Αποχαιρετισμός στον Βασίλη Αλεξάκη: Ο μεγάλος συγγραφέας μέσα από τα λόγια του

Εφυγε από τη ζωή το απόγευμα της Δευτέρας, στα 78 του χρόνια (τα έκλεισε ανήμερα τα Χριστούγεννα), ο πολυβραβευμένος Ελληνας συγγραφέας, χάνοντας την πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Εγκατεστημένος στη Γαλλία από το 1969, υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde και έγραψε τα πρώτα του βιβλία στα Γαλλικά. Το «Τάλγκο»είναι το πρώτο του μυθιστόρημα γραμμένο στη μητρική του γλώσσα (1982). Το έργο του είναι εξίσου αναγνωρισμένο στην Ελλάδα (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2004 για τις «Ξένες λέξεις») και τη Γαλλία (Βραβείο Medicis για τη «Μητρική γλώσσα» το 1995, Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το «μ.Χ.» το 2007).
Ηταν 28 Νοεμβρίου 2016, όταν ο Βασίλης Αλεξάκης βρέθηκε στην Πάτρα και το «Λιθογραφείον» για την παρουσίαση του βιβλίου του «Το κλαρινέτο» (εκδ. Μεταίχμιο). Σε συνέντευξή του, τότε, στην Κρίστυ Κουνινιώτη για την «Π», είχε πει μεταξύ άλλων:
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ
>«Γράφω με μολύβι κι έχω μια γομολάστιχα. Το μολύβι έχει μια αθωότητα που δεν έχουν ούτε οι γραφομηχανές ούτε οι υπολογιστές Γράφω πολύ αργά, ναι, θέλει πολλή σκέψη κάθε φράση, κάθε λέξη. Κι είμαι ευτυχής όταν κάνω μισή σελίδα την ημέρα, που να είναι, όμως, καλή. Να είμαι απολύτως βέβαιος ότι πατάς γερά. Σαν να φτιάχνεις μια σκάλα. Πώς θα την ανέβεις αν σου φεύγουν τα ξύλα κάτω από τα πόδια; Οσο πιο δύσκολο είναι να φτιάξει κανείς μια ιστορία τόσο καλύτερα».
>«Το μυθιστόρημα δεν είναι ένα είδος τηλεφωνήματος. Είναι μια ολόκληρη κατασκευή και αυτή η κατασκευή με ευχαριστεί. Η ικανότητά μου, αν θέλετε, είναι απλώς να φτιάχνω ιστορίες κι επειδή μου αρέσει και να μαθαίνω καινούργια πράγματα όταν γράφω, χρησιμοποιώ πάντα κι ένα θέμα που απαιτεί μια έρευνα. Το έχω ανάγκη».
> «Δεν είναι αλήθεια ότι δεν ζεις από το μυθιστόρημα. Φτάνει, όμως, να κάνεις τη δουλειά σου. Δουλειά πολύ βαριά, σαν του οικοδόμου, κάτι που πρέπει να έχεις αποδεχτεί και να κάθεσαι δυο χρόνια καρφωμένος σε μια πολυθρόνα. Δεν το κάνει ο καθένας αυτό. Δεν είναι δουλειά καφενείου το μυθιστόρημα».
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
«Τα πρώτα χρόνια στη Γαλλία, έγραφα ίσως πιο εύκολα στα Γαλλικά, με περισσότερο χιούμορ, γιατί η όλη κατάσταση με διασκέδαζε. Ηταν μετά τον Μάιο του ’68, μια Γαλλία που είχε πολύ κέφι. Αυτό το κέφι το είχα κι εγώ. Οταν άρχισα να γράφω στα Ελληνικά μετά από 7-8 χρόνια – «Το τάλγκο», ήταν- μου βγήκε μια μελαγχολία. Η ξένη γλώσσα που τη μαθαίνεις μεγάλος, δεν σου φέρνει στον νου παιδικές αναμνήσεις, συγκινήσεις. Δεν σου θυμίζει τη μάνα σου. Δεν σου θυμίζει τίποτα».
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ
«Εγώ δεν αποδίδω κακία σε ανθρώπους που δεν ξέρω. Δεν είμαι καχύποπτος. Αρνούμαι πεισματικά να καπελώσω κάποιον με κακά συναισθήματα. Και θεωρώ ότι κάπου έχω δίκιο, διότι το μεταναστευτικό αποδεικνύει ότι μάλλον είναι καλοί οι άνθρωποι, όπως πίστευε και ο Ρουσώ. Κι αυτό είναι μια αισιοδοξία για το μέλλον, κι ίσως η μόνη».
ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
«Ο μόνος τρόπος που έχω για να συμμετάσχω σε κάποια επανάσταση, σε κάποια αλλαγή της ζωής, σε κάποια βελτίωση, είναι να κάνω όσο καλύτερα μπορώ τη δουλειά μου. Αυτό το χρωστάω στους άλλους και το κάνω συνειδητά. Δεν μπορώ ούτε να ονειρεύομαι εξουσίες ούτε να εμπλακώ στην οργανωμένη πολιτική. Προσφορά μου, λοιπόν, είναι αυτό που κάνω καλά».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
«Θα προτιμούσα να μην είχα ζήσει αυτή την εμπειρία (σ.σ. το 2015 είχε νοσήσει από δύο καρκίνους και είχε νοσηλευτεί) αλλά δεν με στενοχωρεί τόσο πολύ ότι την έζησα. Αφήνει, βεβαίως, μια θλίψη αυτή η ιστορία. Ομως, αυτή η θλίψη δημιουργεί χιούμορ οπότε υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης. Η πηγή του χιούμορ είναι η επίγνωση αυτής της μικρής διάρκειας της ζωής, πιστεύω».