Το Πανεπιστήμιο Πατρών τίμησε τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο ΦΩΤΟ
Το Πανεπιστήμιο τον αναγόρευσε σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του ιδρύματος

Η Πάτρα μέσω του Πανεπιστήμιου της, υποδέχτηκε σήμερα και τίμησε τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, κ. Ελπιδοφόρο σε πανηγυρική τελετή που έγινε παρουσία του Πρύτανη Χρήστου Μπούρα, αλλά και εκπροσώπων φορέων.
Το Πανεπιστήμιο τον αναγόρευσε σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, μια κίνηση που δεν είναι μόνο μια ακαδημαϊκή πράξη, αλλά και ισχυρός συμβολισμός ενότητας του Ελληνισμού.
Η τελετή ξεκίνησε με την προσφώνηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πατρών, Καθηγητή Χρήστου Ι. Μπούρα, ενώ ακολούθησαν χαιρετισμοί από τον Κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων, Καθηγητή Κωνσταντίνο Κουνετά, και την Πρόεδρο του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Καθηγήτρια Ήρα Αντωνοπούλου.
Η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Νίκη Γεωργιάδου, παρουσίάσε το έργο του τιμωμένου.
Στη συνέχεια έγινε η περιένδυση με το επιτηβέννιο και η απονομή τιμητικής πλακέτας.
Ο Ελπιδόφορος κατά την δειάρκεία της ομιλίας του ανέφερε: «Θὰ ἤθελα, ἐν πρώτοις, νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἐκφράσω τὴν εἰλικρινῆ χαρὰ καὶ τὴ βαθύτατη συγκίνησή μου γιὰ τὴν σημερινὴ παρουσία μου στὴν πόλη τῆς Πάτρας, ἡ ὁποία εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὸ ἱερὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Κατάγομαι, ὅπως γνωρίζετε, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔχω τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλογία νὰ εἶμαι μέλος τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ ὁποίου ἱδρυτὴς εἶναι ὁ Πρωτόκλητος τῶν Ἀποστόλων. Τὸν σταυρὸ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἐπωμίστηκε πρὸ 34 ἐτῶν καὶ τὴν ἀποστολικὴ μαρτυρία ἐκείνου στὸν σύγχρονο κόσμο συνεχίζει ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος.
Θὰ ἤθελα, ἐν συνεχείᾳ, νὰ ἐκφράσω τὶς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες μου πρὸς τὶς πρυτανικὲς ἀρχὲς τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν, τὸ ὁποῖο συμπληρώνει ἐφέτος 61 χρόνια ἀδιάλειπτης ἐπιστημονικῆς παρουσίας καὶ προσφορᾶς, γιὰ τὴν θερμὴ ὑποδοχή τους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ Τμῆμα Διοικητικῆς Ἐπιστήμης καὶ Τεχνολογίας γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ μὲ ἀναγορεύσει ἐπίτιμο διδάκτορά του. Προερχόμενος καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα, γνωρίζω τὴ βαρύνουσα σημασία τοῦ ἐπίτιμου διδακτορικοῦ τίτλου καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶμαι εὐγνώμων πρὸς τὰ προσφιλῆ μέλη ΔΕΠ τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ Τμήματος γιὰ τὴν τόσο τιμητικὴ αὐτὴ ἀπόφασή τους. Θεωρῶ ὅτι ἡ τιμὴ αὐτὴ ἀποδίδεται ὄχι μόνο σὲ μένα προσωπικά, ἀλλὰ κυρίως στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς, τὴ μεγαλύτερη Ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ χῶρο τῆς ὀρθόδοξης διασπορᾶς, τὸν ὁποῖο ἔχω τὴν τιμὴ νὰ διακονῶ ἀπὸ τὸ ἔτος 2019 καὶ ἡ ὁποία (Ἀρχιεπισκοπή) συμπλήρωσε τὸ ἔτος 2022 ἑκατὸ ἔτη ζωῆς καὶ προσφορᾶς πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν ἑλληνισμὸ τοῦ Νέου Κόσμου.
