Ελένη Καλαντζοπούλου: «Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς το θέατρο»

Βλέπει τη ζωή σφαιρικά. Για την ίδια δεν υπάρχει μόνο το θέατρο, αλλά χωρίς αυτό νιώθει μισή. Ανθρωπος ζεστός, ειλικρινής, ανοιχτόμυαλος, τελειομανής, η Ελένη Καλαντζοπούλου μετά από αποχή 4 ετών, αφού μεγάλωνε την κόρη της, επέστρεψε στη σκηνή του δημοτικού θεάτρου «Απόλλων» με την παράταση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας «Ο Γορίλας και η Ορτανσία» του σπουδαίου Ιάκωβου Καμπανέλλη. Σήμερα μιλάει από καρδιάς στην «Π».

Είχες νιώσει, από μικρή, έρωτα με το θέαρο;

Οχι καθόλου. Δεν είχα βρει την κλίση μου. Το έψαχνα. Πέρασα Αγγλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, και πήγα με πολλή όρεξη στην Αθήνα για να εξερευνήσω τον εαυτό μου, να ανακαλύψω τι θέλω να κάνω. Αυτή η περίοδος ενδοσκόπησης κράτησε πολύ. Η Σχολή δεν με κάλυπτε, ωστόσο την τελείωσα το 2000, και επειδή ήθελα να κάνω κάτι πιο δημιουργικό φοίτησα στο διετές Πρόγραμμα σπουδών στη Μετάφραση της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης. Παράλληλα, φοιτούσα και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, απ’ όπου αποφοίτησα το 2003. Τα δύο επόμενα χρόνια έκανα ωραίες θεατρικές δουλειές, αλλά μετά ήθελα να επιστρέψω στην Πάτρα.

Πώς κι έτσι; Δεδομένου ότι η Αθήνα προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες σε έναν ηθοποιό…

Γιατί πάντα έβλεπα τη ζωή πιο σφαιρικά. Για μένα δεν υπάρχει μόνο το θέατρο. Είμαι δεμένη με διάφορα πράγματα, και έχω αγαπήσει πολύ την Πάτρα -άλλο αν με θυμώνουν πολλά- οπότε ήταν ο προορισμός μου. Τη θεωρούσα ιδανική πόλη για να ζήσει ένας νέος -να έχει ποιότητα ζωής, δουλειά, να δημιουργήσει οικογένεια, να κάνει όνειρα… Ε, μετά από πολύ καιρό, απογοητεύτηκα λιγάκι με κάποια πράγματα, γενικά, αλλά ελπίζω να αλλάξουν.

Πάμε στην παράσταση «Ο Γορίλας και η Ορτανσία». Συναισθήματα;

Καταρχάς, με ενδιέφερε πάρα πολύ να ξαναπαίξω στον «Απόλλωνα», γιατί είμαι συναισθηματικά δεμένη μαζί του, καθώς οι πρώτες μου δουλειές ήταν εκεί. Δεύτερον, με τον Μίλτο τον Νίκα (σ.σ. ο σκηνοθέτης), που μου το πρότεινε, δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε κι αυτή η πρόταση με έκανε να αισθάνομαι εξ αρχής όμορφα και ασφαλής.

Οσο να ’ναι, είχα μια ανασφάλεια, επειδή με είχε ρουφήξει η καθημερινότητα, τέσσερα χρόνια, με το μεγάλωμα της μικρής μου κόρης, συνέπεσε και το λοκντάουν… Πραγματικά, ήμουν διατεθειμένη να λέω πολλά όχι, επειδή ένιωθα ότι δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, όμως, αυτή τη φορά οι συνθήκες και η ομάδα των συνεργατών ήταν ιδανικές. Οταν δε, διάβασα το κείμενο ενθουσιάστηκα, όπως ενθουσιάστηκα και με τον ρόλο μου, που είναι ολοκληρωμένος και με πολλά στοιχεία που μπόρεσα να τα ψάξω, να τα δουλέψω και να τον εξελίξω.

