Ο άνθρωπος- βιβλίο

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Καντριάνικα

Μπορεί η ζωή μας να γίνει βιβλίο; Τα «Καντριάνικα» είναι μια θετική απάντηση. Αποτυπώνουν ένα μόνο μέρος της ζωής του Νίκου Αντωνόπουλου, ενός από τους γνησιότερους εκπροσώπους της φυλής των αυτοδιοικητικών της Πάτρας, ο οποίος είναι η επιτομή του Πολίτη της Πόλεως: Ζυμώθηκε με τον τόπο, τους ανθρώπους, την ιστορία και τους ανέμους του χώρου και όλο το οξυγόνο της μνήμης και της διαδρομής του περιστρέφεται γύρω από το Κοινόν, με την ευρεία έννοια του όρο. Η ζωή του Νίκου Αντωνόπουλου, του διαπρεπέστερου, αν όχι και του πολυτιμότερου αντιδημάρχου της Εποχής Καράβολα, εύλογο ήταν να γίνει βιβλίο, για λόγους πολλούς. Ο ένας είναι ότι είναι ένα ανοιχτό βιβλίο ο ίδιος. Οσοι τον έχουν συναναστραφεί έστω και επιφανειακά, έχουν μια εικόνα της περίπτωσης.

Όταν μας εμπιστεύθηκε τα «Καντριάνικα», τρομάξαμε: Θα το διαβάζαμε ασφαλώς από φιλοτιμία, στο όνομα μιας μακράς συνύπαρξης και έντιμης συνεργασίας από τις επάλξεις εκάστου, αλλά πόσο ενδιαφέρον να σου προσφέρει μια άσημη περιοχή των Πατρών; Η διάψευση που μας πρόσφεραν οι πρώτες σελίδες ήρθε σαν ράπισμα. Ο ίδιος ο συγγραφέας προσδιορίζει το έργο του ως «μια μικροϊστορία». Τα Καντριάνικα είναι ο τόπος στον οποίο ο Ξέρξης στήνει το παρατηρητήριό του, με τη διαφορά ότι ο παρατηρητής είναι και συμπρωταγωνιστής των γεγονότων που εξιστορεί, άλλοτε σαν κομπάρσος, άλλοτε σαν μάρτυρας, άλλοτε σαν δημιουργός των συμβάντων που σφράγισαν τη διαδρομή του μέχρι και την περίοδο της ωριμότητας.
Ο Νίκος Αντωνόπουλος είναι μια σπάνια μορφή: Παιδιόθεν παρατηρεί, κωδικοποιεί, ερμηνεύει, αφομοιώνει σαν σφουγγάρι μέσα από έναν κορυφαίο μηχανισμό νοήμονος επεξεργασίας, ταξινόμησης και αποθήκευσης δεδομένων.

Η παιδική του ηλικία είναι ένας άμβωνας εκ του οποίου αυτοβιογραφούνται οι λαϊκές τάξεις των Πατρών, που έχουν σαν σημείο αναφοράς μια γειτονιά υψηλής ιστορικότητας αλλά χαμηλής λάμψης. Όμως η κοινότητα αυτή περιλαμβάνει τους πατρινότερους των πατρινών, τα γονιδιακά και τα πολιτισμικά ίχνη των οποίων συν- πλέκονται σε νήματα τα οποία μας οδηγούν στην αρχαιότητα, τη ρωμαϊκή εποχή, τον βυζαντινό μεσαίωνα, τους νεότερους χρόνους: Από την αρχόντισσα Δανιηλίδα μέχρι την Πόλυ Πάνου,πότε πέρασε ο καιρός; Τα προσωπικά βιώματα του ίδιου του συγγραφέα συνθέτουν μια φελλινική τοιχογραφία επιμέρους οικογενειακών αφηγημάτων που αποτυπώνουν τους ανθρώπους της στέρησης και της υστέρησης, του αυτοσχεδιασμού, της ξενιτειάς, της δημιουργίας, του πλούτου ή της καταστροφής ή και των δύο, του έπους της επιβίωσης στο καράβι της εποχής τους

Ο Νίκος Αντωνόπουλος βάζει ηχείο στον σφυγμό μιας κοινωνίας που εύλογα θα αριστεροποιηθεί, κάτω από το διπλό βάρος της ανισότητας και του αυταρχισμού, ο οποίος έρχεται σαν φυσική- και ηλίθια- συμπεριφορά της μετεμφυλιακής εξουσίας που αντί να απορροφήσει επουλωτικά τον ηττημένο, τον ηρωοποιεί και τον εξυψώνει στη σφαίρα του μύθου. Ακόμα πληρώνω, λέει ο Σαββόπουλος.

Την ίδια στιγμή, αναλύει στοχαστικά, γλυκόπικρα και απορριπτικά, κατά περίπτωση, το νεότερο πατραϊκό φαινόμενο, την ιστορία, την ακμή και την κατάπτωση του άστεως, μέσα από μια απώλεια ταυτότητας από την οποία αδυνατεί να τη θεραπεύσει η χλωμή της διαχρονική ηγεσία, όποιες και αν είναι οι αναφορές αυτών του των αιχμών, αν και αυτό ποου δείχνει να του διαφεύγει είναι πως μια παρακμάζουσα πόλη αναπαράγει τη μετριότητα που την καταδυναστεύει γιατί αυτοεγκλωβίζεται στον φαύλο κύκλο της, διότι καθένας κοιτάει να προστατεύσει την ανεπάρκειά του και όχι να την εκθέσει σε μεταβολές που θα την ξεβράσουν.

Τα Καντριάνικα του Νίκου Αντωνόπουλου είναι ένα συλλογικό και ατομικό αφήγημα, στο οποίο η προσωπική μαρτυρία δίνει σάρκα και ένδυμα στις μεγάλες ιστορικές μεταπτώσεις της μεταπολεμικής περιόδου και τις επιδράσεις τους στον άνθρωπο και την κοινωνία. Διατρέχεις το βιβλίο με έ.να διαρκές μειδίαμα και κάποιες ριπές συγκίνησης: Στις σελίδες του αφηγήματος βρίσκεσαι εσύ, η γενιά σου, η εποχή σου, η πόλη σου και οι δρόμοι της, ο ήλιος και η βροχή της και ανάμεσά τους οι άνθρωποί της, ζώντες και μακαρίτες, σαν φωτογραφίες οικογενειακές, σαν μια πελώρια κορνίζα που μας χωράει όλους, σαν τα έργα του Βούρτση, και ο Χρόνος να μας ζητάει να χαμογελάσουμε για διασωθεί η μορφή μας σαν ιδέα πλατωνική, σφηνωμένη στον θόλο της ιστορ[ίας. Ή έστω της μικροϊστορίας.

Ο Ξέρξης ούτε νικάει ούτε ηττάται. Μαζεύει τα καράβια του, τα μπαλώνει. Και συνεχίζει ναυμαχών και ναυμαχώμενος.