Το Κορίτσι με τη βελόνα: Οι ραφές της γυναικείας απελπισίας

Παρά τις οδυνηρές συνθήκες, «το Κορίτσι με τη βελόνα» κάτω από τα στρώματα μηδενισμού και εκμετάλλευσης, είναι επίσης μια απόδειξη της ανθεκτικότητας των γυναικών σε έναν ανελέητο κόσμο.

Κορίτσι

Σε πολλά μέρη του κόσμου οι γυναίκες εξακολουθούν να μην έχουν το δικαίωμα της επιλογής σε σχέση με το σώμα τους κι αυτό κάνει την υπαρξιακή μοναξιά, τον φόβο, και την οργή  των γυναικών απελπιστικά δίκαιες.

«Το Κορίτσι με τη βελόνα» του Μάγκνους φον Χορν (“Ιδρώτας”) είναι μια υποβλητική εξερεύνηση της επιβίωσης, της γυναικείας αλληλεγγύης και της σκληρής πραγματικότητας της Δανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γυρισμένη σε μια έντονη εξπρεσιονιστική ασπρόμαυρη αισθητική, η ταινία μεταφέρει τους θεατές σε έναν ζοφερό και καταπιεστικό κόσμο όπου η απελπισία και η ελπίδα βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση. Στον πυρήνα του, αυτό το γοτθικό δράμα παρακολουθεί το ταξίδι της Καρολίνε (Βικ Κάρμεν Σόννε), μιας νεαρής γυναίκας που αγωνίζεται να προσανατολιστεί σε μια κοινωνία που της προσφέρει ελάχιστη συμπόνια και υποστήριξη.

Η ιστορία εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια περίοδο τεράστιων αναταραχών και κοινωνικής αστάθειας. Η Δανία, αν και ουδέτερη κατά τη διάρκεια του πολέμου, φέρει ακόμη τα σημάδια της οικονομικής δυσπραγίας και του ηθικού συντηρητισμού. Η Καρολίνε, όπως πολλές γυναίκες της εποχής, βρίσκεται σε επισφαλή θέση, μόνη και απελπισμένη να εξασφαλίσει ένα μέλλον για το παιδί της, είναι μια γυναίκα που δεν ελπίζει πλέον ο άντρας της να γυρίσει από το μέτωπο, που δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το ενοίκιο του φτωχικού δωματίου της, που πέφτει στην αγκαλιά του αφεντικού της, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο, για να εγκαταλειφθεί ξανά άστεγη, άνεργη, έγκυος και παντέρμη.

Αντιμέτωπη με την εξαθλίωση, ζητά τη βοήθεια της Ντάγκμαρ (Τρίνε Ντίρχολμ), μιας γυναίκας που ισχυρίζεται ότι βοηθά τις μητέρες που προσπαθούν να επιβιώσουν, δίνοντας για υιοθεσία  τα παιδιά τους σε εύπορες ανάδοχες οικογένειες. Ωστόσο, όπως ανακαλύπτει σύντομα η Καρολίνε, το φιλανθρωπικό προσωπείο της Ντάγκμαρ κρύβει μια πολύ πιο σκοτεινή πραγματικότητα.

Η Ντάγκμαρ δεν είναι απλώς μια καλοπροαίρετη ευεργέτιδα, είναι μια γυναίκα με υπολογισμένη ανθεκτικότητα, σκληραγωγημένη από τον ίδιο αδυσώπητο κόσμο που απειλεί να καταβροχθίσει την Καρολίνε. Αντί να προσφέρει απλή σωτηρία, εισάγει την Καρολίνε σε μια βίαιη ύπαρξη όπου η ηθική είναι ρευστή και η επιβίωση απαιτεί δύσκολες επιλογές. Καθώς η Καρολίνε εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις σκοτεινές δοσοληψίες της Ντάγκμαρ, σχηματίζεται μια πολύπλοκη σχέση μεταξύ των δύο γυναικών, μια σχέση που έχει τις ρίζες της στην ανάγκη, αλλά και στη βαθιά, ανομολόγητη κατανόηση των αδιεξόδων της άλλης.

