Ο χορευτής του ανέμου

Το δημοτικό τραγούδι είναι μια πρώιμη μορφή καρτούν. Τρία πουλάκια κάθονταν, το ένα χαμηλώνει, και αρχίζει και λέει την ιστορία, ενώ κάποιο άλλο πουλάκι πιάνει κουβέντα στον διαβάτη και πάει λέγοντας. Αλλά η απογείωση του εξανθρωπισμού των ζώων έγινε μέσα από τον Ντίσνεϊ, ο οποίος είχε το μυαλό για να αξιοποιήσει την τεχνολογία των κινούμενων εικόνων, που αν δεν την είχαν εφεύρει οι Γάλλοι, ο Ντίσνεϊ δεν θα μπορούσε να είχε σκαρώσει ούτε τον Ντόναλντ Ντακ και τα ομιλούντα παπιά, και θα του είχε μείνει το μυαλό αμανάτι. Αυτά σκεφτόμαστε ένα πρωινό που χαζεύαμε τα χελιδόνια του ουρανού, αν και το του ουρανού» είναι μάλλον πλεονασμός. Τα χελιδόνια είναι τα πουλιά που κατ’ εξοχήν και απολύτως εν αγνοία τους έχουν χρησιμοποιηθεί για παρομοιώσεις και άλλα σχήματα λόγου που αποτυπώνουν την καθημερινότητα και τον ψυχισμό του ανθρώπου.

Τα χελιδόνια,όπως και όλα τα άλλα πτηνά, δεν είναι παρά πλάσματα που πετούν με το στόμα ανοιχτό για να καταπίνουν μυγάκια (ευτυχώς που το κάνουν, και μακάρι να είχαν στόμα σαν του πελεκάνου), αλλά εμείς βλέπουμε φρακοφορεμένους χορευτές του ανέμου που τρυγούν τους χυμούς της άνοιξης και μεθούν από ευφορία, ως σύμβολα ελευθερίας και αγνότητας, που άλλοτε λυτρώνουν την ψυχή μας και άλλοτε την πλημμυρίζουν από την πίκρα για την αντίστιξη ανάμεσα στη φυσική δυνατότητα του πουλιού να νικάει τη βαρύτητα και να ταξιδεύει σαν αεροπλάνο βλέποντας τη γη σαν ζωγραφιά, και στη δική μας αδυναμία να απαλλαγούμε από τα κυριολεκτικά και τα μεταφορικά μας βάρη.

Βοηθάει και το κελαριστό κελάιδισμα του χελιδονιού που σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ξελιγωμένο από τη χαρά του.

Όταν έρχονταν τα χελιδόνια πριν κάμποσες δεκαετίες- είναι αδύνατο να προσέξεις τη μέρα ακριβώς που εμφανίζονται, αλλά όταν εμφανίζονται, φέρονται σαν να μην είχαν λείψει ποτέ- χαιρόμαστε πολύ, γιατί ήταν το προμήνυμα της λήξης μιας καταπιεστικής χρονιάς και της έναρξης της σχόλης. Αλλά όταν η σχόλη άρχιζε και πλάκωναν οι θέρμες, τα χελιδόνια άλλαζαν μορφή και λειτουργία στην ψυχή μας. Αυτό το αδιάκοπο πέρα δώθε τους ήταν απείρως ταχύτερο από τη ροή των δευτερολέπτων που όταν πλήττεις είναι απίστευτα βραδύκαυστα, ενώ ο λεπτοδείκτης κινείται λίγο πιο γρήγορα από τα δάχτυλα ενός αγάλματος.

Αρνούνταν οι ώρες να περάσουν ώσπου να έρθει η ώρα της παραλίας και της απογευματινής εξόδου, αλλά τα χελιδόνια επέμεναν να πετούν με προφανή σκοπό να μας εκνευρίσουν, και το πετύχαιναν άνετα, πιο εύκολα από τα καναρίνια των κλουβιών που ποτέ δεν κατάλαβες τι είδους ευχαρίστηση παρέχουν στον κάτοχό τους, εκτός αν τους αρέσουν τα κλουβιά, όπως σε άλλους αρέσουν οι γλάστρες, στις οποίες κάτι πρέπει να βάλεις.

Για να μην τα πολυλογούμε, εν τέλει πέρασαν οι ώρες, πέρασαν και τα χρόνια και πέρασαν δεκάδες σμάρια χελιδονιών από τον ουρανό μας. Δεν άλλαξε ο ουρανός μας ούτε το μπλε του, αλλά άλλαξαν όλα τα υπόλοιπα.

Τα πουλιά συνεχίζουν τη δουλειά τους και οι ζωγράφοι επιμένουν να κοτσάρουν κανά δυο γλαροπούλια πάνω από τα καΐκια, για να προσδώσουν τόνο γραφικότητας και λυρισμού στα έργα τους, παραβλέποντας ότι οι γλάροι λιγουρεύονται κανένα υπόλειμμα από αλιευμένη γόπα και αδιαφορούν αν αποτελούν γυμνά μοντέλα για καλλιτέχνες της ακτής.

Αυτή η πεζότητα είναι ένα βήμα προς την αλήθεια, και όση περισσότερη αλήθεια καταπίνεις, τόση περισσότερη ελευθερία κατακτάς αυτή είναι η τροφή που σε ελαφραίνει, και σου επιτρέπει να πετάς, κάνοντας τα χελιδόνια να απορούν, τι θέλει αυτό το μεγάλο πουλί γύρω μας που του ανεμίζουν τα παντελόνια.