Ἡ σημερινὴ ἀκαδημαϊκὴ τελετὴ μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ μοιραστῶ μαζί σας ὁρισμένες σκέψεις μου σχετικὰ μὲ τὸν ρόλο τῆς θρησκείας στὶς σύγχρονες ἀνοιχτὲς καὶ πολυπολιτισμικὲς κοινωνίες.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σύνθετους μετασχηματισμοὺς ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ὕστερο 20ὸ καὶ τὸν 21ο αἰώνα εἶναι τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ νεωτερικότητα στὴ λεγόμενη μετανεωτερικότητα. Ὁ ὅρος «νεωτερικότητα» προσδιορίζει κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία ἱστορικὴ περίοδο. Στὴν πραγματικότητα ὑποδηλώνει μία διαφορετικὴ θέαση τοῦ κόσμου ἤ, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Thomas Kuhn μία «ἀλλαγὴ παραδείγματος» (paradigm shift). Οἱ ἱστορικὲς ἀπαρχές της ἐντοπίζονται στὸν Διαφωτισμό, ὅταν σημαίνοντες διανοητὲς προέβαλαν τὸ πρωτεῖο τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τὸ αἴτημα τῆς αὐτονομίας τοῦ ὑποκειμένου ἀπέναντι σὲ κάθε μορφὴ αὐθεντίας, εἴτε αὐτὴ ἦταν πολιτική, εἴτε κοινωνική, εἴτε θρησκευτική. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ θρησκεία κατανοήθηκε ὡς ἕνα ὑπόλειμμα τοῦ προ–νεωτερικοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ὑποχωρήσει ἐνώπιον τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς δημοκρατίας. Ὁ Karl Marx τὴ χαρακτήριζε ὡς «ψευδῆ συνείδηση», ὁ Sigmund Freud ὡς «αὐταπάτη», ἐνῷ ὁ Max Weber ἔκανε λόγο γιὰ τὴν ἀνάγκη «ἀπομάγευσης τοῦ κόσμου» (Entzauberung der Welt), δηλ. τῆς ἀποβολῆς τοῦ ἱεροῦ ἀπὸ τὴ δημόσια σφαίρα. Ὅταν ὁ Nietzsche διακηρύσσει ὅτι «ὁ Θεὸς πέθανε», δὲν πανηγυρίζει, ἀλλὰ διαπιστώνει τὴν πνευματικὴ κρίση τῆς νεωτερικότητας, δηλ. τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων νὰ βροῦν θεμέλιο στὴν ἠθικὴ χωρὶς ὑπερβατικὴ ἀναφορά.
Κατ᾽ ἄλλους στοχαστές, βέβαια, ἡ νεωτερικότητα δὲν συνεπάγεται τὸ τέλος τῆς θρησκείας, ἀλλὰ τὸν ἐπαναπροσδιορισμό της. Στὸν νεωτερικὸ ὁρίζοντα ἡ ἔννοια τοῦ «ἱεροῦ» μετατοπίζεται καὶ ἐντοπίζεται, πλέον, στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο ὄχι μόνο δὲν ἐκλείπει ἢ δὲν περιθωριοποιεῖται, ἀλλὰ ἐπανακάμπτει διαρκῶς καὶ ἐπανεμφανίζεται ὑπὸ πολλαπλὲς καὶ συχνὰ ὑβριδικὲς ἐκδοχές. Θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ σχέση ἀνάμεσα στὴ θρησκεία καὶ τὴ νεωτερικότητα θὰ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ ὄχι ὡς μία σχέση ἐχθρότητας, ἀλλὰ ὡς μία σχέση διαλεκτικῆς ἔντασης. Ἡ νεωτερικότητα ἀπὸ τὴ μιὰ ὑπενθυμίζει στὴ θρησκεία τὰ ὅρια τῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη διαρκοῦς αὐτοκριτικῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ θρησκεία ὑπογραμμίζει ἐντὸς τοῦ νεωτερικοῦ περιβάλλοντος ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ὀρθολογική της διάσταση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίσης ὂν πνευματικὸ καὶ ἐκτεθειμένο στὴν εὐαλωτότητα, χαρακτηριστικὰ ποὺ συνιστοῦν κεντρικὲς παραμέτρους τῆς ὑπαρξιακῆς του