Η μύτη του φάμπερ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ηταν ένα τρυφερό, αποχαιρετιστήριο μήνυμα. Για «την αγαπημένη μας Βάσω» που έφυγε από τη ζωή λίγο μετά τα 60 χρόνια της.

Το κείμενο συνοδεύεται από φωτογραφία που σου αιχμαλωτίζει το βλέμμα. Η εικόνα μιας γυναίκας, στο πρόσωπο της οποίας εσύ βλέπεις το κοριτσάκι που γνώρισες πριν μισό αιώνα. Και παραπάνω. «Η Κίκω» αναφωνεί η μνήμη. Με αυτό το όνομα μα είχε συστηθεί, μάλλον μέσω της δασκάλας που μας υποδεχόταν με τα μικρά μας ονόματα, με αυτό το όνομα τη γνωρίσαμε για να τσουλήσουν μαζί οι άγουρες ζωές μας για μια εξαετία, με τις σκούρες σχολικές ποδιές τα κορίτσια, με τα γόνατα μονίμως πληγιασμένα τα συνήθως ακούρευτα αγόρια.

Στο θρανίο η κασσετίνα, με το περιεχόμενο για το οποίο αρχικά φρόντισε η μαμά μας, και από ένα σημείο και μετά περιήλθε στη δική μας τρύπια ευθύνη, για να επικρατήσει στο εσωτερικό το μάλε βράσε, μολύβια με μύτες που κινούνται σαν δόντια ετοιμόρροπα, γόμες φαγωμένες, μαρκαδόροι ξεθυμασμένοι. Αλλά θυμάσαι ακόμα το χρώμα της πρώτης σου κασσετίνας, καφέ σκούρο, και την οσμή της, την υποβλητική ρώμη της ακονισμένης μύτης του φρεσκοαγορασμένου φάμπερ, μιας μύτης που θα σπάσει στην προσπάθειά σου να αντιγράψεις καμιά τριανταριά φορές το γράμμα φι, καλλιτεχνικά, ένα σχήμα σαν τριφύλλι τρικυμισμένο, που στην πορεία εκφυλίζεται αντί να βελτιώνεται, ένεκα η ανία του καταδίκου. Φι, φι, φι. Και την επομένη το ψι. Ελεος.

Θυμάσαι ακόμα τη μορφή της, για την Κίκω λέμε τώρα, κάποιοι άνθρωποι που τους γνώρισες μικρούς εκείνοι μικρός εσύ, διατηρούν το ίδιο πρόσωπο, αλεξι-ρύτιδοι και φωτεινοί όπως τον καιρό που μοιραζόμαστε τα ίδια θρανία και τα ίδια προαύλια, σπιθαμιαίοι μπόμπιρες με σκάρτο μέτρο ύψος, αμήχανοι και μόνιμα αφηρημένοι, με τις δασκάλες, την κυρία Κασσάνδρα ή τον κύριο Παπαδόπουλο να μας πολιορκούν με σεισμόπληκτα γράμματα και τυραννικούς αριθμούς, εφιαλτικές διαιρέσεις και τερατόμορφους δεκαδικούς, σερβιρισμένους πάνω σε άθλιο, απέραντο πι, τρία και δεκατέσσερα, μια αμαξοστοιχία από ατελείωτα ψηφία, ενώ στον θόλο αιωρείται ένας ανελέητος Βιζυηνός και ο τοιχογραφημένος οφθαλμός του Κυρίου όστις τα πανθ’ ορά, μια συμβολική, επιβλητική μύηση στη σφαίρα της αυτοενοχοποίησης.

Στο παλιό Στρούμπειο, ενώ κτιζόταν το καινούργιο. Όταν ο Παναθηναϊκός έβαλε το 3ο στον Ερυθρό Αστέρα σείστηκε το κτίσμα, και ήρθε ο διευθυντής να μας ανακοινώσει ότι λόγω της προκρίσεως σχολάμε νωρίτερα. Εθνικοί λόγοι που υπερτερούν της μόρφωσης. Στους τοίχους αφίσες του Υπουργείου: Μην ακουμπάτε χειροβομβίδες αν τυχόν πετύχετε καμία παίζοντας στο ύπαιθρο.

Θυμάσαι ακόμα τη μορφή της, ένα κορίτσι απλό, καλοκάγαθο, φιλικό, γελαστό, θετικό, με φροντισμένα τετράδια και συνεπές στα διαβάσματά του, άραγε το μάλωσε ο δάσκαλος ποτέ; Πού τα δικά μας τα σκαμπίλια και τα μαλλιοτραβήγματα. Τάξη μεικτή, αλλά τα κορίτσια με κορίτσια, στα οποία θα πέσει ο κλήρος, να δούμε ποιος θα φαγωθεί, και τα αγόρια με αγόρια, όμως στο διάλειμμα το κυνηγητό μας ανακάτωνε, ποιος ήταν άραγε ο κανονισμός του παιχνιδιού, ποιος κέρδιζε; Ποιος κέρδισε κάτι εν τέλει σε όλα αυτά τα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν από την αποφοίτησή μας, η οποία συνέπεσε με το καλοκαίρι της μεταπολίτευσης, ήταν το καλοκαίρι που άλλαξε τον κόσμο. Επεσε η χούντα, το φρύδι του Καραμανλή γέμισε τις ασπρόμαυρες οθόνες μας, κι εμείς περνούσαμε εξετάσεις για γυμνάσιο: Το ένα πιο συγκλονιστικό από τ’ άλλο. Κι ύστερα ήρθανε φωτιές, Αύγουστος, πολλοί διέδιδαν ότι εμπρηστές ήταν Τεταρτοαυγουστιανοί που εκδικούνταν τη δημοκρατία.

Θυμάσαι ακόμα τη φωνή της, θυμάσαι τα πάντα και τίποτα. Μας πήρε ο αέρας το καλοκαίρι εκείνο. Η Κίκω, Βάσω την λέγανε στην ωριμότητά της πια, δεν ανακάλυψε ποτέ της την πυρίτιδα, ούτε και κανείς μας φυσικά, η διαφορά ήταν ότι εκείνη το ήξερε, ενώ εμείς πιστεύουμε ακόμα ότι κοντεύουμε. Εχουμε άλλωστε τόσο καιρό μπροστά μας. Ένα ακόμα καλοκαίρι ξεκίνησε, μισός αιώνας μεταπολίτευσης, τα φύλλα άρχισαν κιόλας να κιτρινίζουν, κοινοποιούμε το πένθιμο μήνυμα σε φίλους παλιούς, να προσέχουμε τον εαυτό μας, ε; Ναι, βέβαια, πώς. Αραγε φύλαξε κανείς εκείνη την κλασική ομαδική φωτογραφία, να δούμε ποιος θα αναγνώριζε ποιόν, εμείς πάντως την Κίκω την αναγνωρίσαμε αμέσως, το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μάτια, το ίδιο βλέμμα, μας λέει πως μας αναγνώρισε κι εμάς πανεύκολα. Δεν αλλάξαμε καθόλου, λέει. Και το πιστεύει. Ο χρόνος έχει άλλη γνώμη, αλλά ποιος τον ρώτησε αυτόν; Σπάει η μύτη του μολυβιού, ξύνουμε, ξύνουμε, βγαίνει άλλη μύτη. Δεν τη φοβόμαστε την Κίκω εκεί που πάει, ξέρει το μάθημα και θα το πει.