Στρατηγός και οπλίτης

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Ο Αδαμόπουλος και ο Ράντος, ο Βώρρος και τώρα ο Νίκος Μπογονικολός, στα 70 του. Ο χρόνος ξηλώνει τους ήρωες του αθλητικού ρεπορτάζ του τοπικού τύπου και μαζί του μια εποχή επική και σκληροτράχηλη, που είχε εκκίνηση τα ξερά γήπεδα, τις συνοικιακές αναμετρήσεις και τα σκιρτήματα ομάδων με ταλέντο και χυμούς, για να διαγράψει μια τροχιά προσγείωσης στη μετριότητα, αλλά μια μετριότητα πολυτελή, με χλοοτάπητες και διάσπαρτες εγκαταστάσεις με τρεχούμενα νερά και ανέσεις που οι παλιοί των σπορ δεν είχαν καν ονειρευτεί.

Τους έπαιρνε ένα αμάξι, τους πήγαινε στο γήπεδο, έφευγαν για ντους στο σπίτι, ενώ χτυπούσε το τηλέφωνο του προπονητή. Θα το σήκωνε η γυναίκα του ή θα τον βρίσκαμε στο καφενείο; Να μας πει τις συνθέσεις των ομάδων, ενώ ο ρεπόρτερ τον καλόπιανε, καθώς εκείνος περιέγραφε το ματς αναμασώντας σπουδαιοφανείς λέξεις που είχε καθιερώσει η ορολογία του αθλήματος, την οποία εισήγαγαν οι πρυτάνεις του ρεπορτάζ. Ξεκινήσαμε με αγώνες αβεβαίου εκβάσεως, χαλκέντερους χαφ που στην πορεία έγιναν μηχανάκια που καταπίνουν χιλιόμετρα για να φτάσουμε σε τρανζίσιον και πίεση «ψηλά», με παίκτες που κινούνται «στον άξονα» ή με ρόμβο και με γουίνγκερ στην επίθεση.

Εκτεθειμένα στη μυθολογία και τη δοξολογία περί τους αστέρες των αθλημάτων, τα αγόρια μεγαλώνουν με συναφείς φαντασιώσεις που για ελάχιστους Ναδάλ ή Ρονάλντο γίνονται πραγματικότητα. Αλλά τα σπορ σου δίνουν ισόβιες ευκαιρίες, να παρατείνεις τη φαντασίωσή σου στο διηνεκές, στην κερκίδα ή μπροστά στην οθόνη. Οι αθλητικοί συντάκτες αποτέλεσαν και αποτελούν τη ζηλευτή ράτσα των αρσενικών- κατά βάση- που έκαναν επάγγελμά τους το προνόμιο να ζουν τον κόσμο του αθλητισμού μέσα από τα αποδυτήρια, στον αγωνιστικό χώρο, στις αίθουσες των συνεντεύξεων τύπου, στα στέκια των πρωταγωνιστών, που πολύ συχνά μετατρέπουν τους δημοσιογράφους σε εξομολόγους, αγωγούς των απόψεων, των πόθων και των απωθημένων τους ή προφυλακτήρες της ανασφάλειάς τους και ποτιστήρια της ματαιοδοξίας τους.

Και, ναι, τα πάντα μπορεί να κάνει ο δημοσιογράφος για την είδηση, για την επαφή με τον χώρο και τα γεγονότα, για να διατηρεί πηγές, για να μην απομονώνεται. Ο αθλητικός συντάκτης ζει τις μεγάλες στιγμές, το έπος ή την πραγματικότητα γυμνή από μύθους και σκόνες μαγικές, αλλά κάθε ευλογία πάει μαζί με την κατάρα της. Θα πουλάς και την ψυχή σου ενίοτε, θα μουσκέψεις μέσα στον ρεαλισμό, τον κυνισμό, την ωμότητα, θα θυσιάσεις προσωπικές στιγμές, οικογένειες, σχέσεις, Σάββατα και Κυριακές, τρέχοντας με το μπλοκάκι στις λάσπες ή στα φώτα, στις φυσούνες ή τα προπονητήρια, για την πληροφορία, τη δήλωση, την αναγκαία λεπτομέρεια, το φύλλο αγώνα, τις συνθέσεις, τα κους κους, τα ξεσπάσματα, τα βρισίδια, με αντάλλαγμα την εκτέλεση του καθήκοντος, την προσωπική προβολή- το όνομά σου, τυπωμένο με μέταλλο μηχανής πάνω από το όνομα του Λεβεντάκου και του Δαβουρλή- πλέον και τη φωτογραφία σου, και τη δημιουργία ενός κοινού, μικρού ή μεγάλου, που ασχολείται με τις απόψεις σου, για να σε ζηλέψει, να σε εγκωμιάσει, να σε σιχτιρίσει, να σε απειλήσει κάποιες φορές. Μια ζωή ανάμεσα στην αναγνώριση, την εκτίμηση, την αναγνώριση, την επίθεση, τη συκοφαντία, τη χλεύη.

Υπήρξαν και υπάρχουν οι αθλητικοί συντάκτες της πρώτης προβολής, μεταξωτοί και φωταγωγημένοι, υπήρξαν και υπάρχουν οι αθλητικοί συντάκτες (οι «αθλητικογράφοι», όπως αποκλήθηκαν) τρεχαντήρια, εργάτες της είδησης και της περιγραφής, μουσκεμένοι από τα ψιλόβροχα και τα χιονόνερα, περιφρονημένοι από τα τραχιά και άξεστα σινάφια των σπορ, υποαμειβόμενοι και αποδιοπομπαίοι. Ρωτήσατε για μόρφωση; Σπάνια ζητείται αυτό το προσόν στον χώρο μας, ενίοτε δεν υπολογίζεται σαν προσόν, οι καλλιεργημένοι είναι περίπλοκοι και υψιπετείς, δυσνόητοι και αδιάφοροι για τα γήινα.

Το ρεπορτάζ θέλει απλότητα, ταχύτητα, ένστικτο, τόλμη, πείσμα, υπομονή, ενίοτε θράσος και δέρμα σκληρό. Δεν είναι εύκολο, ποτέ δεν ήταν, αλλά χιλιάδες επί χιλιάδων νέοι άνθρωποι πίστεψαν πως το πράγμα είναι απλό, αρκεί να γράφεις όπως αυτοί που έμαθες να διαβάζεις. Στο τέλος βάζεις το γκολ: Η υπογραφή σου. Το κείμενο φεύγει τυπωμένο και την άλλη μέρα, ανάμεσα στα φρέσκα μελάνια, ακούγεται μια ιαχή. Είναι η δική σου. Είσαι στην ιστορία, είσαι μέρος της, δεν είσαι στρατηγός, αλλά ποιος σκοτίστηκε: Ο κόσμος έξω σε κοιτάζει σαν να είσαι.