Θέατρο: Καθαγιασμός και αποθέωση
Ο «Οιδίπους επί Κολωνώ», το στερνό έργο του Σοφοκλή, σηματοδοτεί μαζί με τις «Βάκχες» του Ευριπίδη το τέλος του τραγικού λόγου των αρχαίων, ο οποίος αν και εκπνέει, δεν παράγει παρακμή αλλά αντίθετα γεννά αριστουργήματα. Η θαυμαστή αυτή αντινομία αναφέρεται και στον ίδιο τον Σοφοκλή, που αν και συνθέτει την τραγωδία σε βαθιά γερατειά, η φθορά του χρόνου δεν τον εμποδίζει να μεγαλουργήσει και να κληροδοτήσει μέσα από το κύκνειο άσμα του ένα είδος πνευματικής παρακαταθήκης στην ανθρωπότητα.
Ο Οιδίποδας των ανόσιων αλλά ακούσιων εγκλημάτων, υψώνεται από τον τραγικό ποιητή σε λαμπρό σύμβολο του ανθρώπου, που η εναντιότητα της μοίρας δεν τον συντρίβει. Απεναντίας, σοφότερος μέσα από μια επώδυνη πορεία ζωής, παραιτημένος από τα πάθη του και υποτακτικός πλέον στη μυστηριώδη βούληση του Ουρανού, πορεύεται κυνηγημένος και ανέστιος προς έναν θάνατο πρωτόφαντο, σχεδόν αφαρπάζεται από τους θεούς και οδηγείται στην αποθέωση.
Αν και στερημένος από τη φυσική του όραση, ο Οιδίποδας, όταν φθάνει στον Κολωνό, έχει κατακτήσει, με κόπο, μέσα από το μάτωμα, τον προσωπικό πόνο και σπαραγμό, το πνευματικό φως, που του επιτρέπει να κοιτάζει πίσω την άθλια ζωή του και να αμύνεται αυτοϋπερασπιζόμενος (καθαρός απέναντι στο νόμο, χωρίς να το ξέρω, έπραξα το κακό). Εχει γνωρίσει πια το κλειδί, που καθορίζει την κίνηση του κόσμου και αυτή ακριβώς η γνώση είναι που συνιστά την υπεροχή του απέναντι στο κραταιό Οιδίποδα Τύραννο.
Εντυπωσιασμένος ο θεατής παρακολουθεί τον τραγικό ήρωα, ένα βήμα πριν από τον θάνατο, να μπορεί να διαχειρίζεται το πεπρωμένο των γιων του και να φθάνει ως το έσχατο φανέρωμα της μεγαλειώδους οργής του ενάντια σε όσους εξουσιάζουν με αλαζονεία. Προπάντων όμως υποκλίνεται μπροστά στην εικόνα ενός Οιδίποδα, που εισέρχεται στη σκηνή περιφρονημένος και απόβλητος αλλά εξέρχεται αποθεωμένος και υψωμένος πάνω απ’ όλους, διατηρώντας την πνευματική του επιβολή, αν και έχει απολέσει την εγκόσμια δύναμή του.
Παρά την αδυναμία του Γιώργου Σκεύα να καταστήσει ευδιάκριτες τις προθέσεις του και να κρατήσει τα ηνία της παράστασης, υποχρεώνοντας έτσι τους συμπληρωματικούς ρόλους να φανούν υποδεέστεροι έως και να χαθούν, στη σκηνή έλαμψε η παρουσία του Δημήτρη Καταλειφού με συμπρωταγωνιστή τον λόγο του ποιητή, που ακούστηκε με ευκρίνεια και καθαρότητα, χάρη στη ρέουσα και τερπνή στο άκουσα μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και την άψογη εκφορά του από τους ηθοποιούς.
Ο Οιδίποδας του καλού ηθοποιού σε μια στιγμή ωριμότητας, σήκωσε στους ώμους του το βάρος ενός τιτάνιου ρόλου, αποδίδοντας την τραγικότητα και τις εσωτερικές δονήσεις του ήρωα, με την καθηλωτική του ερμηνεία να αποτελεί το επισφράγισμα της πολύμοχθης πορείας του και της υποκριτικής του δεινότητας. Πλάι του στάθηκαν η Αγγελική Παπαθεμελή (Αντιγόνη) και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη (Ισμήνη) περιβάλλοντας με περίσσεια συναισθηματική έγνοια τον ευάλωτο γέροντα πατέρα τους.
Οι ανδρικοί ρόλοι, αν και σκηνοθετικά ακαθοδήγητοι, αναδείχθηκαν μέσα από την ερμηνευτική προσπάθεια του Μάξιμου Μουμούρη ως Πολυνείκη, με έμφαση στη σκηνή της ικεσίας, του Χρήστου Σαπουντζή ως Κρέοντα με την απόδοση της δολιότητας και της μειλίχιας υποκρισίας του Θηβαίου βασιλιά και του Χρήστου Χατζηπανταζή ως Θησέα με την ανάδειξη της ευγένειας και της ανθρωπιάς του Αθηναίου άρχοντα. Ενδιαφέρουσα η κατάθεση του Γιώργου Νούση που φώτισε με μεταφυσικό φως τον λόγο του Αγγελιαφόρου και του Νίκου Νίκα ως Ξένου.
Παρά την καλή σκηνική και φωνητική του οντότητα, ο Χορός έμοιαζε αμήχανος και αποπροσανατόλιστος, με λίγες καλές στιγμές, αν και είχε να διαχειριστεί λυρικά διαμάντια του τραγικού λόγου, όπως το εξαίσιο Χορικό του Κολωνού, έναν ύμνο στην ομορφιά του αττικού τοπίου. Αχρονο το σκηνικό -ριζωμένοι κορμοί λιόδεντρων στη γη- της Λίλης Πεζανού, λιτά και ανεπιτήδευτα τα κοστούμια της – υπογράμμιζαν ίσως την οικουμενικότητα των τραγικών νοημάτων.
Μια παράσταση ταυτισμένη με την κυριαρχία του πρωταγωνιστή και τη λυτρωτική επενέργεια του ποιητικού λόγου στην ψυχή μας.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News