Θέατρο: Μια «Αντιγόνη» από τη Γαλλία
Τη Μαρία Πρωτόπαππα, ηθοποιό χαμηλών τόνων αλλά άκρας ευαισθησίας που εμβαθύνει πάντοτε στους ρόλους που αναλαμβάνει, αναζητώντας τις ιδιαίτερες πτυχές τους, την πρωτοείδα στην τηλεοπτική μεταφορά του «10» του Μ. Καραγάτση και με συνεπήρε με την παρουσία της. Εκτοτε παρακολούθησα τις εκλεκτικές επιλογές της στο θέατρο με προτελευταία αυτή στο ρόλο της κολομβιανής ζωγράφου Εμμα Ρέγιες, μια ερμηνευτική κατάθεση ψυχής από τις καλύτερες του 2018. Στον παρόντα χρόνο επιχειρεί για δεύτερη φορά στον ανδροκρατούμενο χώρο της σκηνοθεσίας, αντιμετωπίζοντας την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ.
Ο Γάλλος συγγραφέας, ερωτευμένος με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, τους αναδιαπραγματεύτηκε και εντάσσοντάς τους στην εποχή του, απέδωσε στο γαλλικό αλλά και στο παγκόσμιο θέατρο αριστουργήματα: Την «Ευρυδίκη», την «Αντιγόνη» και την «Μήδεια», η σύνθεση των οποίων συμπίπτει με την τραυματική εμπειρία του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Στη χορεία των έργων του με αρχαιοελληνική αφετηρία συγκαταλέγεται και ο «Οιδίπους, ο χωλός βασιλιάς» (1978) -η τελευταία λέξη της υπαρξιακής σκηνής του- δράμα άγνωστο μέχρι την έκδοσή του στη Γαλλία το 1996.
Ειδικότερα στη «Αντιγόνη» του αντλεί από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή αλλά και αποστασιοποιείται από αυτήν, επιδιώκοντας να αναδείξει τη φοβισμένη και ναυαγισμένη κοινωνία του καιρού του και τη θέση του ατόμου απέναντι σ’ ένα παντοδύναμο και αυταρχικό κράτος. Πώς να αγνοήσει, άλλωστε, την ιδιόρρυθμη ναζιστική κατοχή της χώρας του; Απέναντι στον Κρέοντα, που εκπροσωπεί τη γερασμένη έκφραση μια συμβιβασμένης εξουσίας, που χρησιμοποιεί τη μυρωδιά του πτώματος του Πολυνείκη ως μέσο σωφρονισμού των πολιτών, αντιπαραθέτει την «Αντιγόνη», που αντιπροσωπεύει τη ρομαντική εξέγερση της νεότητας. Μια ηρωίδα, που επαναστατεί θάβοντας τον αδελφό της, αρνούμενη την ελπίδα μια ανυπόφορης και αδιέξοδης ζωής.
Εξω από το παλάτι, όπου συντελούνται οι μεγάλες αυτοκαταστροφές και αυτοθυσίες, βρίσκονται οι άνθρωποι της μάζας, οι Φρουροί, που έχοντας αποβάλει όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, επιδίδονται στη χαρτοπαιξία χαμογελώντας, αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν. Βουτηγμένοι σε μια ζωώδη κατάσταση, νοιάζονται μόνο για τον επιούσιο μισθό και τις ηδονές του βίου, εκφραστές του κυνισμού της μετριότητας, χωρίς ηλικία. Η τραγικότητα της σύγχρονης Αντιγόνης προκύπτει χωρίς θεό, χωρίς την παρουσία του Ανώτερου Οντος. Το άτομο αντιπαρατίθεται απέναντι στην εξουσία ως μονάδα μέσα στην αμείλικτη φορά των πραγμάτων, με φόντο τη ροή μιας απεχθούς συλλογικής καθημερινότητας, μίζερης και φοβισμένης. Ο Ανούιγ, εκσυγχρονίζοντας τον μύθο, εισάγει μια νεωτερική αντίληψη του τραγικού ως στοιχείου παράδοξου και αναπότρεπτου.
