Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές του Μαξ Φρις από τη θεατρική ομάδα «Από κοινού» της Α’  ΕΛΜΕ Αχαΐας

Κριτική θεάτρου, από τη Μαίρη Σιδηρά, φιλόλογος – συγγραφέας.

Μια παράσταση δεμένη στον ρυθμό και την ανάσα του κειμένου, με ευδιάκριτη τη σκηνοθετική ματιά του Φώτη Λάζαρη, με εμφανή τη νευρώδη και ενοποιητική δραματουργική επεξεργασία του ιδίου, συντονισμένη σε μπρεχτικό καμβά σύμφωνο προς τις προδιαγραφές του έργου και τις αρχετυπικές επιρροές που απορρόφησε ο συγγραφέας του, ευέλικτη και νοηματοδοτημένη τόσο στα περάσματα του γυναικείου χορού -που εμβολίμως αποκαλύπτει και προοιωνίζεται συμφορές- όσο και  στην κύρια δράση που γράφει αενάως το «χρονικό μιας προαναγγελθείσας συμφοράς».

Μια παράσταση σφιχτή, ισορροπημένη και μελετημένη, που παρωθεί ακατάπαυστα τη συμμετοχή του θεατή, εντείνοντας, με μελετημένο χρονισμό, την αγωνία. Ο γυναικείος χορός, τη χορογραφία του οποίου υπογράφει η Όλγα Σπυράκη, κινείται με τρόπο νευρώδη κι επαναληπτικό, υιοθετώντας στοιχεία ροκ και ραπ που φέρουν απόηχους δημοτικής παράδοσης, των νευρικών τιναγμάτων των Ποντίων, για παράδειγμα. Η μουσική επιμέλεια του σκηνοθέτη Φώτη Λάζαρη κι ο σχεδιασμός του φωτισμού από τον Γιώργο Διονυσόπουλο δημιουργούν το μελικό και εικαστικό κέλυφος χάρη στο οποίο -παρά την παραδοξότητα των γεγονότων και τη διαρκή εκκρεμότητα στην οποία εξ αρχής μας υποβάλλει η δαιμόνια υπόθεση του Φρις- βλασταίνει και μαραίνεται στην ατμόσφαιρα συνεχώς η οικειότητα, συνθήκη προορισμένη να υπονομεύεται και να καταρρίπτεται. Διότι, όταν πλέον το ανησυχητικό τάνυσμα της αφέλειας και της καλής πίστης θραύεται, αναδίδεται η σάπια οσμή του εφησυχασμού, της «ιδιωτικής» ευτυχίας, της νόθης ζωής που επενδύει πάνω στο «εγώ ποτέ» και στο «εγώ μπορώ», αδιαφορώντας για τις λούμπες που στήνει το τερατώδες, το οποίο πριν χυμήξει εμπρηστικά είθισται να ρημάζει τον άνθρωπο ηθικά.

Το κεντρομόλο αρχετυπικό ζεύγος των Μπίντερμαν υποδύεται ο Άγγελος Μπουμπούλης και η Όλγα Κάνιστρα. Ο Μπουμπούλης ως Μπίντερμαν, υιοθετώντας εξαρχής χαμηλούς τόνους, μπόρεσε να ανεβεί σταδιακά την κλίμακα της πλάνης, πείθοντάς μας, με τις παύσεις, τις χαμηλές νότες, τη δομημένη του ευγένεια, το καλοστημένο φέρεσθαι ενός αστού που υποδύεται με φανατισμό τους κώδικες της τάξης του. Μάλιστα, ο Μπίντερμαν δείχνει να είναι σε τέτοιο σημείο πεπεισμένος για το καλοπροαίρετο των ανθρώπων,  ώστε η έκβαση των πραγμάτων και η στάση των άλλων γελοιοποιούν διαρκώς ως παράλογη τη θέση του. Η βασική του άρνηση να δεχθεί το πραγματικό -γεγονός που στηλιτεύει ως ίδιον μιας ολόκληρης πόλης ο γυναικείος χορός, καλώντας δυναμικά τους πολίτες σε εξέγερση και αφύπνιση- εκφράζεται σωρευτικά, ενώ τα πραγματικά αίτια της στάσης του φωταγωγούνται μέσω του δεξιοτεχνικού κειμένου του Μαξ Φρις αλλά και της σκηνοθετικής ανάγνωσης του Λάζαρη, των παύσεων, των παράδοξων ηχητικών υπογραμμίσεων, της αιφνίδιας ανατροπής ενός ανοχύρωτου εφησυχασμού. Στην πραγματικότητα, ο Μπίντερμαν έχει θολώσει πνευματικά, καταπίνοντας τόνους μεγαλείου, με αποτέλεσμα να καταστεί ανίκανος να αναγνωρίσει την εγκατεστημένη στο σπίτι του απειλή. Τα λιγοστά διαλείμματα ηθικής και λογικής εγρήγορσης, εξαιρετικά δοσμένα από τον Μπουμπούλη, τραβάν τον μοχλό του τραγικού, επιδεινώνοντας την ατμόσφαιρα θρίλερ, την υπόσχεση της καταστροφής. Η Μπαμπέτ, σύζυγος του Μπίντερμαν, παιγμένη με μέτρο και ευαισθησία από την Όλγα Κάνιστρα, εξ αρχής διαθέτει μια μεγαλοαστική αύρα αξεδιάλυτα πλεγμένη με την πίκρα και την υποψία, καθώς εδράζεται περισσότερο στην πραγματικότητα και η λογική επεξεργασία των γεγονότων εκλύει εντός της φόβο. Ωστόσο, αφήνεται στην ανακουφιστική κομπορρημοσύνη του συζύγου της, υποτάσσοντας ακόμη και το μυαλό της στην ανάγκη της διαβεβαίωσης ότι όλα «θα πάνε καλά». Η υπηρέτρια του ζεύγους Μπαμπέτ, ενσαρκωμένη με μπρίο  από τη Μαρία Γιαννοπούλου, εγκαταλείπει στη σκηνή το οξυγόνο της λογικής και μια ευθυμία που ανακουφίζει για λίγο την αγωνία μας για τις διαφαινόμενες  προθέσεις των εμπρηστών.