κατάστασης. Ἄρα, τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι ἡ σύγκρουση, ἀλλὰ ὁ δημιουργικὸς διάλογος ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὸν λόγο, μὲ ἐπίκεντρο τὸν ἄνθρωπο ὄχι ὡς κυρίαρχο, ἀλλὰ ὡς ὑποκείμενο ποὺ διψάει γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀναζητεῖ τὸ νόημα καὶ τὴ σχέση κοινωνίας. Ὁ διάλογος δὲν εἶναι πάντα εὔκολος. Εἶναι, ὡστόσο, ἀναγκαῖος, ἂν θέλουμε ἕναν κόσμο, ὅπου ἡ ἐλευθερία συνυπάρχει μὲ τὸ νόημα καὶ ἡ πίστη μὲ τὴ σκέψη.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ μετανεωτερικότητα ἀναδύεται ὡς ἀντίδραση στὶς νεωτερικὲς βεβαιότητες. Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς ἀμφισβήτησης τῶν «μεγάλων ἀφηγήσεων» (grand narratives) πολιτικοῦ, κοινωνικοῦ, ἐπιστημονικοῦ, φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοῦ χαρακτήρα, τῆς σχετικοποίησης τῶν ἀπόλυτων ἀληθειῶν, τοῦ ἀναστοχασμοῦ, τῆς ρευστότητας καὶ τῆς ἀποδόμησης τῶν ταυτοτήτων. Ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Anthony Giddens, ἡ μετανεωτερικότητα κλονίζει τὰ θεμέλια τῆς βεβαιότητας τῆς γνώσης καὶ ἀμφισβητεῖ τὸν ἴδιο τὸν σκοπὸ τῆς ἱστορίας. Ὁ κόσμος γύρω μας μοιάζει συχνὰ ἀποπροσανατολισμένος, στερούμενος ἑνὸς σταθεροῦ νοήματος. Τὸ κέντρο βάρους πέφτει στὴν ἀτομικὴ ἐμπειρία καὶ στὴν προσωπικὴ πρόσληψη τῶν πραγμάτων. Στὸ πλαίσιο τῆς μετανεωτερικότητας, γίνεται ἤδη λόγος γιὰ τὴ διατομικότητα, ἡ ὁποία συνιστᾶ μία γόνιμη προοπτικὴ ὑπέρβασης τοῦ φιλελεύθερου ἀτομικιστικοῦ παραδείγματος, ἐνῷ ταυτόχρονα εἶναι σὲ θέση νὰ ἀξιοποιεῖ τὰ ἀδιαπραγμάτευτα φιλελεύθερα κεκτημένα. Θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ ἔννοια τῆς διατομικότητας ἀποτελεῖ τὸ συνώνυμο μιᾶς θεμελιώδους θεολογικῆς ἔννοιας, ἐκείνης τῆς κοινωνίας (communion). Τὰ δικαιώματα στὸ σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος δικαίου δὲν ἀσκοῦνται «ἀτομικά», δηλ. πέραν καὶ ἐκτὸς τῆς κοινωνίας. Οἱ ἄνθρωποι οὔτε μιλᾶμε, οὔτε σκεπτόμαστε, οὔτε ἐκφράζουμε τὴ θρησκευτική μας συνείδηση ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν περίγυρό μας.
Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1980 γίνεται λόγος γιὰ τὴν «ἐπιστροφὴ τοῦ ἱεροῦ» καὶ ὁμολογεῖται ὅτι ἡ μετανεωτερικότητα δὲν ἐξαφανίζει, ἀλλὰ μεταμορφώνει τὸ θρησκευτικό, μορφοποιώντας το σὲ πιὸ προσωπικὸ καὶ ἀποδεσμεύοντάς το ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς δομές. Ἡ θρησκεία ἐπανακάμπτει ὄχι ὡς σύστημα θεολογικῶν διδασκαλιῶν, ἀλλὰ ὡς ἀναζήτηση νοήματος μέσα σὲ ἕναν κόσμο δίχως σταθερὸ προσανατολισμό. Ἀπὸ θεσμὸς καθολικῆς ἐξουσίας γίνεται χῶρος ἐπιλογῆς καὶ ταυτότητας. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κληρονομεῖ πιὰ τὴν πίστη, ἀλλὰ τὴ διαλέγει, τὴ συνθέτει καὶ τὴν ἑρμηνεύει. Ἡ μετανεωτερικότητα καλεῖ τὴ θρησκεία νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀποκλειστικὸ λόγο καὶ νὰ υἱοθετήσει ἕναν διαλογικὸ καὶ περιεκτικὸ λόγο, ὅπου ἡ ἀλήθεια δὲν ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴ συνάντηση.
