Ρούλα Πισπιρίγκου: Ελλάς Ελλήνων Δικαστών – Μιλούν στην «Π» έγκριτοι νομικοί
Yπόθεση Πισπιρίγκου. Κανείς μας δεν ξέφυγε από τον πειρασμό να ασχοληθεί, σχηματίζοντας πεποίθηση γύρω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα και διατυπώνοντάς τη δημόσια και ημιδημόσια, αξιοποιώντας τον μεγεθυντικό παράγοντα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μήπως κάπου πρέπει να μπαίνει ένα φρένο;
Ο σάλος που εύλογα προκλήθηκε στην περίπτωση της παιδοκτονίας η οποία καταλογίζεται στην Ρούλα Πισπιρίγκου, συνοδεύτηκε από διάφορα φαινόμενα που συνηθίζονται πλέον σε περιπτώσεις γεγονότων με τεράστιο κοινωνικό εκτόπισμα. Κυρίως όχημα ήταν η σφαίρα των ΜΜΕ, έντυπων και ηλεκτρονικών, αλλά και «το πεζοδρόμιο». Παρατηρητές πάσης βαθμίδας μετατράπηκαν σε άτυπους ερευνητές και εισαγγελείς, βγάζοντας φλας στα επίσημα θεσμικά όργανα, τα οποία βέβαια έδωσαν δικαιώματα, καθώς η ποινική διάσταση της υπόθεσης πέρασε κάτω από τη μύτη τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι νομιμοποιούντα ακρότητες που «κτίζουν» κουλτούρα μαζικής διαχείρισης νομικών υποθέσεων.
Η εφημερίδα «Πελοπόννησος» αποτάθηκε σε δύο έμπειρους νομικούς, τον καθηγητή Θ. Παπαθεοδώρου και τον δικηγόρο Τάκη Παπαδόπουλο, θέτοντάς τους 4 κοινά ερωτήματα.
>Μεγάλο μέρος του μιντιακού κόσμου συμπεριφέρθηκε αψηφώντας το τεκμήριο αθωότητας εμπλεκομένων προσώπων. Μας προβληματίζει ότι αυτή η στάση «εκπαιδεύει» την κοινωνία υπέρ της αυτοδικίας και της περιφρόνησης των κανόνων του δικαίου;
>Στα σόσιαλ μίντια έχουν αναπτυχθεί λαϊκά δικαστήρια και αγορητές που ξιφουλκούν απύλωτα κατά δικαίων και αδίκων. Συνιστά πολιτικό και νομικό πρόβλημα αυτό το φαινόμενο;
>Το «δημόσιο αίσθημα περί δικαίου» μέχρι ποιο βαθμό δεσμεύει τη δικαιοσύνη;
>Ζήσαμε επίσης το φαινόμενο αυτόκλητων ερευνητών και αξιολογητών ιατροδικαστικών στοιχείων. Σας απασχολεί η μετατροπή της δικαιοσύνης σε ένα είδος δημοσίου παιγνίου; Εχουμε θεσμικά αντίβαρα;
Παπαθεοδώρου: Η δικαιοσύνη ακούει, αλλά δεν καθοδηγείται
-Σε ποινικές υποθέσεις, σοβαρών, ειδεχθών έως και αδιανόητων εγκλημάτων, που προκαλούν έντονο αποτροπιασμό και μεγάλη συναισθηματική φόρτιση στην κοινή γνώμη παρατηρείται συχνά, από ορισμένα ΜΜΕ, το φαινόμενο της υπερβολικής εκμετάλλευσής τους και της συνεχούς προβολής τους άλλοτε από πραγματικό ενδιαφέρον ενημέρωσης και άλλοτε με το πρόσχημα της ερευνητικής δημοσιογραφίας εξωθεσμικών παραγόντων.