Θα μας συστήσεις, λοιπόν, την ηρωίδα σου;

Καταρχάς η ηρωίδα μου έχει μεγάλη ελαφράδα, αλλά κι ένα μεγάλο βάρος. Είναι η μόνη γυναίκα στο έργο και θεωρώ ότι στο μυαλό του Καμπανέλλη αντιπροσώπευε το γυναικείο φύλο. Πώς, δηλαδή, αντιμετωπίζει μια γυναίκα τις διάφορες καταστάσεις που βιώνει. Η συγκεκριμένη τις αντιμετωπίζει μέσα από μια κωμικότητα κι έναν παραλογισμό. Η ηρωίδα μου, με την οποία είμαστε συνομήλικες, είναι πάμπλουτη και θρησκευόμενη. Συνεπώς είναι «ντυμένη» με τον καθωσπρεπισμό, τα καλούπια, που επιβάλλουν η κοινωνική της τάξη και τα πιστεύω της. Κάποια στιγμή, αυτό το καλούπι σπάει. Κι αυτή η μετάβαση από το μαύρο στο άσπρο μέσω της γκρίζας ζώνης είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Και το παθαίνουμε αυτό οι άνθρωποι. Πρέπει να «παθαίνουμε» την εξέλιξη και να αντιδρούμε σε ό,τι μας καταπιέζει…

Τι φιλοδοξίες έχεις από τον εαυτό σου επί σκηνής;

Στη σκηνή πρέπει να βλέπεις ένα πλάσμα απελευθερωμένο. Και η εποχή μας, όσο απελευθερωμένη και να είναι, θεωρώ πως είναι γεμάτη καλούπια. Θέλω ως γυναίκα να ζω και να αναπνέω στη σκηνή γιατί θέλω να πατάνε εκεί πάνω πλάσματα ελεύθερα, χαλαρά. Αυτή είναι η μόνη μου φιλοδοξία. Εμείς οι ηθοποιοί πρέπει να έχουμε την ψυχή ενός παιδιού. Τόσο αθώα, τόσο παιχνιδιάρικη, τόσο ανοιχτή. Και μεγαλώνοντας, πρέπει να αφαιρούμε τα βαρίδια. Αυτό οφείλει να κάνει ο ηθοποιός. Θέλει καθημερινή δουλειά η αφαίρεση αυτού του βάρους από πάνω σου -κι αυτό ισχύει για όλες τις αληθινές σχέσεις.

Η εμπειρία σου από το Αρμα Θέσπιδος, τι σου άφησε;

Ηταν πολύ διδακτική. Είναι πολύ σημαντικό να προσπαθείς να κάνεις ποιοτικό θέατρο και να πηγαίνεις εσύ στον θεατή να σε βλέπει. Τότε κάναμε Τσέχωφ και Μαριβώ, και μαζί με το ενήλικο κοινό έρχονταν και παιδάκια. Το θέατρο, θεωρώ, πρέπει έρχεται σε επαφή με το κοινό και οι άνθρωποί του, ασχέτως κειμένου, να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Κι αυτό στις μέρες μας είναι ηρωικό για όλους τους συντελεστές μιας παράστασης. Είναι αλληλένδετο με την κοινωνία, γιατί ο άλλος δεν μπορεί να δώσει το 100% του εαυτού του, όταν του ζητείται να δουλέψει με ελάχιστη αμοιβή. Γιατί έτσι θα σκορπίζεται σε πολλές δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Είναι θέμα πρακτικό. Η Πολιτεία πρέπει να υποστηρίζει τις τέχνες, γιατί συμβάλλουν στη βαθιά μας καλλιέργεια.

Αλλαξες ποτέ γνώμη για τον δρόμο που επέλεξες;

Α, όχι. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που επέλεξα το θέατρο. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτό. Στην πρώτη μου εγκυμοσύνη, στα 33, είχα μια αμφιβολία, αν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά, αν «την είχα ανάγκη», όπως μας έλεγε ο Κουγιουμτζής στη Σχολή. Τότε είχα μείνει ανενεργή δυόμισι χρόνια και ο μισός μου εαυτός ήταν σαν να βρισκόταν σε λήθαργο και ήθελα να ξυπνήσει. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι το είχα πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη το θέατρο. Δεν νιώθω ολοκληρωμένη χωρίς αυτό. Κι έχει νόημα για μένα να κάνω θέατρο όταν είμαι εκεί πάνω, και η ψυχή μου καταφέρνει να μιλήσει στην ψυχή έστω και ενός θεατή. Αν αυτός ο ένας είναι δέκα είμαι τρισευτυχισμένη. Αν είναι όλο το θέατρο βιώνω έκσταση.