Μόνη ρεαλιστική και αναγκαία λύση είναι η κρατική ενίσχυση

Ο Χρήστος Δάβουλος είναι πρόεδρος Ενωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Αχαΐας-δημοτικός σύμβουλος Πατρέων (Πελετίδη).

Τα τελευταία χρόνια ο τομέας της Υγείας γνωρίζει θεαματική πρόοδο σε ό,τι αφορά στη χρήση νέων τεχνολογιών και τεχνικών στις θεραπευτικές-διαγνωστικές παρεμβάσεις.

Ειδικότερα, η εφαρμογή σε επεμβατικές μεθόδους (ρομποτική, επεμβατική ακτινολογία) έχει καταστήσει ρεαλιστική την αντιμετώπιση δυσίατων παθήσεων, με τις λιγότερες δυνατές επιπλοκές, καθιστώντας τις νέες τεχνολογίες πολύτιμο όπλο στα χέρια των ιατρών.

Ωστόσο, εδώ βλέπουμε ένα παράδοξο. Ενώ τα επιτεύγματα της Ερευνας θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται απλόχερα για τη βελτίωση της ποιότητας υπηρεσιών, στην πραγματικότητα αποτελούν μακρινό όνειρο για την πλειοψηφία των ασθενών και παρέχονται κύρια από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, με το αζημίωτο.

Αντίθετα, η πραγματικότητα, που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς, είναι πολύμηνες αναμονές για διαγνωστική εξέταση, αναμονές ετών για χειρουργείο και εικόνες αναξιοπρέπειας στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, όπου στοιβάζονται μετά από εφημερία.

Το ΕΣΥ βάλλεται από την υποστελέχωση, μιας και οι νέοι συνάδελφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με υπερεργασία και μειωμένους μισθούς, από το 2012 κατά 50%, με παραιτήσεις η μία μετά την άλλη.

Ολα τα παραπάνω έχουν αιτία τη σταδιακή εμπορευματοποίηση του ΕΣΥ από τις τελευταίες κυβερνήσεις, με στόχο την αποδέσμευση του κρατικού προϋπολογισμού από τη χρηματοδότησή του και τη μετακύλιση του κόστους στις πλάτες των ασθενών, μετατρέποντας τα νοσοκομεία σε αυτοχρηματοδοτούμενα.

Τελευταία πράξη αποτέλεσε και η λειτουργία των Απογευματινών -επί πληρωμή- Χειρουργείων, τη στιγμή που το 30% των χειρουργικών αιθουσών παραμένουν κλειστές, λόγω έλλειψης προσωπικού. Η διαπίστωση αποτυπώνεται κι από τα πιο πρόσφατα στοιχεία που υπάρχουν (2021) για την κατανομή της δαπάνης, όπου η χρηματοδότηση ήταν 16,665 δισ. ευρώ. Από το σύνολο της δαπάνης φαίνεται ότι το κράτος συμμετέχει με 30,4%, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες είναι 69,6%, αυξημένες κατά 1,6 δισ. €.

Ταυτόχρονα, από αυτή την ανεπάρκεια του ΕΣΥ κερδισμένοι βγαίνουν οι επιχειρηματικοί Ομιλοι της Υγείας, που ο κύκλος εργασιών τους αγγίζει τα 2 δισ. €, με ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,8%.

Επιπλέον, στο πλαίσιο ψηφιοποίησης και επακριβούς κοστολόγησης των ιατρικών πράξεων προωθείται η γενικευμένη εφαρμογή των DRG’s (Diagnosis Related Groups). Τα τελευταία είναι συστήματα κατάταξης ασθενών σε κατηγορίες, βάσει διάγνωσης – αιτίας εισαγωγής, ιατρικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη νοσηλεία κι έχουν στόχο ενιαίους κανόνες κοστολόγησης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, με σκοπό την περιστολή της κρατικής δαπάνης, κάτι που αποτελεί διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης, ώστε να περάσει η δαπάνη κατά 80% στον ΕΟΠΥΥ.

Η διεθνής πείρα, βέβαια, από την εφαρμογή τους, αναδεικνύει τον στόχο από τη μεριά της κυβέρνησης της μείωσης της κρατικής δαπάνης για νοσοκομειακή περίθαλψη, με κόστος την επιδείνωση των όρων παροχής υγειονομικών υπηρεσιών.

Ακόμα χειρότερη είναι και η κατάσταση στην Ψυχική Υγεία, με φανερές ανεπάρκειες τόσο στην πρωτοβάθμια περίθαλψη όσο και στη νοσοκομειακή, με πρόσχημα την αποασυλοποίηση.

Η διαμορφωμένη αυτή κατάσταση στην Υγεία συνοψίζεται και στα λόγια του προηγούμενου υπουργού: «Δύο προτεραιότητες, που πρέπει να τρέχουν παράλληλα: Η Υγεία ως κοινωνικό αγαθό, προσβάσιμο από όλους κι από την άλλη πλευρά η Υγεία ως επιχειρηματικότητα». Η πολύχρονη πείρα, που αποκτήθηκε τα τελευταία χρόνια και την περίοδο της πανδημίας, αποδεικνύει ότι είναι δύο έννοιες ασυμβίβαστες.

Η μόνη ρεαλιστική και αναγκαία λύση, ώστε να αντιστοιχηθεί η τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος προς όφελος της κοινωνίας, για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας και του βιοτικού επιπέδου, είναι η ενίσχυση του συστήματος Υγείας, ώστε να είναι αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν, με γενναία χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό και κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης.

Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί η Υγεία να αποτελέσει ένα κατοχυρωμένο και διασφαλισμένο καθολικό και δωρεάν λαϊκό δικαίωμα.