Πίσω Λατίνοι, με Λατινοπούλου

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Λατίνοι

«Εφ’ όλης της ύλης»: Τον όρο εισήγαγε στον δημόσιο βίο ο Ευάγγελος Αβέρωφ, στις ευρωεκλογές του 1984, πριν από 40 ακριβώς χρόνια. Θέλησε να ρυμουλκήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου στη μετατροπή εκείνης της αναμέτρησης σε προσομοίωση γενικής εκλογής, με σκοπό να δείξει ότι το ΠΑΣΟΚ έμελλε να αποτελέσει απλή σοκαριστική παρένθεση στην πολιτική κανονικότητα, όπως την αντιλαμβανόταν η συντηρητική παράταξη: Είπαμε, να νομιμοποιήσουμε την αριστερά, αλλά να μη μας κυβερνήσει κιόλας. Επιπλέον ο Αβέρωφ διέβλεπε ότι η υπόθεση των ευρωεκλογών ήταν ξένη προς την εγχώρια πολιτική κουλτούρα. Ο Παπανδρέου σήκωσε το γάντι και η συνέχεια είναι γνωστή.

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, οι ευρωεκλογές εξακολουθούν να μη λένε και πολλά στον κόσμο- το αθεράπευτο ζήτημα της εγγύτητας-, ενώ στο μεταξύ έχουν αρχίσει να μην του λένε πολλά ούτε και οι βουλευτικές εκλογές. Πλέον, σχεδόν ούτε και οι δημοτικές. Αφενός η πολιτική δεν ασκεί την έλξη και την επίδραση που χαρακτήριζε τη σχέση της με τον κόσμο στην πρώτη μεταδικτατορική περίοδο, αφετέρου παγιώθηκε η πεποίθηση ότι τα θεμελιώδη μας κεκτημένα έχουν κατοχυρωθεί και δεν απειλούνται. Δεν μας τρόμαξε καν η Κρίση, ούτε η πανδημία, και μένει να δούμε αν θα τα καταφέρει η κλιματική αλλαγή μεμερικές καταιγίδες ακόμα που θα φέρουν τη Θεσσαλία πιο κοντά στον Κορινθιακό.

Γενικά πιστεύουμε πως ό,τι και να συμβεί στις κάλπες, ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει, ο γαλατάς θα είναι εκείνος που θα χτυπάει την πόρτα τα βράδια (πλέον ως «ντελιβεράς»), και το επίπεδο της ζωής μας θα αναβαθμίζεται υποχρεωτικά, και μάλιστα με ψηλές ταχύτητες. Συνεπώς, τι να την κάνουμε την πολιτική και τους πολιτικούς; Οι τελευταίοι επιδίδονται σε μια κατάθεση δημόσιας ανησυχίας για την αποχή και την απαξία προς το σύστημα, αλλά όσοι παραμένουν καβάλα στο άλογο δεν εννοούν την ανησυχία που καταθέτουν. Και φυσικά ο πολίτης συλλαμβάνει την υποκρισία που προδίδεται μέσα από τη χρήση αφόρητα προβλέψιμου στερεοτυπικού λόγου, ενός λόγου που έχει αποτελέσει εργαλείο κοινωνικής διαπαιδαγώγησης, η οποία στρέφεται τιμωρητικά σε βάρος του συστήματος, οι υπηρέτες του οποίου εμφανίζουν μαύρο δάκρυ: Γιατί δεν μας αγαπάει ο κόσμος, τον οποίο εμείς μόνο προσχηματικά λατρεύουμε και φαρισαϊκά εναγκαλιζόμαστε στα μεγάλα ραντεβού με την κοινωνία, Μέρα Περιβάλλοντος, Γιορτή της Μητέρας, χρυσά μετάλλια Τεντόγλου, εκλογές, δυστυχήματα, εθνικές επετείους, θανάτους ποιητών και καλλιτεχνών υψηλού διαμετρήματος;

Απέχω, σου λέει ο άλλος, για να στείλω μήνυμα. Ετσι, κερδίζει η Λατινοπούλου. Παίρνει το σύστημα το μήνυμα: Πού θα βρούμε κι εμείς μια Λατινοπούλου; Βασικό ζητούμενο βέβαια για όλους, κόμματα και λαό, είναι ένας Μεγαλέξαντρος. Σε εποχές όπου οι συνθήκες πολυπλοκοποιούνται, το όνειρό μας παίρνει το σχήμα ενός σπαθάτου παλικαριού που κόβει τους δεσμούς με παραδοσιακές, πρωτόγονες, απλουστευτικές λογικές. Η διαφορά είναι ότι με τη μέθοδο αυτή οι δεσμοί μόνο στον ύπνο μας κόβονται. Η πολιτική χάνει τον παλιό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε γιαγιάκα της υπαίθρου που κοιμίζει τα παιδιά γύρω από την εστία- το Νέτφλιξ- με παραμύθια και σειρές.

Ούτε οι αρχαίοι είχαν αντέξει τη δημοκρατία πολύ. Εξοστράκισαν-δημοκρατικά, και μάλιστα με δημοψήφισμα υψηλής αποχής- τον δίκαιο Αριστείδη, εκτέλεσαν τον Σωκράτη που πολύ μας ανακάτευε με τις αναζητήσεις του, οδήγησαν τον ελληνικό κόσμο της κλασικής εποχής στην καταστροφή και τις τυραννίες.

Γιατί δεν μας αρέσει η ζωή μας; Αυτό έπρεπε να είναι το ερώτημα των εκλογών. Το κράτος προοδεύει, αλλά δεν μας γοητεύει η πρόοδός του, μας μπαίνουν στο μάτι όμως οι υστερήσεις του. Μας λείπει το συναρπαστικό αφήγημα. Το βρίσκουμε στον Ρεχάγκελ, τον επικό Τεντόγλου, τα κύπελλα, στην εξιδανίκευση της ελληνικής ψυχής. Αγώνα κάναμε να ξεφύγουμε από τον χοντροκομμένο υπερπατριωτισμό της χούντας και φτάσαμε στο 2024 να ψάχνουμε πού θα τον βρούμε να τον ψηφίσουμε. Το Ελλάς- Ελλήνων- Χριστιανών αναστήθηκε εκ της τέφρας του. Ξεκινήσαμε το κείμενο από το 1984, το γυρίσαμε στο 1967. Ας το κλείσουμε στα γρήγορα γιατί αρχίσαμε να τρομάζουμε στ’ αλήθεια.