Στην «Αντιγόνη» του, όπως και σε άλλα έργα του, αναζητά το νόημα της ζωής, μέσα σε υπαρξιακή θερμοκρασία και καλεί τους θεατές να στοχαστούν πάνω στο αίνιγμά της και να αντισταθούν στην εξουσία, επιφυλάσσοντας περισσή ειρωνεία και πικρό σαρκασμό γι’ αυτήν. Ο ίδιος κατατάσσει την «Αντιγόνη» στα «μαύρα έργα» του, στα οποία κυριαρχεί το τραγικό αίσθημα και η απαισιόδοξη στάση του απέναντι στη ζωή, υποβάλλοντας μέσα από την αναμόχλευση του αρχαίου μύθου την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του, που συνοψίζεται στην ιδέα ότι η ευτυχία είναι ψευδαίσθηση και αυταπάτη, πολύτιμη μεν αλλά απροσπέλαστη.
Ολα τα πολύτιμα πράγματα, κατά τον Ανούιγ, βρίσκονται έξω από τα όρια του γήινου κόσμου, έξω από το πλαίσιο μιας βρόμικης και διεφθαρμένης κοινωνίας. Και τέτοια ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα τον καιρό της σύνθεσης της «Αντιγόνης», αρρωστημένη, βουτηγμένη στον ατομικισμό, έχοντας εξοστρακίσει κάθε έννοια συλλογικότητας, με τα σύννεφα – προμηνύματα μιας παγκόσμιας σύγκρουσης να πυκνώνουν απειλητικά και το φάντασμα μιας τελεσίδικης ανθρώπινης δυστυχίας να πλησιάζει αναπότρεπτα.
Το ταξίδι του γαλλικού δράματος στη σκηνή μόλις ξεκίνησε (18/2) στον χώρο που πρωτοπαίχτηκε το 1945-47 -στο υπόγειο του θεάτρου Τέχνης, με τον Κάρολο Κουν στο τιμόνι της σκηνοθεσίας και την Ελλη Λαμπέτη στον ομώνυμο ρόλο- με τη σκηνοθετική υπογραφή της Μαρίας Πρωτόπαππα. Εχοντας στο ενεργητικό της το θετικό αποτύπωμα που άφησε η σκηνοθετική της διδασκαλία στο έργο του Μπέρνχαρντ «Ρίττερ, Ντένε, Φως» και επιδιώκοντας την ανάδειξη των ηθικών αξιών και των πολιτικών απόψεων που αντιπαρατίθενται στην «Αντιγόνη», εστίασε την ανάγνωσή της «στον λόγο και στη δύναμη εκφοράς των λέξεων που έχουν εν δυνάμει την ικανότητα να διαμορφώνουν ή να εκλαμβάνονται ως πραγματικότητες».
Περιβαλλόμενη από εκλεκτούς συναδέλφους της: Τους Χρήστο Στέργιογλου, Γιάννη Τσορτέκη, Κίττυ Παϊτατζόγλου, Αντριάνα Ανδρέοβιτς και Δημήτρη Μαμιό, η ίδια επωμίζεται τον ρόλο της Αντιγόνης. Ο λόγος του Ανούιγ αναδεικνύεται μέσα από την καταξιωμένη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη και ο σκηνικός χώρος μέσα από τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια φέρουν τη ενδυματολογική υπογραφή της Εύας Νάθενα και το μουσικό περιβάλλον διαμορφώνει ο Λόλεκ.
Ενα από τα ωραιότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για την εξουσία, επιστρέφει στο πρώτο θεατρικό του σπίτι, το θέατρο Κουν, που φέτος συμπληρώνει ογδόντα χρόνια λειτουργίας (1942-2022), γεννώντας εύλογα αναμονές και προσδοκίες.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News