Σύμφωνα μὲ τὸν Jürgen Habermas, εἰσερχόμαστε σὲ μία «μετα–κοσμικὴ ἐποχή» (post–secular society), ὅπου ἡ θρησκεία δὲν ἐξαφανίζεται, ἀλλὰ ἐπανεμφανίζεται στὸν δημόσιο χῶρο μὲ νέους ὅρους. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιστροφὴ σὲ μορφὲς θεοκρατίας οὔτε, φυσικά, γιὰ ἄρνηση τοῦ κοσμικοῦ κράτους, ἀλλὰ γιὰ ἀναγνώριση ὅτι οἱ θρησκευτικὲς παραδόσεις ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν ἐπιδραστικοὶ παράγοντες στὸν δημόσιο χῶρο, νὰ προσφέρουν ἠθικὸ λόγο καὶ κοινωνικὸ κεφάλαιο. Οἱ σύγχρονες κοινωνίες καλοῦνται νὰ ἀναγνωρίσουν τὴ σημασία τῆς θρησκευτικῆς πίστης γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ ταυτόχρονα διατηροῦν τὸν ὀρθολογικὸ χαρακτήρα τοῦ δημόσιου διαλόγου. Οἱ θρησκεῖες, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μποροῦν νὰ συμμετέχουν στὴ δημόσια συζήτηση μὲ ἐπιχειρήματα ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴν πίστη τους, ἀλλὰ πρέπει νὰ μεταφράζονται σέ «κοσμική» γλώσσα, ὥστε νὰ εἶναι κατανοητὰ στὸν πλουραλιστικὸ δημόσιο χῶρο. Ἔτσι, ἡ μετα–κοσμικὴ κοινωνία δὲν ἀπορρίπτει τὴ θρησκεία, ἀλλὰ ἐπιδιώκει ἕναν διάλογο ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὸν ὀρθὸ λόγο, βασισμένο στὸν ἀμοιβαῖο σεβασμό.
Στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ τῶν ψηφιακῶν δικτύων, ὁ ρόλος τῆς θρησκείας ἀποκτᾶ ἕνα νέο περιεχόμενο. Μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς νέας αὐτῆς θρησκευτικότητας εἶναι ἡ μὴ ταύτιση τῆς πίστης μὲ τὴν τυπικὴ ὁμολογιακὴ ταυτότητα (believing without belonging), ἡ ἰδιωτικὴ καὶ ἐπιλεκτική (à la carte) θρησκευτικότητα, ἡ ἀποδόμηση τοῦ θρησκευτικοῦ λόγου μὲ τὴν ἔννοια ὄχι τῆς ἀπόρριψης τοῦ ἱεροῦ, ἀλλὰ τῆς μετατροπῆς του σὲ ἕνα διαρκὲς ἐρώτημα. Ἡ παγκόσμια ἀγορὰ τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν πνευματικοτήτων ἐπιτρέπει τὴ διάδοση ὄχι μόνο τῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν νέων μορφῶν συγκρητισμοῦ ἢ ἀλλιῶς τοῦ ρεύματος ποὺ ὀνομάζεται «διάχυτη νέα θρησκευτικότητα». Τὸ διαδίκτυο λειτουργεῖ ὄχι μόνο ὡς φορέας διάχυσης θρησκευτικοῦ λόγου, ἀλλὰ καὶ ὡς πεδίο ἀντιπαράθεσης. Οἱ νέες τεχνολογίες δὲν μεταδίδουν ἁπλῶς τὸ θρησκευτικὸ μήνυμα. Ἐν πολλοῖς, τὸ διαμορφώνουν, δημιουργώντας αὐτὸ ποὺ ὁρισμένοι μελετητὲς ἀποκαλοῦν ὡς «cyber–religion». Ἡ θρησκεία δὲν περιορίζεται πλέον στοὺς χώρους λατρείας. Ἔχει μεταφερθεῖ στὶς ὀθόνες καὶ στὶς πλατφόρμες. Ἡ ψηφιακὴ θρησκευτικότητα ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ διαδικτυακὲς κοινότητες προσευχῆς, εἰκονικὲς λειτουργίες, ἀκόμα καὶ «ψηφιακοὺς προσκυνητές», οἱ ὁποῖοι βιώνουν τὸ ἱερὸ μέσῳ τῆς τεχνολογίας.