Η ίδια η διμελής ομάδα των εμπρηστών, ενσαρκωμένη από τους Στέφανο Στάθη (Σμιτς) και Φώτη Λάζαρη (Αΐζενρινγκ), στεγασμένη βασικά στο πατάρι (χώρο συνωμοσίας, έκρηξης, φιλοξενίας μα και γεωμετρικής διευθέτησης του σκηνικού χώρου), αντιπροσωπεύει τις δυνάμεις του κακού που ωσάν μολυσματικό αέριο, με «ακροβατική» κοινωνική ευελιξία, εισχωρεί στον οίκο του Μπίντερμαν και σταδιακά διαλύει τη λογική του οικοδεσπότη, διασπείροντας ανίκητο φόβο, αντιστρέφοντας έννοιες και αξίες, αδρανοποιώντας την όποια αντίδραση. Του οικοδεσπότη που παραδίδει στην κυριολεξία τον κοινό νου, προκειμένου να ανταποκριθεί στο εξόφθαλμα παράλογο, έχοντας πρωτύτερα αμαρτήσει έναντι υπαλλήλου του. Ο μηχανισμός του κακού ολοκληρώνεται σε μορφή τριάδας, με τον ρόλο του δόκτορα της Φιλοσοφίας –δοσμένο με την απαιτούμενη εκκεντρικότητα από τον Νίκο Παναγόπουλο, που θα αλώσει και το ελάχιστο απόθεμα λογοκρατίας του ταραγμένου Μπίντερμαν. Η σκοτεινή τριάδα, με κέντρο των επιχειρήσεών της το πατάρι, λειτουργεί ωσάν θέατρο – τραπέζι, με χαρακτηριστική, σχεδόν χορογραφημένη κίνηση και ένα ελαφρύ μπρεχτικού τύπου «ξένισμα» στην εκφορά του λόγου.

Ο γυναικείος χορός, που απαρτίζεται από τις Δέσποινα Μάη, Ελένη Νταή, Μαρίνα Λάππα, Μαρία Κυπραίου και Νόρα Μαυροειδή, με κίνηση συνακόλουθη του λόγου του, καταμαρτυρά ολοένα την επέκταση της επικράτειας του κακού, διασπώντας, εν είδει μπρεχτικών εμβολίμων, την ταχύρρυθμη εξάπλωση των πυρκαγιών, την εθελοτυφλία και την εθελούσια κώφωση των πολιτών, την παράδοση της πόλης στο πνευματικό σκοτάδι, την απανθρωπιά και την υλική καταστροφή.

Συνοπτικά, ο Φώτης Λάζαρης και η ομάδα της Α΄ ΕΛΜΕ Αχαΐας μας πρόσφεραν μια σφιχτοδεμένη θεατρική εμπειρία, με πρόταση και ιδιοσυστασία, φέροντας ένα κείμενο του 1953 στην εποχή μας. Ή μήπως η εποχή μας κοχλάζει καταπιεσμένη ενοχή και ο λόγος της Τέχνης απελευθερώνει και καταμαρτυρά κάθε φορά τις τύψεις, τα μοιραία λάθη, τα αδιέξοδά μας;