Η απαραίτητη αναζήτηση της αλήθειας ενέχει έτσι τον κίνδυνο σύγχυσης με την «αποκαλυπτική είδηση» και η προβλεπόμενη αστυνομική και δικαστική έρευνα με την προβολή «υποθέσεων» αντί αποδείξεων ή ενδείξεων από πλευράς μέρους των ΜΜΕ.
Οσο μεγαλύτερη είναι η συναισθηματική φόρτιση της κοινής γνώμης και όσο περισσότερο αποτρόπαιο είναι το έγκλημα, τόσο ανεξέλεγκτη μπορεί να είναι η υπερβολή στην εκμετάλλευση της είδησης.
Πέραν δε της ενδεχόμενης παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας το οποίο παραμένει μια βασική δικονομική εγγύηση, η υπερβολή στην παρουσίαση και εκμετάλλευση της είδησης (η οποία κατά μία δημοσιογραφική αντίληψη «πουλάει») οδηγεί πράγματι στην καλλιέργεια «οπαδικών συναισθημάτων» και μαζικοποίησης της αντίδρασης στην ευάλωτη σε τέτοιες επιρροές κοινή γνώμη.
Μια συγκεκριμένη υποκουλτούρα ενημέρωσης αδιαφορεί για την εξώθηση σε συμπεριφορές του Νόμου του Λυντς, σε συμπεριφορές όχλου, στην τόνωση δηλαδή συλλογικών συναισθημάτων αυτοδικίας. Αυτό είναι το πλέον επικίνδυνο, όχι μόνο γιατί παραβιάζει κάθε έννοια νομιμότητας και θεσμικών διαδικασιών, αλλά γιατί στοχεύει με συστηματικότητα και ιδιοτέλεια να διεγείρει τα πλέον ανορθολογικά και πρωτόγονα ένστικτα του κοινωνικού συνόλου όταν λειτουργεί ως «μάζα».
-Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν έναν ελεύθερο χώρο έκφρασης και επικοινωνίας, με χαλαρούς κανόνες δεοντολογίας. Ως “βήμα” έχουν χρησιμοποιηθεί από πολλούς για τη διακίνηση των πλέον ακραίων αντιλήψεων όπως και για την καθοδήγηση των πλέον «επιδραστικών» συμπεριφορών και αντιδράσεων. Πέραν από την αυτοδέσμευση και αυτορύθμισή τους, τα περιθώρια της νομικής παρέμβασης είναι περιορισμένα. Επομένως το κύριο πρόβλημα παραμένει το πολιτικό. Η διαχείριση των μέσων από ακραία στοιχεία -το είδαμε πολλές φορές να συμβαίνει- μπορεί να επηρεάσει τα πάντα: από πολιτικές εξελίξεις έως και κοινωνικές συμπεριφορές, στάσεις και αντιλήψεις του κοινωνικού σώματος. Μόνο η σταθερή, αξιόπιστη και τεκμηριωμένη ενημέρωση μπορεί να αντισταθμίσει τους κινδύνους των fake news.
-Είναι δύσκολη η σχέση του κοινού περί δικαίου αισθήματος και δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη οφείλει να αντιλαμβάνεται την κοινωνία, αλλά όχι να καθοδηγείται από αυτή. Το κοινό περό δικαίου αίσθημα δεν μπορεί να παραβιάζει το νόμο σε ένα Κράτος Δικαίου. Οι δικαστές δεν πρέπει να επηρεάζονται -και στη συντριπτική πλειονότητά τους έτσι ενεργούν- από την πίεση της κοινής γνώμης ή των ΜΜΕ, αλλά να απονέμουν δικαιοσύνη με βάση τον νόμο, με ψυχραιμία και κατά συνείδηση.