Ἡ τεχνολογικὴ ἐπανάσταση συνιστᾶ, ἴσως, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ριζοσπαστικὰ πεδία τῆς μετανεωτερικότητας. Ἡ ψηφιακὴ κουλτούρα, ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη, ἡ βιοτεχνολογία καὶ ὁ λεγόμενος «μετα–ἀνθρωπισμός» θέτουν νέα ἐρωτήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν πίστη. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τροποποιεῖ τὸ σῶμα του, νὰ ἐπεκτείνει τὴ ζωή του ἢ νὰ δημιουργεῖ συνειδητὲς μηχανές, τί ἀπομένει ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἔννοια τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ προσώπου; Ἡ μετανεωτερικὴ τεχνολογικὴ συνθήκη μετατοπίζει τὸ ἐρώτημα ἀπὸ τό «ποιός εἶναι ὁ Θεός;» στό “τί σημαίνει νὰ εἶμαι ἄνθρωπος;». Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, ἡ θρησκεία καλεῖται νὰ ἀρθρώσει νέο ἀνθρωπολογικὸ λόγο, ποὺ νὰ συνομιλεῖ δημιουργικὰ μὲ τὴν ἐπιστήμη, χωρὶς νὰ χάνει τὸ ὑπαρξιακό της βάθος.
Ἡ παγκοσμιοποίηση, ὅμως, ἐγκυμονεῖ σοβαροὺς κινδύνους γιὰ τὴν αὐθεντικότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Ἡ ὁμογενοποίηση εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπειλήσει τὴ διαφορετικότητα τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, ἡ ἐργαλειακὴ χρήση τῆς θρησκείας εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναζωπυρώσει τὸν ἐθνικισμὸ καὶ τὸν θρησκευτικὸ φονταμενταλισμό, ἐνῷ ἡ ἠθικὴ σχετικοποίηση μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια τοῦ ὑπαρξιακοῦ βάθους κάθε θρησκευτικῆς πίστης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, ἡ θρησκεία μπορεῖ νὰ παίξει τὸν κριτικὸ καὶ ἀναστοχαστικὸ ρόλο της ὄχι ἐπιβάλλοντας κανόνες, ἀλλὰ ὑπενθυμίζοντας τὴ σημασία τῆς εὐθύνης καὶ τῆς σχέσης. Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Ἄλλο εἶναι τὸ σημεῖο, στὸ ὁποῖο τὸ ἱερὸ γίνεται ὁρατό, ἐκεῖ ὅπου ἡ θρησκεία μεταμορφώνεται σὲ εὐθύνη γιὰ τὸν πλησίον. Ἔτσι, ἡ πίστη στὴν ἐποχὴ τῆς μετανεωτερικότητας δὲν εἶναι τόσο δογματικὴ ὅσο ἠθική, δηλ. δὲν δηλώνεται, ἀλλὰ ἐνεργεῖται.
Ταυτόχρονα, ὅμως, ἡ παγκοσμιοποίηση προσφέρει δυνατότητες συνάντησης καὶ σύμπραξης. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλεξάρτηση τῶν λαῶν, καθιστᾶ ἐμφανὲς ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα μοιράζεται κοινὲς προκλήσεις: τὴν οἰκολογικὴ κρίση, τὴν ἀνισότητα, τὸ αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀπώλεια νοήματος. Εἶναι ἀκριβῶς τὰ στοιχεῖα ἐκείνα, στὰ ὁποία ἡ θρησκεία μπορεῖ νὰ προσφέρει οἰκουμενικὸ ἠθικὸ ὅραμα ὄχι μέσῳ τῆς ἐπιβολῆς, ἀλλὰ μέσῳ τοῦ διαλόγου. Ἀντὶ νὰ ὑποχωρήσει, ἡ θρησκεία μπορεῖ νὰ γίνει ἠθικὸς συνομιλητὴς τῆς σύγχρονης δημοκρατίας, τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τοῦ κράτους δικαίου. Ἡ οἰκουμενικὴ ἠθικὴ τῆς εὐθύνης, ὅπως τὴν ὁραματίστηκε ὁ ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος Hans Küng, προτείνει ἕνα minimum κοινῶν ἀξιῶν: σεβασμὸ πρὸς τὴν ἱερότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ἀξιοπρέπειας, ἀλληλεγγύη, δικαιοσύνη, ἀλήθεια. Αὐτὲς οἱ ἀξίες, ἂν καὶ ἀντλοῦν ἀπὸ διαφορετικὲς παραδόσεις, συνιστοῦν μία παγκόσμια πνευματικὴ βάση ἤ, ὅπως σημείωσε σὲ πρόσφατη ὁμιλία του ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, μία «παγκόσμια συμμαχία συνείδησης».
