Η ώρα της διαδοχής έφθασε μας αρέσει δεν μας αρέσει…

Του Θόδωρου Καμπέρου, Διευθυντής της Περιεφερειακής Ενωσης Δήμων Δυτικής Ελλάδος

Μία πάρα πολύ δύσκολη περίοδος για τον…λεγόμενο προοδευτικό χώρο, εξελίσσεται στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Και μπορεί η συγκυρία των ημερών, η εκλογική καταβαράθρωση και η συνεπακόλουθη παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, να επιταχύνουν τις διεργασίες, στα καθ’ ημάς, όμως το πρόβλημα είναι διαχρονικό και σταθερά επίκαιρο.

Η Αριστερά, παγκόσμια, σαν εφαρμοσμένο πολιτικό σύστημα, σε όποια έκφανση και διάσταση, περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστική, αδυνατεί να επιδείξει εφαρμοσμένα και δοκιμασμένα με επιτυχία πρότυπα, σε όλο τον κόσμο.

Με την ολοσχερή κατάρρευση, δε, του Σοβιετικού προτύπου και την εξέλιξη της Κίνας σε μια ιδιόρρυθμη αλλά από τις πιο σκληρές καπιταλιστικές χώρες, η κατάσταση περιπλέκεται οδυνηρά.

Όλοι γνωρίζουν ότι η συνεισφορά και η συμβολή του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού στην πολιτική εξέλιξη όλων των συστημάτων διακυβέρνησης, ακόμα και των πιο συντηρητικών, ήταν καθοριστική. Αυτή ήταν και η μεγάλη του αξία.
Μπορείς απλά να πεις ότι ο τροχός, που ορίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου, κύλισε λίγο προς τα εμπρός, στον αιώνα που πέρασε, με τα όποια πισωγυρίσματα, που κάποιοι θα επικαλεστείτε δικαίως.

Κι αυτό γιατί μπήκαν στο παγκόσμιο «Think Tank», αλλά και στις διεκδικήσεις των λαϊκών και ασθενών οικονομικά στρωμάτων, ζητήματα που είχαν εφαρμοσμένη πλέον διάσταση, όπως τα δικαιώματα των εργαζομένων, η Κοινωνική Πρόνοια, η Δημόσια Υγεία, τα παιδιά και ότι άλλο ορίζει το προοδευτικό.

Η δική μας…Αριστερά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μέρος αυτού του αδιεξόδου – ελλείψει επιτυχημένα εφαρμοσμένου προτύπου – πληρώνει τώρα, ως εκφραστής του προοδευτικού.

Η σημερινή Αριστερά, με την ευρεία έννοια (όχι το ΚΚΕ) είναι απλά μια περιρρέουσα κουλτούρα, μία αισθητική και αξιακή ιδεολογία, βασισμένη στο «ηθικό πλεονέκτημα», που με τόσο μένος και πάθος προσπαθεί να ακυρώσει το αντίπαλο πολιτικά δέος.

Στις μεν μεγάλες ηλικίες αυτή η κουλτούρα είναι κύρια μνήμες, πρακτική κι ένας φανατισμός, που παρουσιάζεται στον ηλικιωμένο ο οποίος αρνείται να πιστέψει ότι γερνάει και δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις εξελίξεις του σήμερα. Και τότε αρχίζει η ισχυρογνωμοσύνη, η αέναη επίκληση του παρελθόντος, η εμμονή και η γραφικότητα κάποιες φορές.

Στις δε νεώτερες ηλικίες όλο αυτό είναι ένα παρελθόν, που τις αφήνει αδιάφορες, στον βαθμό που δεν μπορεί να δώσει πιστευτές απαντήσεις πρακτικά στο σήμερα, σε μια μεγάλη έκταση. Αυτό είναι ολοφάνερο αν κρίνουμε από τα μεγάλα ποσοστά που ψηφίσαν οι νέοι τη συντηρητική παράταξη.

Δεν αμφισβητώ την βαρύτητα του «αξιακού συστήματος» του προοδευτικού χώρου. Λέω ότι στην παρούσα συγκυρία η αλλαγή και ο επανακαθορισμός είναι επιβεβλημένοι. Κι αυτή η αλλαγή θα απαιτήσει αλλαγή αντίληψης, ιδεολογική επικαιροποίηση, νοητική διεύρυνση, συναισθηματική αναμόρφωση και προσαρμογή στο σήμερα .

Ξεκινώντας πρώτα από τα ηγετικά στελέχη και τα μέλη των επιτελικών οργάνων και προχωρώντας στον κάθε ένα μας και κύρια σε εμάς τους μεγαλύτερους σε όλο το εύρος της κοινωνίας. Αυτό είναι δύσκολο και οδυνηρό. Για τους νεότερους θα είναι πιο εύκολο, αν τους εμπιστευτούμε, τους αφήσουμε να αυτενεργήσουν, δεν τους απορρίψουμε, δεν τους αφορίσουμε, αν κάνουμε την υπέρβασή μας σε αυτή την «υποχρεωτική διαδοχή», που τόσο επίκαιρη είναι και τόσο επιβεβλημένη!

Μια διαδοχή, όχι μόνο προσώπων, αλλά όλου του οικοδομήματος, που αφορά στο χθες. Κρατώντας τα δομικά του στοιχεία σε μια νέα…αρχιτεκτονική .