνθρωπος, καταδικασμένος στην αφάνεια, η σύγκρουση γίνεται σκληρή.

Η διαμάχη τροφοδοτείται ακόμα περισσότερο, καθώς στο έργο ο Μότσαρτ παρουσιάζεται ως ένας εκκεντρικός, ανόητος και άξεστος νεαρός μπουφόνος, που έγινε κάποτε θέαμα από τον ίδιο του τον πατέρα, που παραμένει όμως σταθερά χαρισματικός. Στο σκοτεινό μυαλό του Σαλιέρι, οι λαμπερές μουσικές συνθέσεις του Μότσαρτ τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη δική του μετριότητα και κενότητα και γίνονται ένα ακόμα εργαλείο για την επίθεσή του εναντίον του προικισμένου ομοτέχνου του, το οποίο προστίθεται στην εμμονή του να βλέπει τον Μότσαρτ ως ενσάρκωση του Θεού.

Τι απομένει όμως, για μας από αυτή την προσωπική ανατρεπτική και σαρκαστική ανάγνωση, που επιχείρησε ο Πήτερ Σάφερ για το θέμα της ιδιοφυίας απέναντι στην μετριότητα, αφού οι περισσότεροι δεν μπορούμε να ανήκουμε στην περιοχή της πρώτης αλλά να υπάρχουμε εκ των πραγμάτων στην περιοχή της δεύτερης; Ισως με αφορμή την αιώνια διαμάχη με το άφταστο και το απροσπέλαστο, να μπορέσουμε να αντικρίσουμε τη δική μας μάχη να αντιμετωπίσουμε την ύπαρξή μας και την ίδια μας τη ζωή. Να δεχτούμε τη μετριότητά μας ως κυρίαρχη προϋπόθεση για να ζήσουμε σε αγαστή συνέπεια με τον εαυτό μας.

Η σκηνική ζωή του «Αμαντέους» μόλις άρχισε (5/2) σε σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, που μετά τη Μαρία Κάλλας (Masterclass), εμμένει στο ενδιαφέρον του για διάσημα πρόσωπα. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο ερμηνεύεται από τον Νίκο Ψαρρά στον ρόλο του δαιμόνιου Σαλιέρι και τον Γιάννη Νιάρρο σε αυτόν του Μότσαρτ. Στο πλευρό τους εμφανίζεται η Μαίρη Μηνά στον ρόλο της Κονστάνς, συζύγου του πιο ροκ συνθέτη της κλασικής μουσικής. Την όψη της παράστασης υπογράφει η Ολγα Μπρούμα και τους φωτισμούς ο Νίκος Βλασσόπουλος. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο ηχοτοπίο της παράστασης καθώς το έργο διανθίζεται με μουσικές συνθέσεις του Μότσαρτ, που μεταγράφηκαν από τον Δημήτρη Σιάμπο και ερμηνεύονται ζωντανά επί σκηνής από κουιντέτο εγχόρδων.

Από τις πολυαναμενόμενες σκηνικές συνθέσεις του 2022, μέσα σε ένα μετέωρο ακόμα θεατρικό τοπίο.