Οι μικροί Χριστοί, οι έμμετροι επιτάφιοι

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει …

Ενα πρόβλημα που δεν βρίσκει εύκολα λύση: Πώς θα καταφέρεις να κάνεις τα παιδιά να αγαπήσουν τη γνώση και πάντως να μην καταστρέψεις τη σχέση τους με το γνωστικό αντικείμενο;

Ανήκετε ίσως κι εσείς στη γενιά αν όχι και στις γενιές που έμαθαν να αποστρέφονται τον Καρκαβίτσα και τον Βαλαωρίτη, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη και πολλές άλλες ανυπέρβλητες προσωπικότητες των γραμμάτων. Και που ίσως μάθατε να λοιδορείτε τις παραδόσεις και κάθε στοιχείο ελληνικότητας, ταυτίζοντάς το με προπαγάνδες, βερμπαλισμούς και εθνικισμούς. Από τη μια το πνεύμα της εποχής- αφόρητη, αναχρονιστική παιδαγωγική, από την άλλη η πίεση που ασκείται στους νέους από τις υποχρεώσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας: Οσο ανοιχτός και γλαφυρός και να είναι ο δάσκαλος ή ο κατηχητής γονέας, δεν παύει η διδαχή να υπονομεύεται από την ελευθέρια φύση του νέου ανθρώπου.

Κάτω από τις περιστάσεις αυτές, δεν ήθελε και πολύ να αναπτυχθεί στους περισσότερους νέους ένα απορριπτικό πνεύμα κατά του δημοτικού τραγουδιού: Παν το δημώδες, μάθαμε να το θεωρούμε γραφικό, ξεπερασμένο, αφελές, γυρίζοντας την πλάτη μας στην παράδοση και αποποιούμενη μια πλούσια και πολύτιμη κληρονομιά.

Ωσπου περνάνε τα χρόνια και η γνώση που παραπετάξαμε ασκεί έφεση και κερδίζει τη δίκη. Ωριμότεροι και απαλλαγμένοι από τα συμπλέγματα της νεότητας και του αρνητισμού της μεταπολιτευτικής εποχής, όπου η ιδέα της προοδευτικότητας έγινε συνώνυμη της απόρριψης της ελληνικότητας, τρέχουμε να καλύψουμε τον χαμένο χρόνο. Ανακαλύπτουμε τους συγγραφείς και τους ποιητές που σνομπάραμε και μεθάμε από τον πλούτο της λόγιας ή της δημώδους γλώσσας.
Ποτέ δεν είναι αργά. Αλλά δεν παύει να είναι αργούτσικα…

ΑΦΟΡΜΗ για τις σκέψεις αυτές, δύο εκδόσεις, με κοινό τόπο το δημοτικό τραγούδι, την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, φιλότιμους και ταλαντούχους εκπαιδευτικούς, και την Επανάσταση του ’21.
Η τελευταία και η καταλυτική επέτειος των 200 χρόνων ήταν το κινούν αίτιο για μια ερευνητική δουλειά που μας εισάγει στο πνεύμα της προεπαναστατικής και της επαναστατημένης Ελλάδας, με όχημα τη δημώδη ποίηση.

ΜΙΛΑΜΕ:
>Για τα «Δημοτικά Τραγούδια και Χοροί στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας στα χρόνια της Επανάστασης», που αποτελεί καταγραφή που έγινε από μαθητές και μαθήτριες των σχολείων της περιφέρειας», σε επιμέλεια Σοφίας Χριστοπούλου και Αρτεμισίας Παπακωνσταντινοπούλου. Η έκδοση έγινε στους κόλπους της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης.
>Για το «Απάνθισμα Ιστορικών και Κλέφτικων Δημοτικών Τραγουδιών στη Δυτική Ελλάδα» που έγινε από τη Χορολογική Εταιρεία και από μια πολυμελή ομάδα, σε επιμέλεια Αθηνάς Κολλύρου, Γρηγορίου Μικρώνη και Νικολάου Χρόνη.

Αμφότερες οι εργασίες εντάχθηκαν στο πρόγραμμα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας.

ΟΙ ΔΥΟ πρωτοβουλίες τέμνονται σε πολλά σημεία, αλλά είναι προτιμότερες δύο συγγενείς εκδόσεις, παρά καμία.

ΕΧΟΥΜΕ μια διπλή ευκαιρία να θαυμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο ανώνυμος στιχουργός παντρεύει ιστορικά γεγονότα, ανθρώπινες αδυναμίες και καημούς, φυσικό περιβάλλον, κοινωνικά ήθη και την απήχηση καταστάσεων και συμβάντων στην αγροτική κοινωνία του ελλαδικού χώρου, με τη Δυτική Ελλάδα να αποτελεί κοιτίδα διεργασιών και εξελίξεων με αξιοσημείωτο εκτόπισμα.

ΕΙΝΑΙ εντυπωσιακή η πολυδιάστατη λειτουργία της δημώδους τέχνης ως εκφραστικού μέσου αλλά και έμμετρου χρονικογραφήματος, που αποτελεί ταυτόχρονα ιστορική πηγή και λογοτέχνημα αξιώσεων.

ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ τραγούδι, εξάλλου, διακρίνει κανείς τις ρίζες του ελληνικού φαινομένου της αντι-εξουσιαστικής απείθειας, με τον κλέφτη να αποτελεί πρότυπο ήρωα και αντιστασιακού, που λατρεύεται ως ένας μικρός Χριστός, και πενθείται με στιχουργικό επιτάφιο.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ απολαμβάνεις μια εξαιρετική τεχνική στη δόμηση του ποιήματος που παραπέμπει στους σοφούς λαϊκούς τεχνίτες των αθάνατων γεφυρών που μεταλαμπάδευαν γνώση και επινοήσεις από τόπο σε τόπο. Οι δύο εκδόσεις είναι οι ίδιες δύο κομψά γεφύρια προς το παρελθόν, ένα άνοιγμα πόρτας στον χαμένο χρόνο της νεότητάς μας.