Ο μύθος του καταραμένου καλλιτέχνη

Η σκιά, που τον τελευταίο καιρό πέφτει βαριά πάνω από το θέατρο, επανφέρει στο προσκήνιο και επικαιροποιεί τον διαχρονικό μύθο του καταραμένου καλλιτέχνη, που κορυφώθηκε στα νεότερα χρόνια. Ουσιαστικά δεν πρόκειται περί μύθου αλλά για μια πραγματικότητα, που δεν αφορά το σύνολο των καλλιτεχνών γι΄αυτό και η συνετή διαπραγμάτευσή του σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γενικεύει, θεωρώντας την κατάρα ως επιδίωξη και προαπαιτούμενο του ταλέντου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Περιπτώσεις καταραμένων καλλιτεχνών απαντά κανείς σε διαφορετικές μορφές τέχνης, χωρίς η προσωπική τους κόλαση να αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της μεγαλοσύνης τους και της ένταξής τους στο πάνθεον της αιώνιας αναγνώρισης. Στη ζωγραφική ο Καραβάτζιο δεν ήταν μεγάλος, γιατί ήταν αλκοολικός, έκφυλος και δολοφόνος ούτε ο θεϊκός Μοντιλιάνι, γιατί έζησε βουτηγμένος στο ποτό και τους έρωτες, τα παραισθησιογόνα και την απελπισία. Παρομοίως στην ποίηση ο δοσμένος στα πάθη και τις ηδονές Μπωντλέρ και το δίδυμο των Αρθούρου Ρεμπώ και Πωλ Βερλέν δεν πέρασαν στην αιωνιότητα, γιατί έκαψαν τη ζωή τους στην πυρά του «έρωτα του θανάτου».
Στον χώρο της πεζογραφίας δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει κανείς στη χορεία των καταραμένων τον διαβόητο μαρκήσιο Ντε Σαντ και τον Οσκαρ Ουάιλντ, και στον χώρο της μουσικής τον Τζιμ Μόρισσον και τους επιγόνους του. Αλλά ούτε από το θέατρο, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, έλειψαν οι «κολασμένοι», με χαρακτηριστικές μορφές τον Κρίστοφερ Μάρλοου, δραματουργό της ελισαβετιανής εποχής, τον Αντονέν Αρτώ, που συνέδεσε το όνομά του με το Θέατρο της Σκληρότητας, τον «άγιο» Ζαν Ζενέ, εκπρόσωπο του Θεάτρου του Παραλόγου, τον Μπερνάρ Μαρί Κολτές, τον «χαρούμενο desperado του γαλλικού θεάτρου» αλλά και την «ανορθόδοξη» Σάρα Κέην του in-yer-face-theatre.
Αν και από την ενδεικτική αυτή αναφορά διαφεύγουν πολλοί, όσοι αναφέρονται διαπλέκουν τη δημόσια προσφορά τους με την ιδιωτική σκοτεινιά τους, το αγγελικό μέρος της δημιουργίας τους με το δαιμονικό της προσωπικής τους ζωής. Ο Μάρλοου, τα ισάξια με τα σαιξπηρικά δράματά του με τη βλασφημία και την αθεΐα του, την αυτοκαταστροφική εριστικότητά του και την ομοφυλοφιλία του. Η θρυλική Σάρα Μπερνάρ τις θαυμάσιες ερμηνείες της στη γαλλική θεατρική σκηνή με την αμφισεξουαλικότητα και τις διαστροφικές νεκρόφιλες τάσεις της.
Ο Ζενέ τις αξεπέραστες «Δούλες» του και το περίφημο «Μπαλκόνι» του με τη θητεία του στη φυλακή και με τις ηδονικά σαδιστικές αναγνωρίσιμες φαντασιώσεις των έργων του. Ο Κολτές την πρωτοπορία «Της μοναξιάς των κάμπων με βαμβάκι» και του «Ρομπέρτο Τσούκο» με την αθλιότητα της απομονωμένης ζωής στις ακρώρειες του κόσμου. Η αυτόχειρ Σάρα Κέην τον «Καταραμένο», τη «Δίψα» και την «Ψύχωσή» της με την παράδοσή της στη δίνη της σχιζοφρένειας και της πεισιθάνατης διάθεσής της.
Η πολυτάραχη, περιπετειώδης και αντισυμβατική ζωή τους, ως κοινή συνισταμένη όλων, βρίσκει φιλόξενο χώρο στα έργα τους μέσα από διάχυτες αυτοαναφορές. Η σύγκρουσή τους με το κατεστημένο της εποχής τους και ο κατακερματισμένος ψυχικός κόσμος τους αναδύεται άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε απερίφραστα στο λόγο τους. Εικονοκλάστες, ανατρεπτικοί, «αιρετικοί» επιστρέφουν στη σκηνή τη βία και την ωμότητα του κόσμου που έζησαν ή παρήγαγαν οι ίδιοι στη ζωή τους. Εζησαν όπως έγραψαν, οριακά και ακραία, ακολουθώντας παράλληλους βίους με τα θεατρικά τους πλάσματα.
Η σύντομη κατά κανόνα ζωή πολλών από τους καταραμένους καλλιτέχνες και η βίαιη ενίοτε κατάληξή της -ορισμένοι πέθαναν δολοφονημένοι (Μάρλοου) ή ως αυτόχειρες (Κέην) ή εκτίοντας ποινή φυλάκισης- οδηγούν συνήθως στην υπερτίμηση και συμβάλλουν στη μυθοποίηση του έργου τους, υπό το βάρος της συναισθηματικής φόρτισης, που η τραγικότητά τους προκαλεί. Αλλά είναι και η πρώιμη σιωπή τους, που συντηρεί τον μύθο τους και τρέφει τον θρύλο τους. Κατά βάθος όμως είναι σημαντικοί, όχι για την προσωπική τους κόλαση ή γιατί έπραξαν «κατά τόν εαυτού δαίμονα» αλλά γιατί το έργο τους καταξιώθηκε με κριτή τον χρόνο, που δεν βιάζεται να αποτιμήσει, να αγιοποιήσει ή να δαιμονοποιήσει.
Αλλωστε το ταλέντο, ως θεία φλόγα, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν αναβαθμίζεται ούτε ολοκληρώνεται μέσα από δαιμονικές τάσεις. Επειτα είναι διαφορετικό να εγκλωβίζεται και να παγιδεύεται κάποιος στη δαιμονική πλευρά της υπόστασής του, χωρίς ελπίδα διεξόδου και άλλο να τη χρησιμοποιεί για να ταράξει τα νερά του κατεστημένου και να διαμαρτυρηθεί για τον φαρισαϊκό καθωσπρεπισμό της εποχής του. «Σας πειράζει η βία που παράγω στη σκηνή και όχι η βία που παράγετε στη ζωή σας;» ρωτούσε οργισμένα απορημένη η Σάρα Κέην.
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