Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στην ελληνική και την ξένη λογοτεχνία, που άτυπα έχει ονομασθεί «λογοτεχνία των λοιμών», δεν θα μπορούσε να λείψει από αυτήν η αναφορά μας στον «Λοιμό» (εκδόσεις Κέδρος, 1972) του Αντρέα Φραγκιά. Μια ευτυχή στιγμή της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας με διαχρονική αξία, σε μια εποχή που η έξαρση της βίας, η απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης και η έλλειψη επικοινωνίας εξακολουθούν να πλήττουν τη σύγχρονη κοινωνία.
Στη δυστοπική αυτή αλληγορία, ο σπουδαίος συγγραφέας, με αφορμή τα προσωπικά του βιώματα από την εξορία του στη Μακρόνησο, επινοεί μια μεταδοτική αρρώστια για να μιλήσει για την κάθε Μακρόνησο, για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο, όταν αναλάβει το ρόλο του βασανιστή ή του θύματος. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Ρέει κατακερματισμένη, χωρίς να αποσαφηνίζεται ο χρόνος και ο τόπος, χωρίς να κατονομάζονται τα πρόσωπα, παρά μόνο μια ιδιαίτερη ποιότητα του χαρακτήρα τους (ο περιδεής, ο αφηρημένος, ο επιεικής). Απροσδιοριστία σκόπιμη, που διασφάλισε όχι μόνο την προστασία του έργου από τη λογοκρισία στους σκοτεινούς καιρούς της τελευταίας δικτατορίας στον τόπο μας αλλά και την καθολικότητα του νοήματός του ανεξαρτήτως εποχής.
Στον «Λοιμό» πρωταγωνιστούν οι μύγες και τα ποντίκια, με τους ανώνυμους κρατούμενους σε ένα αλληγορικό ξερονήσι να είναι υποχρεωμένοι να κυνηγήσουν τα ενοχλητικά έντομα και μάλιστα να συμπληρώσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό μυγών ημερησίως… «Η διαταγή αναλύθηκε για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Οποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. Θα τις συλλάβετε, χωρίς να χαλαρωθεί βεβαίως στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών. Και όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει ”πρέπει”».
Αν και το έργο κινείται στην κατεύθυνση του ρεαλισμού, μπολιασμένο με νεωτερικά στοιχεία, αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο τον εφιάλτη της απανθρωποποίησης μέσα από τη σύγκρουση της απρόσωπης εξουσίας με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: «Με τις μύγες και τις πέτρες μετριέται η ζωή σου την ημέρα. Τη νύχτα το μέτρο αλλάζει. Ετσι γινόταν – λες – από την αρχή του κόσμου. Ολα τα χρόνια κουβαλούσες πέτρες και μάζευες μύγες, για να λιγοστέψεις το χρέος σου πάνω στη γη. Στη μερίδα σου καταγράφονται πόσες μύγες έχεις πιάσει σ’ όλη σου τη ζωή κι η ολοφάνερη απροθυμία σου να φωνάξεις από το βουνό πως είσαι ένα χαμένο και γελοίο υποκείμενο».
Με τους νεοφώτιστους βασανιστές να βασανίζουν «γιατί έτσι τους λένε, όπως ο καθένας μπορεί» και με την ψυχολογική βία στο απόγειό της, το παιχνίδι για τα θύματα είναι χαμένο, ο αγώνας τους μάταιος, η εξόντωση τους δεδομένη: «Και πόσο θαρρείς πως θα κρατήσεις; Μια, δυο, πέντε, στις χίλιες, στις δύο χιλιάδες, κάποτε θα σπάσεις κι εσύ όπως τόσοι άλλοι. Μάταια, φίλε μου, επιμένεις. Το έχασες κι΄ αυτή τη φορά το παιχνίδι. Είσαι από κόκαλα, από νεύρα, γιατί να ανακατευτείς; Θα πεθάνεις εδώ στα κρυφά και κανείς δε θα πάρει χαμπάρι τη θυσία σου. Δίνεις μια μάχη με το τίποτα, στον αέρα… στο σκοτάδι».
Ο λοιμός αποκτά στο έργο συμβολικές διαστάσεις και έρχεται ως επιστέγασμα της ήσυχης, της υποταγμένης και απαξιωμένης ζωής των δεσμωτών. Είναι προϊόν της επίδοσής τους σε ανούσιες καθημερινές συνήθειες, της συμμόρφωσής τους στους κανόνες της «υγεινής» και της τάξης του στρατοπέδου. Μοιάζει με επιδημία που ξεπροβάλλει διστακτικά στην αρχή ύστερα φουντώνει, υποχωρεί για λίγο, για να ξανάρθει πιο ορμητική σαν θυμωμένο κύμα. Είναι το δηλητήριο που απλώθηκε. Η πανδημία χτυπούσε κάθε μέρα και περισσότερους, τα περιστατικά πλήθαιναν… στις περιόδους της «ησυχίας» και της «γαλήνης».
Μια μείζων φωνή της λογοτεχνίας μας στο έλασσον φως μιας εποχής, – ξαιτίας της δικτατορίας, που δεν επέτρεψε την επούλωση των μετεμφυλιακών παθών- με τον αλληγορικό «Λοιμό» του σώζει από τη λήθη «την εγχώρια εκδοχή του τιμωρητικού/αναμορφωτικού στρατοπεδισμού», καταγγέλοντάς την. Το έργο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, αποτελώντας τη βάση του σεναρίου για την ταινία «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη. Η αναζήτησή μου, αν ήλθε και στο φως της θεατρικής σκηνής, δεν απέδωσε καρπούς, αντίθετα με το λιγότερο γνωστό έργο του Φραγκιά «Τέσσερα στρέμματα παράδεισος», που μεταφέρθηκε στο θέατρο από τον θίασο Βασίλη Διαμαντόπουλο/Μαρίας Αλκαίου, σε σκηνοθεσία του πρώτου κατά την θεατρική περίοδο 1962.
Μισό σχεδόν αιώνα από τη συγγραφή του, το πρωτοποριακό για την εποχή του έργο προσφέρεται για αναγωγές στην ηθική μόλυνση και την αποσάθρωση της εποχής μας, την ισοπεδωτική λειτουργία του συστήματος και τους καταπιεστικούς μηχανισμούς της εξουσίας, που διαιωνίζονται μέχρι σήμερα χωρίς τέλος.
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑ
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News