Ο «δικαιοκρατικός» δικαστής οφείλει να εκδίδει τις αποφάσεις του εν ονόματι του ελληνικού λαού, αλλά όχι να σύρεται από τις συγκυριακές απαιτήσεις, τις φορτικές πιέσεις της κοινής γνώμης ή να επηρεάζεται από πολιτικές πιέσεις. Δεν απαντά ούτε λογοδοτεί στην κοινή γνώμη με τις αποφάσεις του, αλλά απονέμει δικαιοσύνη με βάση τους κανόνες Δικαίου. Επομένως η δικαιοσύνη όπως και οι λειτουργοί της δεν (πρέπει να) δεσμεύονται από το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
-Το φαινόμενο είναι πράγματι ανησυχητικό. Πάνω από όλα τέτοιες ενέργειες είναι αυθαίρετες και παράνομες. Η δικαιοσύνη δεν τις λαμβάνει υπόψη της, αλλά και τα ΜΜΕ είναι απαράδεκτο να τις ενθαρρύνουν χάριν τηλεθέασης ή ακροαματικότητας. Τα θεσμικά αντίβαρα είναι γνωστά και πολύ ισχυρά: Η ίδια η δικαιοσύνη με τους θεμικούς ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες της, αλλά και οι ανεξάρτητες αρχές σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της ενημέρωσης και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Κυρίως όμως αντίβαρο αποτελεί η ορθή λειτουργία του κράτους Δικαίου και των θεσμών του που εγγυώνται την ασφάλεια Δικαίου.
Παπαδόπουλος: Η κοινωνία μαθαίνει να περιφρονεί τη δικαιοσύνη
-Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης κι αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το τεκμήριο αθωότητας μένει αλώβητο στην καθημερινή ζωή και εν προκειμένω αν είναι θεμιτό σε χρονικά προγενέστερο στάδιο μιας δίκης, ήδη δηλαδή από την ανάκριση, και κατά πόσο είναι νομότυπο να εκφέρονται κρίσεις για την ενοχή ή μη των φερόμενων υπαιτίων αξιόποινων συμπεριφορών.
Γιατί αυτές οι κρίσεις περί ενοχής του φερόμενου ως δράστη, ιδιαίτερα δε όταν δεν έχει καν ολοκληρωθεί η συλλογή του αποδεικτικού υλικού, ουσιαστικά δίνει πράγματι την αφορμή στην κοινωνία να σχηματίσει άποψη περί της υποθέσεως, σχεδόν πάντοτε υπέρ της «ενοχής» του κατηγορουμένου και σε πολλές περιπτώσεις είναι η σπίθα που θα ξεσηκώσει την κοινωνία σε εκδηλώσεις τέτοιες που μοιάζουν με αυτοδικία, όπως οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από τα σπίτια των «κατηγορουμένων» ή σε εκδήλωση πράξεων βίας κατά την διάρκεια της προσαγωγής των υπόπτων. Αυτό το φαινόμενο είναι καιρός να σταματήσει. Γιατί η κοινωνία μας, που δεν είναι ειδική περί τη νομική επιστήμη σε πολύ μεγάλο ποσοστό, όταν κάποιες εισαγγελικές διατάξεις ή δικαστικές αποφάσεις δεν ταιριάζουν με την άποψη που έχει ήδη σχηματίσει, τότε θεωρεί ότι κάτι περίεργο συνέβη στην υπόθεση και έτσι δεν περιφρονεί μόνο το τεκμήριο αθωότητας, αλλά και τους ουσιαστικούς κανόνες του δικαίου, απαξιώνοντας έτσι συνολικά την δικαιοσύνη και την έννοια του πραγματικού δικαίου.