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ κρίσιμα πεδία, ὅπου ἡ θρησκεία συναντᾶ δημιουργικὰ τὴν παγκοσμιοποίηση, εἶναι τὸ οἰκολογικὸ ζήτημα. Ἡ παγκόσμια περιβαλλοντικὴ κρίση ἔχει ὁ δηγήσει σὲ διαθρησκειακὲς πρωτοβουλίες μὲ στόχο ἀφενὸς τὴν ἀνάπτυξη μιᾶς θεολογίας τῆς δημιουργίας, καί, ἀφετέρου τὴν καλλιέργεια τῆς εὐθύνης ἀπέναντι στὴν κτίση. Τὰ οἰκολογικὰ συνέδρια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ Ἐγκύκλιος «Laudato Si’» τοῦ μακαριστοῦ Πάπα Φραγκίσκου, ἀλλὰ καὶ οἱ πρωτοβουλίες ἡγετῶν τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τοῦ Βουδισμοῦ δείχνουν ὅτι οἱ θρησκεῖες μποροῦν νὰ λειτουργήσουν ὡς παγκόσμιοι ἠθικοὶ φορεῖς ἀπέναντι σὲ πανανθρώπινα προβλήματα καὶ ὡς διαμορφωτὲς μιᾶς παγκόσμιας συνείδησης, μιᾶς νέας μορφῆς συλλογικοῦ πνευματικοῦ ὁράματος.
Κυρίες καὶ κύριοι,
Ἡ μετανεωτερικότητα δὲν εἶναι ἐχθρὸς τῆς θρησκείας. Εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς κρίσης, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναγέννησής της. Ἀπογυμνώνει τὴν πίστη ἀπὸ τά ἐξωτερικά της ἐρείσματα, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὴν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν δογματισμό. Μέσα σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τίποτα δὲν εἶναι ἀπόλυτο, ἡ πίστη δὲν μπορεῖ νὰ στηρίζεται σὲ βεβαιότητες. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ ἐκφράζεται ὡς πράξη ἐλευθερίας, ἐμπιστοσύνης καὶ εὐθύνης. Η θρησκεία στὴ μετανεωτερικότητα δὲν ζητᾶ νὰ ἐπιβληθεῖ, ἀλλὰ νὰ συνομιλήσει γόνιμα καὶ δημιουργικά. Δὲν ὑπόσχεται ἀπαντήσεις, ἀλλὰ καλλιεργεῖ ἐρωτήματα. Δὲν σηματοδοτεῖ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τὴν ἀναζήτηση νοήματος μέσα στὴν αμφιβολία. Λειτουργεῖ προφητικά, ὑπενθυμίζοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς παραγωγὸς καὶ καταναλωτής, ἀλλὰ καὶ φορέας πνευματικῆς ἀξιοπρέπειας. Τὸ ζητούμενο τοῦ 21ου αἰώνα εἶναι νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς ἀγορᾶς στὴν παγκοσμιοποίηση τῆς συνείδησης, δηλαδὴ ἀπὸ ἕναν κόσμο ὅπου ὅλα εἶναι ἐμπορεύματα, σὲ ἕναν κόσμο, ὅπου ὅλοι ἀναγνωρίζονται ὡς φορεῖς ἱερότητας. Ἡ θρησκεία, τότε, δὲν θὰ εἶναι ἁπλῶς μία κληρονομιά τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ μία πηγὴ διαρκοῦς πνευματικῆς ἀνανέωσης γιὰ τὴν παγκόσμια κοινότητα. Ἴσως, τελικά, αὐτὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς θρησκείας στὴ μετανεωτερικὴ εποχή: ὄχι μόνο μία θεωρία γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ μία ὑπαρξιακὴ στάση ποὺ διατηρεῖ ζωντανὸ τὸ ἐρώτημα τοῦ νοήματος μέσα στὴ ρευστότητα τοῦ κόσμου”.
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News