Η Τρίνε Ντίρχολμ, συμπρωταγωνίστρια στο «Το κορίτσι με τη βελόνα», που διεκδικεί το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας δήλωσε για τον ρόλο: «Από τη στιγμή που πρόκειται για έναν χαρακτήρα που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, διάβασα το βιβλίο The Angel Maker που είναι γύρω από αυτήν. Ο σκηνοθέτης μου έδωσε τρεις συνισταμένες ως έμπνευση: τον χαρακτήρα του Φέιγκιν, δήθεν «προστάτη» των ορφανών στον Ολιβερ Τουίστ του Τσαρλς Ντίκενς, το πρόσωπο του Κακού στον «Εξορκιστή» του Γουίλιαμ Φρίντκιν, καθώς η Ντάγκμαρ φαίνεται να καταλαμβάνεται από ένα διαβολικό πνεύμα, μία δύναμη πέρα από τον έλεγχό της, όταν σκοτώνει το μωρό στην ταινία στη μία και μοναδική σκηνή που φαίνεται από απόσταση η δολοφονική πράξη και τον «Φάρο» του Ρόμπερτ Έγκερς, με τον Γουίλεμ Νταφόε και τον Ρόμπερτ Πάτινσον σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Το τελευταίο κυρίως ως παράδειγμα του ύφους με το οποίο ήθελε να διηγηθεί Μάγκνους φον Χορν την ιστορία».

Ο Φον Χορν δημιουργεί μια αφήγηση που δεν βασίζεται στο μεγαλοπρεπές μελόδραμα, αλλά στην αργή, ασφυκτική συσσώρευση της έντασης. Ο γοτθικός εφιάλτης στον οποίο βρίσκεται η Καρολίνε ενισχύεται από τη σκληρή κινηματογράφηση της ταινίας και την υπέροχη εξπρεσιονιστική ασπρόμαυρης φωτογραφία του Μικάλ Ντίμεκ. Η εξπρεσιονιστική  χρήση της σκιάς και του φωτός ενισχύει τον δυσοίωνο τόνο της ταινίας, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβικής απόγνωσης. Εν τω μεταξύ, η μπαρόκ και καθηλωτική μουσική της Puce Mary τονίζει το συναισθηματικό βάρος της ταινίας, τυλίγοντας μας σε μια σχεδόν αναπόφευκτη αίσθηση τρόμου και απελπισίας.

Παρά τις οδυνηρές συνθήκες, «το Κορίτσι με τη βελόνα» κάτω από τα στρώματα μηδενισμού και εκμετάλλευσης, είναι επίσης μια απόδειξη της ανθεκτικότητας των γυναικών σε έναν ανελέητο κόσμο. Η σχέση μεταξύ της Καρολίνε και της Ντάγκμαρ, αν και σφυρηλατημένη στο σκοτάδι, γίνεται τελικά μια απόδειξη της δύναμης της γυναικείας συντροφικότητας και της επιβίωσης ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Η ταινία θίγει το ζήτημα των αμβλώσεων και της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος με έντονο και αισθητικά γοητευτικό τρόπο. Το κοινό μυστικό των ηρωίδων τις συνδέει με τρόπο που αψηφά τις κοινωνικές προσδοκίες και μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε τις ηθικές ασάφειες των επιλογών τους.

Ο Φον Χορν δεν αποφεύγει να απεικονίσει τη βιαιότητα της εποχής, αλλά ούτε καταφεύγει στον εύκολο μελοδραματισμό. Αντιθέτως, παρουσιάζει έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα βαθιά συγκεκριμένος για την εποχή του και ενοχλητικά οικουμενικός. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Καρολίνε, η φτώχεια, η μητρότητα, οι περιορισμοί που επιβάλλει το φύλο- είναι αυτοί που επιμένουν με διάφορες μορφές σε όλη την ιστορία. Αυτό καθιστά «το Κορίτσι με τη βελόνα» όχι μόνο ένα δράμα εποχής αλλά και μια διαχρονική εξερεύνηση της εξουσίας, της δράσης και των αόρατων δεσμών που συνδέουν τις γυναίκες μεταξύ τους.

Τελικά, «το Κορίτσι με τη βελόνα» είναι μια σκληρή, αμείλικτη ματιά στην επιβίωση στο περιθώριο της ιστορίας, όπου οι επιλογές που πρέπει να κάνει κανείς είναι σπάνια ξεκάθαρες. Μέσα από τις συναρπαστικές ερμηνείες, την καθηλωτική ατμόσφαιρα και τη βαθιά συγκινητική ιστορία του, ο Μάγκνους φον Χορν δημιουργεί μια ταινία που είναι  δυνατή, ανησυχητική και βαθιά συγκινητική, μια ταινία για τους ανεπιθύμητους αυτού του κόσμου, τα ανεπιθύμητα παιδιά, τις ανεπιθύμητες γυναίκες, τους ανεπιθύμητους ανθρώπους που θέλουν να επιστρέψουν κάπου και δεν ξέρουν πού.