-Οπωσδήποτε. Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και να μην υποπίπτουμε στην γοητεία του λαϊκισμού, θα πρέπει να το αποδεχθούμε. Δυστυχώς πολλοί χρήστες των σόσιαλ μίντια και των πλατφόρμων κοινωνικής δικτύωσης δεν συνειδητοποιούν ότι η άποψη που εκφράζουν είναι δυνατό να διαβαστεί από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Η έκφραση γνώμης στα σόσιαλ μίντια δεν διαφέρει από την έκφραση γνώμης μέσω της αρθογραφίας σε μια εφημερίδα ή ακόμα και από την διατύπωση γνώμης ενώπιον πολλών προσώπων, σε πολλές περιπτώσεις και αγνώστων. Οποιες δηλαδή έννομες συνέπειες μπορούν να προκύψουν από τις παραπάνω ενέργειες, είναι δυνατό να προκύψουν από ένα tweet ή ένα ποστ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό πολλοί το αγνοούν και έτσι είναι πολύ συχνό το φαινόμενο τα τελευταία χρόνια να έχουν προκύψει κατηγορητήρια, αλλά και πολλές καταδίκες κατά πολιτών από χρήστες που χωρίς να γνωρίζουν καν ένα άλλο άτομο, με την γνώμη που εκφράζουν στα σόσιαλ μίντια, έχουν υποπέσει στα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Συνεπώς είναι βέβαιο ότι το φαινόμενο αυτό συνιστά νομικό πρόβλημα, αλλά και όχι σπάνια πολιτικό, αφού έχουμε δει αρκετές φορές πολιτικοί να καταφέρονται μέσω των σόσιαλ μίντια κατά συναδέλφων τους με σαφώς εξυβριστικές και συκοφαντικές εκφράσεις.
– Πολύ μεγάλο ζήτημα. Θα έπρεπε να δεσμεύει τη δικαιοσύνη; Κατά τη γνώμη μου όχι σε βαθμό που να μην μπορεί να κρίνει ο δικαστής δίκαια, με βάση την συνείδησή του, τις αποδείξεις και την ακροαματική διαδικασία. Αλλωστε ο νομοθέτης έχει προβλέψει, εκεί που νομίζει ότι χρειάζεται, στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, να συμμετέχει η κοινωνία στην ποινική δίκη μέσω του θεσμού των ενόρκων.
Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα; Νομίζω ότι παίζει μεγάλο ρόλο στην έκβαση μιας ποινικής υπόθεσης αυτό που ονομάζουμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Και είναι ανθρώπινο. Υπάρχει μια πολύ πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, η 2/2022 που με προβλημάτισε αρκετά. Αναφέρεται και στην «ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου» λέγοντας: «Ετσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση της κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη), με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου».
Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι μία γενικευμένη επίκληση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, ιδίως όταν το αίσθημα αυτό «ζητεί» καταδίκες. Γιατί η έννοια αυτή και αφηρημένη είναι και ασαφής και δεν προκύπτει ποιος είναι τελικά ο διαμορφωτής του περί δικαίου αισθήματος, και αν πράγματι η πλειοψηφία της κοινωνίας έχει την ίδια άποψη.
-Απολύτως με απασχολεί. Δυστυχώς πολλοί από όσους καλούνται να εκφέρουν άποψη περί μιας υποθέσεως, χωρίς να γνωρίζουν τα στοιχεία αυτής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κάτω και από την πίεση των ΜΜΕ που αυτοτροφοδοτούνται από τέτοιες υποθέσεις, υποπίπτουν στην εύκολη και εύπεπτη ανάλυση, που χαϊδεύει τα αυτιά του κοινού, ή ακόμα χειρότερα λαμβάνει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, για λόγους που ίσως είναι και ποινικά κολάσιμοι. Το ζήσαμε και στην πανδημία με την υπερανάλυση ιατρικών όρων και θεραπειών από σχετικούς και άσχετους με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στην κοινωνία μας δυσπιστία και προς θεσμούς και προς τους πραγματικά ειδικούς. Θεσμικά αντίβαρα έχουμε, αλλά είναι μη δημοφιλή και δύσκολα εφαρμόσιμα. Δεν είμαι υπέρ της ποινικοποίησης της ελεύθερης γνώμης, αρκεί η γνώμη αυτή να έχει έστω τα μέσα εχέγγυα αξιοπιστίας.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News